Ετικέτα: ΙΣΤΟΡΙΑ Σελίδα 2 από 5

Κωνσταντίνος Ράδος: Ο άγνωστος εμπνευστής της Φιλικής Εταιρείας από τα Ζαγοροχώρια

Ο Κωνσταντίνος Ράδος γεννήθηκε το 1785 στο Τσεπέλοβο Ζαγορίου και σπούδασε σε σχολές Ρουμανίας και της Πίζας.

Είχε μυηθεί στον καρμποναρισμό, γεγονός που τον έκανε να αντιληφθεί καλύτερα τον τρόπο οργάνωσης και δράσης της Φιλικής Εταιρείας της οποίας ήταν ο εμπνευστή της. Το 1822 έλαβε μέρος στη μάχη στα Στύρα στο πλευρό του Ηλία Μαυρομιχάλη και του Βάσου Μαυροβουνιώτη ενώ ηττήθηκαν από τον οθωμανικό στρατό του Ομέρ Μπέη.

Πριν αλλά και κατά την διάρκεια της διακυβέρνησης του Ιωάννη Καποδίστρια ανέλαβε αρκετές διοικητικές θέσεις. Συγκεκριμένα ο Κωνσταντίνος Ράδος διατέλεσε Έπαρχος Άνδρου (1822-1824), Έπαρχος Τριπολιτσάς (1825), προσωρινός Διοικητής Ναυπλίου (1828-1829) και Έκτακτος Επίτροπος Δυτικής Ελλάδας (1830-1831).

Από τα διοικητικά του καθήκοντα αποσύρθηκε μόλις το 1831, αμέσως μετά την δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια και πέθανε το 1865 λαμβάνοντας μικρή σύνταξη για την συνεισφορά του στον αγώνα, την οποία αργότερα θα συνεχίσει να λαμβάνει η σύζυγός του.

Η πυκνή αλληλογραφία του Ράδου με τον Καποδίστρια σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ο Βιάρος Καποδίστριας ζητά από τον Ράδο να του επιβεβαιώσει την είδηση του θανάτου τού αδελφού του Ιωάννη αποδεικνύει ότι οι σχέσεις του Κυβερνήτη με τον Κωνσταντίνο Ράδο δεν παρέμειναν απλά σε τυπικό επίπεδο αλλά μεταξύ τους είχε αναπτυχθεί μια πιο ουσιαστική σχέση.

Εμπνευστής της Φιλικής Εταιρείας

Σύμφωνα με τον Ευριπίδη Γιαννακό

…το 1787 μετά το σφαγιασμό του παππού του απ’ τον Αλή-πασά, απορφανισμένη η οικογένειά του κι ο ίδιος έφυγαν κρυφά από το Τσεπέλοβο και κατέφυγαν στο Γαλάζι της Ρουμανίας (σημερινό Γαλάτσι), φοβούμενοι την “μάχαιραν” του Αλή, όπως γράφει ο Λαμπρίδης. Στο Γαλάζι ο Κωνσταντίνος Ράδος “προηλείφετο, όπως συνεχίζει ο Λαμπρίδης, για το εμπόριο, διδασκόμενος προς τη πατρίω γλώσση, την Γαλλικήν και την Ιταλικήν”.

Ο Κων/νος Ράδος μετά το θάνατο του πατέρα του, πήγε για ανώτερες σπουδές στην Πίζα της Ιταλίας, όπου σπουδάζοντας εμυήθη στην “Καρμποναρισμό”. Μετά από τρία χρόνια σπουδών στην Πίζα πήγε στην Οδησσό κι από κει στη Μόσχα, με πρόσκληση συμπατριωτών του κι έμεινε εκεί εμπορευόμενος ως την εισβολή των Γάλλων (1812).

Ο Κων/νος Ράδος ποτέ δεν έπαψε να πιστεύει στην ελευθερία της σκλαβωμένης μας Πατρίδος και το είχε διδαχθεί αυτό, παιδί ακόμα, απ’ τον Εθνομάρτυρα πάππο του κυρ Βασίλη Ράδο.

Μετά απ’ τις πολλές επαναστατικές ατυχίες, στις οποίες ανοργάνωτα και πρόχειρα, μα με λαχτάρα, για την ανεξαρτησία και τη λευτεριά της, επεδόθη η Πατρίδα μας, ο Κων/νος πίστεψε πως μόνο με τις ίδιες και μόνο δυνάμεις του Έθνους έπρεπε να γίνει ο μεγάλος ξεσηκωμός για την απελευθέρωση. Θα έπρεπε όμως στον αγώνα αυτό να πάρουν μέρος όλοι οι Έλληνες, μικροί και μεγάλοι, χωρίς καμιά απολύτως εξαίρεση, Γι’ αυτό όμως χρειάζονταν προετοιμασία σοβαρή, υπεύθυνη, συντονισμένη, πολύχρονη και απόλυτα μυστική, για να μπορέσει να επιτευχθεί ο μεγάλος σκοπός.

Έτσι μέσα του, μέσα στη βαθιά του σκέψη, γεννήθηκε η ιδέα για τη σύσταση μιας οργάνωσης, απόλυτα μυστικής, που θα ετοίμαζε το γένος ολόκληρο, για τον μεγάλο ξεσηκωμό. Η οργάνωση αυτή θα έδινε τον “μπούσουλα” για τον προσανατολισμό του αιώνιου πόθου όλων των Ελλήνων, θα τον έβαζε σε δρόμο, θα του ‘δειχνε τη σωστή κατεύθυνση.

Ο Λαμπρίδης για την ιδέα αυτή του Ράδου γράφει: “Κατά τον χρόνον δε της εν Μόσχα διαμονής του, νέος ων, ζωηρός και διάπυρος πατριώτης, λέγεται ότι συνέλαβε πρώτος την ιδέα της συστάσεως εταιρείας μυστικής, προς εξέγερσιν του Ελληνικού γένους, κατά του Τυράννου”.

Ο Γεωργάκης Σωτηρίου, ένας γεροδιδάσκαλος απ’ τις Νεγάδες, γράφει στα έμμετρα, μα ανέκδοτα απομνημονεύματά του:

“Γέννησε το Τσεπέλοβο τον Ράδο Κωνσταντίνο

τον ένθερμο πατριωτών των Φιλικών εκείνων.

Αυτός πρώτος συνέλαβε ιδέαν εταιρείας της Φιλικής,

Για διώξιμο της μισητής Τουρκίας,

Κι εις τον Τσακάλωφ και Σκουφά και Ξάνθο το Μανώλη

τους είπε την ιδέα του με την καρδιά του όλη…”

Ο Στέφανος Ξένος πάλι στην “Ηρωίδα της Ελληνικής Επαναστάσεως” , σελ. 15 γράφει: ” λέγεται ότι ο πρώτος ο οποίος εξέφρασε την ιδέα της εταιρείας ταύτης, ήτο ο Κων/νος Ράδος. Εις Μόσχαν περί το 1812 ολίγον προ της αφίξεως των Γάλλων, εν εσπέρας εις την οικίαν του, εις την οποίαν ήσαν και τίνες άλλοι, ο Αντώνιος Κομιζόπουλος, ο Μάνθος Ράδος και Σκουφάς και ότι ο τελευταίος, αν και υπάλληλος απλούς τότε, την εγκολπίσθη και απεφάσισε, όπως πραγματοποιήσει αυτήν”.

Ακόμα στο βιβλίο του Αγησίλαου Τελάλη ” ο Φιλικός Αναγνωστόπουλος” στη σελ. 13 είναι γραμμένα τα παρακάτω σχετικά, που αναφέρει ο ίδιος ο Φιλικός Αναγνωστόπουλος: “απαραλλάκτως, λέει, τοιαύτην ομιλίαν, οποίαν και του Ξάνθου, μου έκαμεν και ο κύριος Ράδος, ότι το παν το περιεχόμενον εις την κεφαλήν του Σκουφά ήτο ιδικόν του, ως φρονιματήσας αυτόν εις την Μόσχαν”.

Εξ άλλου στην εφημερίδα “ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ” στις 26-11-1964 ο καθηγητής και ερευνητής απ’ τις Νεγάδες, εγγονός του γεροδασκάλου Γεωργάκη Σωτηρίου, όπως γράφω παραπάνω, γράφει: “Κατά την παράδοση που διασώζει ο γέρο δάσκαλος απ’ τους Νεγάδες Γεωργάκης Σωτήρης σε ανέκδοτα απομνημονεύματά του, ο Χριστόδουλος Τσολάκης από το Τσεπέλοβο, κατά τη μετάβασή του στους Νεγάδες, που συνέπεσε με την αγγελία του θανάτου του συμπατριώτη του Κων/νου Ράδου (1865), είπε ενώ μιλούσαν για τον μακαρίτη που γνώριζε πολύ καλά, ότι ο Κων/νος Ράδος που είδε στην Οδησσό κατά το 1808, ανακοίνωσε σ’ αυτόν και τον μεγαλύτερο αδελφό του Δημήτριο, την πρόθεσή του να συστήσει Εταιρεία, με σκοπό την απελευθέρωση της Ελλάδος”.

Ο ίδιος πάλι στην εφημερίδα “Ηπειρωτικόν Μέλλον” αριθ. 97/642/10-6-1968 γράφει συμπληρώνοντας με πολλές λεπτομέρειες τα παραπάνω: ” …Όταν ο Ράδος το 1797 έφυγεν εκ Τσεπελόβου, ο Χριστόδουλος Τσολάκης ήτο επτά ετών. Τον συνάντησε δε το 1808 εις Οδησσόν εις το ξενοδοχείον όπου κατά συγκυρίαν ευρίσκοντο οι αδελφοί Τσολάκη, Δημήτριος, ο μεγαλύτερος και ο μνημονευόμενος Χριστόδουλος, προς τους οποίους ανακοίνωσε τον σκοπόν, ότι θα συστήσει εταιρείαν προς απελευθέρωσιν του Έθνους. Μετά ταύτα οι αδελφοί Τσολάκη διανυκτέρευσαν εις το παρά το Κισνόβιον ιδιόκτητον αγροτικόν κτήμα, ο δε Ράδος εις Μόσχαν όπου μετά του Τσακάλωφ, Σκουφά και άλλων ήρχισε τα της εταιρείας”.

Εξ άλλου ο κ. Α. Δεσποτόπουλος ιστορικός, Διδάκτωρ της Φιλοσοφικής σχολής (1954), κρίνοντας το αναμνηστικό τεύχος της Ακαδημίας με τον τίτλο “Η Φιλική Εταιρεία” γράφει τα παρακάτω για τον Κων/νο Ράδο: “Στο κεφάλαιο Πρόδρομοι της Φιλικής Εταιρείας, σκιαγραφείται η εταιριστική κίνηση, για την απελευθέρωση του υπόδουλου Γένους, που φτάνει και πριν το 1700 και αναφέρονται οι μυστικές εταιρείες πριν τη Φιλική κι όσοι απ’ τους ιδρυτές των έμειναν γνωστοί. Παραλείπεται όμως ο Κων/νος Ράδος που υπήρξε όχι απλώς ο εγγύτερος πρόδρομος, αλλ’ ο απώτερος ιδρυτής σχεδόν της Φιλικής Εταιρείας και πάντως ο κατηχητής του Σκουφά και του Τσακάλωφ, στην ιδέα για την ίδρυση ελληνικής μυστικής επαναστατικής εταιρείας. Οπωσδήποτε η συμβολή του Κων/νου Ράδου στην ίδρυση της Φιλικής Εταιρείας είναι βασική. Έτσι η αγνόησή του αποτελεί σοβαρή παράληψη”.

Ο Κανδηλώρος στο βιβλίο του “η Φιλική Εταιρεία” σελ. 180 γράφει: ” γνωρίζομεν μόνον ότι εκεί (εις την Σμύρνην) μετέβη ο Τσακάλωφ ίνα ιδεί τον Ράδον … όστις περιβληθείς Γαλλική υπηκοότητα εμπορεύετο υπό την προστασίαν του Γάλλου Προξένου Δαβίδ … και πρωίαν τινά της Ανοίξεως του 1818 εμφανίζεται, ενώπιον του Ράδου, εν Σμύρνη, ο Τσακάλωφ και αγκαλιαζόμενος αυτόν λέγει με ενθουσιασμόν και δακρύων … Η ιδέα σου επραγματοποιήθη”.

Ακόμη η εφημερίδα “ΑΥΓΗ” 13-1-1865, χρονολογία θανάτου του Ράδου, γράφει σχετικά με τον Ράδο στη Σμύρνη: “…αίφνης επιφαίνεται ο Τσακάλωφ αγγέλων χαρμόσυνον αγγελίαν… Ράδε τω λέγει, η επιθυμία σου εγένετο έργον. Διάδος λοιπόν ανά πάσαν την Ασίαν την φιλικήν εταιρείαν”.

Η πληροφορία αυτή συμπίπτει χρονολογικά με τον θάνατο του Ράδου (1865). Με τα λόγια του Τσακάλωφ τεκμηριώνεται ότι την επιθυμία και την πρόθεση για την ίδρυση της φιλικής Εταιρείας είχε εκδηλώσει πρώτος ο Ράδος.

Η συμβολή του στην Επανάσταση

Σύμφωνα πάντα με τον Ευριπίδη Γιαννακό

ο Ράδος ήταν αγνός πατριώτης,φρόνιμος,συνετός και κατέβαλε ξεχωριστές προσπάθειες για να ειρηνεύσει ο τόπος και να δοθούν όλοι στον μεγάλο αγώνα, χωρίς περιορισμούς και έριδες.

Στο ΙΒ΄τόμο της Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους σελ. 355 είναι γραμμένα τα παρακάτω σχετικά με την επιρροή του Ράδου σαν ειρηνοποιού ανάμεσα στις αντιμαχόμενες φατρίες κατά την Επανάσταση του ’21: ” … ότι έπρεπε, να προκληθούν στην Αρκαδία ειρηνοποιοί οι Κων/νος Ράδος, Δ. Γουζέλης και Ν. Καλλέργης και σε περίπτωση αποτυχίας, να επέμβει ο στρατός…”. Στον ίδιο τόμο και στη σελ. 352 είναι γραμμένα τα παρακάτω: “Μέσα στο Φρούριο (πρόκειται για το Παλαιό κάστρο των Ψαρών) βρίσκονται 85 Ψαριανοί και 45 Θεσσαλο-Μακεδόνες με τους αρχηγούς Ράδο και Άγγελο”.

Ο Ράδος πήρε δύο φορές μέρος στη συνέλευση στο Άργος, σαν αντιπρόσωπος των Ηπειρωτών και μετά παραιτήθηκε υπέρ του συμπατριώτη του από το Λιασκοβέτσι του Ζαγοριού, Χριστοδ. Κλωνάρη. Με την κυβέρνηση Καποδίστρια διορίστηκε αρχικά διοικητής της Ναυπλίας κι ύστερα έκτακτος επίτροπος Αργολίδος και τέλος επίτροπος του κράτους στη Δυτική Στερεά Ελλάδα.

Ο Ιωάννης Κωλέττης αναγνωρίζοντας τα διοικητικά προσόντα και τον αδαμάντινο χαρακτήρα του έγραφε γι αυτόν στις 19-2-1831 : “Ο άνθρωπος όστις εκ Ναυπλίου εστάθη να διοικεί σχεδόν τα πράγματα της όλης Πελοπονήσου και εις πλέον κρισίμους περιστάσεις, ειμπορούσε τις να αμφιβάλει ότι δεν ήθελε δυσκολευθή, να διοικήσει τον κάλλιστον λαόν της Δυτικής Ελλάδος…”

Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης έγραφε προς αυτόν στις 2-10-1830: “Εγώ δε σας ευρίσκω πάντοτε με το γράμμα μου όπου και αν διατρίβητε, διότι σας υπολήπτομαι…” Και σε άλλη επιστολή στις 7-10-1831 ο ίδιος γράφει: “Διό αγαπητέ ενδυθείς είπερ άλλοτε τον πατριωτισμόν και την σύνεσιν, προσπάθησον να συγκεντρώσεις το γενικό όλων φρόνημα, προς το συμφέρον της Πατρίδος δια να την σώσωμεν…”

Ο Κων/νος Ράδος εχρημάτισε και Διοικητής στην Αθήνα και ύστερα Νομάρχης στη Σύρο ως το 1854, οπότε συνταξιοδοτήθηκε. Στα 1865 σε ηλικία 80 χρονών, ύστερα από μια ζωή γεμάτη εθνική δράση πέθανε στην Αθήνα.

Ο Λαμπρίδης στη σελ. 98 στα “Ζαγοριακά” γράφει: ” Καθ’ όλον το μακρόν διάστημα των υπέρ Πατρίδος πολυετών υπηρεσιών του, διεκρίθη αείποτε, επί αδόλω πατριωτισμώ, εγκαρτερήσας καθ’ όλον το από του 1821 μέχρι τέλους της Επαναστάσεως διάστημα, εν μέσω παντοίων στερήσεων και κακουχιών, επί ευσηνειδήτω εκπληρώσει των καθηκόντων του και επί άκρα τιμιότητα, ένεκα τούτων αποβιώσας επί τη ψάθη”.

με πληροφορίες από Βικιπαίδεια

Βιβλίο: Η συμβολή των Σουλιωτών στην Επανάσταση του 1821

Στο βιβλίο “Η συμβολή των Σουλιωτών στην Επανάσταση του 1821”, των εκδόσεων Βεργίνα, του Νίκου Ασημακόπουλου, τεκμηριώνεται με αδιάσειστα στοιχεία από τις υπάρχουσες ιστορικές πηγές ότι, χωρίς τους αγώνες και τις θυσίες των Σουλιωτών η Ελληνική Επανάσταση θα κινδύνευε να συντρίβει στο ξεκίνημά της ή κατά τους πρώτους χρόνους της.

Τον Δεκέμβριο του 1820, οι Σουλιώτες συμμάχησαν με τον Αλή πασά και από τις 7 έως το τέλος του ίδιου μήνα, κατανίκησαν τη μεγάλη στρατιά των Τσάμηδων στα βουνά του Σουλίου και τη στρατιά δύο πασάδων στα Πέντε Πηγάδια, εξοργίζοντας σε τέτοιο βαθμό τον σουλτάνο, ώστε αντικατέστησε τον αρχιστράτηγο Πασόμπεη με τον Χουρσίτ πασά, τον οποίον από τον Νοέμβριο του 1820 είχε διορίσει Διοικητή της Πελοποννήσου.

Η απομάκρυνση όμως του Χουρσίτ και της στρατιάς του απ’ την Πελοπόννησο είχε καταλυτικές επιπτώσεις στο επιτυχημένο ξεκίνημα της Ελληνικής Επανάστασης και αυτό το οφείλουμε στους Σουλιώτες.

Οι νίκες αυτές, που συνεχίστηκαν καθ’ όλη τη διάρκεια του πρώτου χρόνου της Επανάστασης, ισχυροποίησαν τον Αλή πασά, ο οποίος κατάφερε να αντέξει 12 μήνες ακόμη, καθηλώνοντας την τουρκική στρατιά στα Γιάννενα την κρισιμότερη χρονική περίοδο που, τόσο στην Πελοπόννησο όσο και στη Στερεά Ελλάδα, δινόταν ο υπέρ πάντων αγών, για την εδραίωση της Ελληνικής Επανάστασης.

Αλλά και μετά την καρατόμηση του Αλή πασά, στις 24 Γενάρη του 1822, όταν ο Χουρσίτ, τον Μάιο του 1822, εξεστράτευσε εναντίον τους για να τους εξοντώσει, εκείνοι κατανίκησαν τα πολυάριθμα στρατεύματά του σε όλες τις μάχες γύρω από το Σούλι.

Οι νίκες αυτές εξόργισαν πολύ τον σουλτάνο, με αποτέλεσμα να αναθέσει τη μεγάλη εκστρατεία κατά της Πελοποννήσου στον Δράμαλη και σύμφωνα με τον Κόκκινο: “αν ο έμπειρος Χουρσίτ ήταν επικεφαλής τόσου στρατού, τα αποτελέσματα της εκστρατείας πιθανόν να ήσαν διαφορετικά από εκείνα που είχεν ο Δράμαλης”.

Στις 2 του Σεπτέμβρη του 1822, οι Σουλιώτες, εξ αιτίας της πείνας και του λοιμού που μάστιζε το στρατόπεδό τους, αναγκάστηκαν να συνθηκολογήσουν και να μεταφερθούν στην Κεφαλονιά χωρίς να έχουν ηττηθεί σε καμία μάχη.

Αργότερα όμως επέστρεψαν από τα Επτάνησα και από το 1823 έως το 1829 έλαβαν μέρος σε όλες τις κρίσιμες μάχες της Ρούμελης και της Αττικής και λόγω της απαράμιλλης ανδρείας τους, ήταν εκείνοι που έγερναν την πλάστιγγα της νίκης υπέρ των Ελλήνων.

Το τίμημα σε αίμα, που πλήρωσαν οι Σουλιώτες για την ελευθερία της Ελλάδας, ήταν τεράστιο. Στο τέλος της Επανάστασης, οι μάχιμοι που είχαν απομείνει ζωντανοί, δεν ξεπερνούσαν τους διακόσιους.

Ας σκύβουν ευλαβικά οι επερχόμενες γενιές και ας αποτίουν τον πρέποντα φόρο τιμής στη μνήμη τους.

15 Μαρτίου 1826: Ο Χατζημιχάλης Νταλιάνης εκστρατεύει στον Λίβανο

Μία από τις άγνωστες επιχειρήσεις των Ελλήνων κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1821, ήταν η λεγόμενη «εκστρατεία» στον Λίβανο. Ενώ η ιδέα και ο σχεδιασμός φάνταζαν εξαιρετικοί, τελικά η εκστρατεία έγινε όχι υπό την αιγίδα της ελληνικής κυβέρνησης, αλλά με ιδιωτική πρωτοβουλία και κατέληξε σε παταγώδη αποτυχία. Ας δούμε με περισσότερες λεπτομέρειες τα γεγονότα.

Οι προτάσεις του εμίρη Μπεσίρ

Στις 25 Οκτωβρίου 1824, παρουσιάστηκε στο Βουλευτικό ο Χατζηστάθης Ρέζης, που ισχυρίστηκε ότι μετέφερε προτάσεις του εμίρη του Λιβάνου Μπεσίρ και των προυχόντων της χώρας, να γίνει μια συμμαχία Ελλάδας – Λιβάνου με τελικό σκοπό την απελευθέρωση του Λιβάνου και της Κύπρου από τον οθωμανικό ζυγό.

Όταν του ζητήθηκε να αποδείξει τα λεγόμενα του, ισχυρίστηκε ότι είχε χάσει τις σχετικές επιστολές στη διάρκεια των ταξιδιών του. Σύμφωνα πάντα με τον Ρέζη, ο Μπεσίρ θα «χτυπούσε» τους Τούρκους από τη στεριά και ζητούσε ελληνικά πλοία για βοήθεια. Παράλληλα, θα έστελνε στη χώρα μας στρατιώτες και άλογα, για να βοηθήσουν τους επαναστατημένους Έλληνες. Το Βουλευτικό δέχθηκε την πρόταση και όρισε αντιπροσώπους του για τις διαπραγματεύσεις, τον Χατζηστάθη Ρέζη, τον Αντώνιο Τζούνη, που αργότερα αντικαταστάθηκε από τον επίσκοπο Ευδοκιάδος Γρηγόριο (σημ: η Ευδοκιάδα ήταν οχυρή θέση της βόρειας Καππαδοκίας που πήρε το όνομά της από τη βυζαντινή πριγκίπισσα Ευδοκία ή Ευδοξία) και τον Κύπριο αγωνιστή Χαράλαμπο Μάλη. Υπήρξε όμως μεγάλη καθυστέρηση.

Μόλις στις 13 Ιουλίου 1825 το Εκτελεστικό ανέθεσε στον Ρέζη να συνοδεύσει και να καθοδηγήσει ως γνώστης προσώπων και πραγμάτων, τους Έλληνες απεσταλμένους που η κυβέρνηση εφοδίασε με έγγραφα προς τον εμίρη Μπεσίρ, τους ιερωμένους, τους φυλάρχους και τους προκρίτους.

Η κυβέρνηση, με πρωτοβουλία του Μαυροκορδάτου ο οποίος χειριζόταν την υπόθεση, ζητούσε τη συμπαράσταση της Εκκλησίας για την αίσια έκβαση της υπόθεσης. Έτσι, έστειλε ιδιαίτερα έγγραφα στον Πατριάρχη Αντιοχείας Μεθόδιο τον Νάξιο, τους μητροπολίτες της δικαιοδοσίας του, τον αρχιεπίσκοπο Κύπρου Δαμασκηνό καθώς και τους μητροπολίτες Πάφου, Κιτίου και Κυρήνειας.

Περισσότερο απ’ όλους, πίστευε στα οφέλη της επιχείρησης αυτής ο Ρέζης, που ζήτησε από την Κυβέρνηση 3.000 στρατιώτες και 20 πλοία τουλάχιστον για να βοηθήσουν τους Λιβανέζους. Εκτός από τον αντιπερισπασμό του Μπεσίρ κατά των Τούρκων, ο Ρέζης ισχυριζόταν ότι ο Λιβανέζος εμίρης θα έστελνε 200.000 άνδρες στην Ελλάδα, ενώ παράλληλα θα ελευθερωνόταν και η Κύπρος.

Ορισμένοι Κύπριοι πρόσφυγες πληροφορήθηκαν το σχέδιο και σχεδίασαν κάποιες παράτολμες επιχειρήσεις, οι οποίες τελικά δεν έγιναν. Τελικά, οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν προχώρησαν στις εκστρατείες στην Κύπρο και τον Λίβανο. Όμως, ορισμένοι οπλαρχηγοί (Χατζημιχάλης Νταλιάνης, Κριεζώτης, Βάσος Μαυροβουνιώτης κ.ά.), έμαθαν το αρχικό σχέδιο και αποφάσισαν να οργανώσουν μόνοι τους την εκστρατεία.

Ο Κύπριος Χαράλαμπος Μάλης, που ήταν όπως είδαμε από τους πρωταγωνιστές της σχεδιαζόμενης εκστρατείας, αλλά ήθελε αυτή να γίνει με την κάλυψη της ελληνικής κυβέρνησης και όχι από ιδιώτες, αντέδρασε.

Στις 29 Ιανουαρίου 1826, κατήγγειλε προς το Βουλευτικό τη μυστική αυτή κίνηση και ζήτησε να ληφθούν μέτρα εναντίον του βασικού οργανωτή της Χατζημιχάλη Νταλιάνη. Κατά την άποψή μας, ο γεννημένος στο Δελβινάκι Πωγωνίου, στο σημερινό νομό Ιωαννίνων, Χατζημιχάλης Νταλιάνης (1775), μπορεί να χαρακτηριστεί επιπόλαιος ή παρορμητικός, σε καμία περίπτωση όμως τυχοδιώκτης, καθώς ξόδεψε σχεδόν όλη την περιουσία του που είχε αποκτήσει από το εμπόριο καπνικών προϊόντων, για τον εξοπλισμό ιππικού σώματος που πήρε μέρος σε πολλές μάχες και την αγορά πολεμοφοδίων.

Σκοτώθηκε το 1828 στο Φραγκοκάστελο της Κρήτης με πολλούς άνδρες του και από αυτούς προήλθε ο θρύλος για τους Δροσουλίτες (δείτε και σχετικό άρθρο στο protothema. gr).

Η πραγματοποίηση της εκστρατείας και η οικτρή αποτυχία της

Η κυβέρνηση, ζήτησε από το Βουλευτικό να ληφθούν μέτρα, ώστε να μην γίνει αυτή η εκστρατεία. Έστειλε μάλιστα σχετικές επιστολές στους προκρίτους της Ύδρας, των Σπετσών και των Ψαρών, όπως και στον Θ. Κολοκοτρώνη να ζητήσει κι αυτός με τη σειρά του από τον Χατζημιχάλη Νταλιάνη να μην προχωρήσει στα σχέδιά του.

Ο Νταλιάνης, απάντησε ότι στόχος της εκστρατείας δεν θα ήταν η Κύπρος ή τα παράλια της Μικράς Ασίας, αλλά ο Λίβανος και ότι η Κυβέρνηση είχε αρχικά εγκρίνει τον σχεδιασμό της επιχείρησης και μαζί με τους άλλους οπλαρχηγούς άρχισε να οργανώνει την εκστρατεία. Τόπος συγκέντρωσης των στρατευμάτων ορίστηκε η Κέα.

Εκεί, από τον Δεκέμβριο του 1825 ως τον Φεβρουάριο του 1826, συγκεντρώθηκαν 2.000 οπλοφόροι, οι οποίοι με τις αυθαιρεσίες τους, ταλαιπωρούσαν τους κατοίκους. Επικεφαλής τους ήταν οι Χατζημιχάλης Νταλιάνης, Νικόλαος Κριεζώτης, Βάσος Μαυροβουνιώτης, Σταύρος Λιακόπουλος και Χατζηστεφανής Βούλγαρης.

Στα τέλη Φεβρουαρίου 1826, το εκστρατευτικό αυτό σώμα αναχώρησε με 14 καράβια και στις αρχές Μαρτίου, έφτασε έξω απ’ τη Βηρυτό. Όταν αποβιβάστηκαν στην ξηρά, οι άνδρες του σώματος κατέλαβαν έναν παραθαλάσσιο πύργο και μερικά σπίτια και άρχισαν τις λεηλασίες. Ο Μπεσίρ, ήρθε σε επαφή με τους επικεφαλής των Ελλήνων και ζήτησε τις πληρεξούσιες επιστολές από την Κυβέρνηση, τις οποίες εκείνοι δεν διέθεταν. Ο Λιβανέζος εμίρης απαίτησε άμεση αποχώρηση των Ελλήνων, κάτι που έγινε.

Στις 25 Μαρτίου 1826, οι άτακτοι αυτοί οπλοφόροι έφυγαν από τον Λίβανο και κατευθύνθηκαν προς την Κύπρο, όπου άρχισαν να αρπάζουν ζώα και τροφές, τρομοκρατώντας Έλληνες και Τούρκους κατοίκους. Έπειτα, ενεργώντας σαν πειρατές, έπιασαν ένα αυστριακό καράβι στα παράλια της Κιλικίας, γεμάτο χρυσοΰφαντα υφάσματα του Χαλεπίου και άλλα συριακά χειροτεχνήματα.

Τελικά, επέστρεψαν στην Ελλάδα και έτσι έληξε άδοξα η εκστρατεία του Λιβάνου.

Μια τελική αποτίμηση

Σαν ιδέα και σαν σχέδιο «επί χάρτου», η εκστρατεία του Λιβάνου φαινόταν εξαιρετική.

Αντιπερισπασμός στους Τούρκους και ενίσχυση των επαναστατημένων Ελλήνων με χιλιάδες Λιβανέζους ιππείς. Η αναβλητικότητα, η έλλειψη αποφασιστικότητας και άλλοι, άγνωστοι σε μας παράγοντες, είχαν σαν αποτέλεσμα να μην γίνει η εκστρατεία με τη σύμφωνη γνώμη της ελληνικής κυβέρνησης, αλλά με πρωτοβουλία κάποιων οπλαρχηγών.

Δεν υπήρχε καμία οργάνωση, ανάμεσα στους στρατιώτες που πήραν μέρος φαίνεται ότι ήταν πολλοί καιροσκόποι – τυχοδιώκτες, ενώ δεν υπήρχε και κανένας ηγέτης, ανάμεσα στους επικεφαλής, να απαγορεύσει και να σταματήσει το πλιάτσικο στον Λίβανο και τη Συρία. Στο περιθώριο της εκστρατείας αυτής είχαμε και ένα… love story!

Στην Κέα, ο Βάσος Μαυροβουνιώτης, γνώρισε την δεκαεξάχρονη και εγκυμονούσα. Ελέγκω, κόρη του έμπορου Γεώργιου Ιωαννίτη, την οποία ερωτεύτηκε. Την απήγαγε με τη θέλησή της, ενώ μετά την επιστροφή του από τον Λίβανο την παντρεύτηκε!

Εκείνο που προκύπτει σαν τελικό συμπέρασμα, είναι ότι μια σημαντική ελληνική δύναμη, φθειρόταν για μήνες, σε άσκοπες περιπλανήσεις και πειρατικές ενέργειες, την ίδια ώρα που Τούρκοι και Αιγύπτιοι ετοίμαζαν συντονισμένα και μεθοδικά τα τελευταία πλήγματα κατά του Μεσολογγίου……

www.elkosmos.gr

9-21 Μαρτίου 1941: Η αποτυχημένη Εαρινή Επίθεση των Ιταλών

Η εαρινή επίθεση ήταν η τρίτη και τελευταία φάση του Ελληνοϊταλικού Πολέμου, που είχε ξεκινήσει στις 28 Οκτωβρίου 1940 με την ιταλική εισβολή στα ελληνοαλβανικά σύνορα (πρώτη φάση).

Από τις 14 Νοεμβρίου ο ελληνικός στρατός είχε περάσει στην αντεπίθεση και στα τέλη του 1940 είχε καταλάβει σχεδόν όλη τη Βόρειο Ήπειρο (δεύτερη φάση).

Με την κατάληψη της Κλεισούρας (10 Ιανουαρίου 1941) το μέτωπο σταθεροποιήθηκε όλο το χειμώνα σε μια γραμμή που ξεκινούσε από το Πόγραδετς στη λίμνη Αχρίδα και κατέληγε στο Ιόνιο Πέλαγος στα βόρεια της Χειμάρρας.

Ο Μουσολίνι, που είχε ξεκινήσει στις 28 Οκτωβρίου 1940 για ένα «στρατιωτικό πικ-νικ» στην Ελλάδα, αντιμετώπιζε τη χλεύη των συμμάχων του Γερμανών και τη διακύβευση του κύρους του φασισμού.

Χρειαζόταν επειγόντως την αναστροφή της κατάστασης με μια στρατιωτική επιτυχία. Κατ’ αρχάς φόρτωσε την αποτυχία στον επικεφαλής των ιταλικών δυνάμεων στην Αλβανία στρατηγό Σόντου και τον αντικατέστησε με τον αρχηγό του Γενικού Επιτελείου στρατάρχη Ούγκο Καβαλέρο.

Στη συνέχεια διέταξε τους επιτελείς του να εκπονήσουν σχέδια για την ιταλική αντεπίθεση, που θα διηύθυνε ο ίδιος (1 Ιανουαρίου 1941). Γνώριζε ότι ο Χίτλερ είχε λάβει την απόφαση να επιτεθεί στην Ελλάδα (Σχέδιο Μαρίτα) και ήθελε να τον προλάβει και να καταλάβει πρώτος αυτός τη χώρας μας. Μία ιταλική επιτυχία θα έθετε υπό τον έλεγχο του Άξονα το σύνολο των Βαλκανίων και θα εξοικονομούσε γερμανικές δυνάμεις για την Επιχείρηση Μπαρμπαρόσα (εισβολή στη Σοβιετική Ένωση).

Ο Ντούτσε άρχισε να ενισχύει τις δυνάμεις του στην Αλβανία με πρόσθετες μεραρχίες, που έφθασαν την παραμονή της επίθεσης στις 25, έναντι των 12 που θα παρέτασε η Ελλάδα. Ο αρχιστράτηγος Παπάγος και το επιτελείο του είχαν πολύ καλή πληροφόρηση για τις κινήσεις των Ιταλών από την Ιντέλιτζενς Σέρβις. Δεν μπορούσαν να μετακινήσουν περισσότερες δυνάμεις στο μέτωπο, γιατί έπρεπε να ενισχυθεί και η μακεδονική μεθόριος, λόγω της αναμενόμενης γερμανικής επίθεσης. Το επιτελείο πόνταρε πολύ στο ηθικό των Ελλήνων στρατιωτών, που παρέμενε ακμαιότατο, όπως και στις πρώτες μέρες του πολέμου.

Το πρωί της 2ας Μαρτίου 1941 ο Μουσολίνι πέταξε με αεροπλάνο από το Μπάρι στα Τίρανα για να αναλάβει προσωπικά ο ίδιος τη διεύθυνση της επιχείρησης Πριμαβέρα (Άνοιξη), όπως ονομάστηκε η ιταλική επίθεση. Τις επόμενες μέρες επισκέφθηκε όλες τις μεραρχίες του μετώπου συνέφαγε με στρατιώτες και αξιωματικούς και προσπάθησε να τους ανυψώσει το ηθικό. Τους τόνισε ότι μια νίκη θα είχε εξαιρετική σημασία για τη δόξα και το γόητρο της Ιταλίας.

Η έναρξη της “Πριμαβέρα”

Στις 4:30 π.μ. της 9ης Μαρτίου 1941 ο Μουσολίνι έλαβε θέση στο προκεχωρημένο παρατηρητήριο της Ρεχόβα για να παρακολουθήσει ως άλλος Ξέρξης τον θρίαμβο των στρατιωτών του. Ποτέ άλλοτε κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ανώτατος στρατιωτικός ηγέτης δεν βρέθηκε τόσο κοντά στην πρώτη γραμμή της μάχης.

Στις 6:30 το πρωί δίνει το σύνθημα της επίθεσης, που ξεκινά με μπαράζ πυροβολικού κατά των ελληνικών θέσεων σε όλο το μήκος του μετώπου.

Τρεις ώρες αργότερα αρχίζουν οι καθαυτό επιχειρήσεις, με την προσβολή των ελληνικών θέσεων στη διάβαση της Κλεισούρας. Σε ένα μέτωπο μόλις πέντε χιλιομέτρων, οι Ιταλοί επιτέθηκαν με 7 μεραρχίες και 156 τηλεβόλα, ενώ είχαν στη διάθεσή τους 400 αεροπλάνα.

Μια προέλαση των ιταλικών δυνάμεων θα προκαλούσε μεγάλο ρήγμα στις ελληνικές θέσεις και θα άνοιγε τον δρόμο για τα Γιάννινα. Ο ίδιος ο Ντούτσε εξέδιδε συνεχώς διαταγές προς τον στρατηγό Ούγκο Καβαλέρο, τους σωματάρχες και τους διοικητές των μονάδων.

Οι μάχες που δόθηκαν ήταν σκληρές και συχνά εκ του συστάδην, με ξιφολόγχες και χειροβομβίδες. Οι αλλεπάλληλες εφορμήσεις των Ιταλών για την κατάληψη των στρατηγικών υψωμάτων γύρω από την Κλεισούρα αποκρούονταν με επιτυχία από τους αμυνομένους. Ο Μουσολίνι αντικαθιστούσε αμέσως τις αποδεκατισμένες μεραρχίες του με νέες, αδιαφορώντας για τις ανθρώπινες ζωές.

Ιδιαίτερες στιγμές ηρωισμού, αλλά και φρίκης καταγράφηκαν στο Ύψωμα 731 του βουνού Τρεμπεσίνα. Από τις 9 έως τις 19 Μαρτίου οι άνδρες του 5ου Συντάγματος Πεζικού που το υπερασπίζονταν δέχθηκαν πάνω από 18 επιθέσεις από τους Ιταλούς. Το βουνό, γεμάτο καστανιές, στην κυριολεξία ανασκάφηκε από τους βομβαρδισμούς και έγινε «κρανίου τόπος». Οι μαχητές του αναγκάστηκαν να καλύπτονται πίσω από πτώματα Ιταλών στρατιωτών.

Στο τέλος, με την κραυγή «ΑΕΡΑ» και εφ’ όπλου λόγχη, οι Έλληνες φαντάροι απώθησαν τους επιτιθέμενους Ιταλούς, γράφοντας σελίδες δόξας και μεγαλείου.

Το τέλος της επιχείρησης

Μέρα με τη μέρα, ο Μουσολίνι έβλεπε ξεκάθαρα ότι η επιχείρηση Πριμαβέρα εξελισσόταν σ’ ένα μεγαλοπρεπέστατο φιάσκο. Το συνειδητοποίησε πλήρως το πρωί της 21ης Μαρτίου 1941, όταν κάλεσε τον φίλο του στρατηγό Πίκολο για να του ανακοινώσει ότι θα εγκαταλείψει το μέτωπο.

«Σε κάλεσα εδώ επειδή αποφάσισα να γυρίσω αύριο στη Ρώμη… Μου έρχεται εμετός μέσα σε αυτή την ατμόσφαιρα» και στη συνέχεια, γεμάτος οργή, ξέσπασε κατά των αξιωματικών του: «Με εξαπάτησαν, δεν κάναμε ούτε ένα βήμα προς τα εμπρός. Τους περιφρονώ βαθύτατα!».

Την ίδια μέρα, ο Υπουργός Εξωτερικών της Μεγάλης Βρετανίας, Άντονι Ίντεν τηλεγραφούσε στον πρωθυπουργό Αλέξανδρο Κορυζή, προκειμένου να τον συγχαρεί για την «περίλαμπρον ελληνικήν νίκην».

Το πρωί της 22ας Μαρτίου ένας τσακισμένος και ταπεινωμένος Μουσολίνι έπαιρνε τον δρόμο της επιστροφής για τη Ρώμη. Ο στρατός είχε υποστεί πανωλεθρία, με 12.000 νεκρούς και 3.000 τραυματίες. Οι απώλειες της ελληνικής πλευράς ανήλθαν σε 1.200 νεκρούς και 4.000 τραυματίες.

Το τέλος του ελληνοϊταλικού πολέμου δεν υπήρξε αποτέλεσμα μιας νέας αποφασιστικής σύγκρουσης μεταξύ των δύο πλευρών, αλλά της γερμανικής εισβολής στην Ελλάδα από τις 6 Απριλίου 1941.

Στις 12 Απριλίου το ελληνικό Γενικό Επιτελείο, θορυβημένο από την ταχύτατη προέλαση των Γερμανών, διέταξε την οπισθοχώρηση από την Αλβανία. Οι Ιταλοί κατέλαβαν την Κορυτσά (14 Απριλίου) και έφτασαν στις Πρέσπες (19 Απριλίου).

Μετά τη συνθηκολόγηση της 20ης Απριλίου, πέρασαν σε ελληνικό έδαφος τρεις μέρες αργότερα. Μόνο τότε ο Μουσολίνι ξεκίνησε να κομπάζει για το ιταλικό Mare Nostrum.

SanSimera.gr

3 – 4 Mαρτίου 1913: Η απελευθέρωση Αργυροκάστρου, Δελβίνου και Αγ. Σαράντα στους Βαλκανικούς Πολέμους

Ο Έλληνας Πρωθυπουργός και Υπουργός των Στρατιωτικών Ελευθέριος Βενιζέλος στις 22 Φεβρουαρίου 1913, αμέσως μετά την απελευθέρωση των Ιωαννίνων, ενημέρωσε τον Αρχιστράτηγο Διάδοχο Κωνσταντίνο ότι υπέρτατο πολιτικό συμφέρον καθιστούσε αναγκαία τη συνέχιση της προελάσεως, με μέρος των δυνάμεων, για την απελευθέρωση και της υπόλοιπης Ηπείρου, μέχρι των οριστικών ορίων των εθνικών διεκδικήσεων, ενώ ο όγκος του Στρατού θα συγκεντρωνόταν στη Θεσσαλονίκη για την αντιμετώπιση της απειλής που είχε δημιουργηθεί από τις επεκτατικές βλέψεις των Βουλγάρων.

Τα όρια των εθνικών διεκδικήσεων στην Ήπειρο, σύμφωνα με την επίσημη διακήρυξη της Ελληνικής Κυβερνήσεως περιορίζονταν στην γραμμή: κόλπος του Αυλώνα, Κλεισούρα, λίμνη Αχρίδα.

Μετά την άφιξη του Ελληνικού Στρατού στη γραμμή αυτή, θα έμεναν στην Ήπειρο δύο μεραρχίες για την εκκαθάριση και εξασφάλιση της περιοχής.

Το Γενικό Στρατηγείο, επιθυμώντας να προσαρμόσει τις στρατιωτικές ενέργειες στις νέες πολιτικές και εθνικές ανάγκες, διέταξε την ανασυγκρότηση και αναδιάταξη των δυνάμεων και από τις 28 Φεβρουαρίου άρχισε η προώθηση του Ελληνικού Στρατού προς τις βόρειες περιοχές της Ηπείρου.

Τις πρώτες πρωινές ώρες της 1ης Μαρτίου 1913 η 8η Μεραρχία κινήθηκε προς τα βόρεια, μέσω Καλπακίου, για να λάβει την επαφή με τις τουρκικές δυνάμει, που σύμφωνα με πληροφορίες του 1ου Συντάγματος Ιππικού, είχαν καταλάβει θέσεις στην περιοχή Κτίσματα – Κακαβιά.

Απόσπασμα της Μεραρχίας (15ο Σύνταγμα Πεζικού – δύο πυροβολαρχίες), που κάλυπτε το δεξιό πλευρό της, στις 6 μ.μ. της 2ης Μαρτίου επιτέθηκε εναντίον τουρκικών δυνάμεων στην περιοχή Χρυσόδουλη, οι οποίες μετά τους πρώτους πυροβολισμούς συμπτύχθηκαν προς την κοιλάδα του Δρίνου. Η κύρια φάλαγγα της Μεραρχίας έφτασε στο χωριό Κτίσματα.

Την επομένη, 3 Μαρτίου 1913, η 8η Μεραρχία αφού διέθεσε τάγμα Ευζώνων στην κατεύθυνση προς το Δέλβινο, συνέχισε την προέλαση προς το Αργυρόκαστρο. Στις 11:30 το πρωί το 1ο Σύνταγμα Ιππικού, που κάλυπτε την κίνηση της Μεραρχίας, εισήλθε στο Αργυρόκαστρο, όπου οι Έλληνες κάτοικοι της πόλεως του επιφύλαξαν ενθουσιώδη υποδοχή. Την ίδια μέρα στις 3 μ.μ. εισήλθε στο Δέλβινο και το Τάγμα Ευζώνων.

Την επομένη, 4 Μαρτίου 1913, ο Ελληνικός Στρατός απελευθέρωσε και την κωμόπολη των Αγίων Σαράντα.

Το σύνολο των συλληφθέντων Τούρκων αιχμαλώτων στην περιοχή έφτασε στους 1.500 άντρες περίπου. Ο όγκος του τουρκικού Στρατού που υπολογιζόταν σε δύναμη 8.000 αντρών, συνέχισε την υποχώρηση προς το Τεπελένι.

Πηγή: Ο Βορειοηπειρωτικός Αγώνας (ΔΙΣ/ΓΕΣ)

Βίντεο από τους εορτασμούς για την επέτειο της Απελευθέρωσης των Ιωαννίνων το 1954 και το 1967

21 Φεβρουαρίου 1954

Ο Βασιλιάς Εθνάρχης Παύλος Α’ , η Βασίλισσα Φρειδερίκη και η Αυτού Βασιλική Υψηλότης ο Διάδοχος Κωνσταντίνος, μεταβαίνουν στα Ιωάννινα προκειμένου να παρακολουθήσουν της εκδηλώσεις για την επέτειο της απελευθέρωσης της πόλης, στο περιθώριο των οποίων εγκαινιάζουν Νηπιοκομική Σχολή και Βρεφονηπιακό Σταθμό στο νησί της λίμνης των Ιωαννίνων.

Κατά την διάρκεια της παρέλασης περνούν μπροστά από τους βασιλείς, μεταξύ άλλων, οι βετεράνοι Ήρωες πολεμιστές της Απελευθέρωσης των Ιωαννίνων, καθώς και αναπαράσταση της Ελευθέρας Ελλάδος και της σκλαβωμένης Βορείου Ηπείρου.

20 – 21 Φεβρουαρίου 1967

Περίληψη Εορτασμός της 54ης επετείου της απελευθέρωσης των Ιωαννίνων παρουσία του Βασιλιά Κωνσταντίνου Β΄:

α) άφιξη στην Πρέβεζα, β) υποδοχή στη Φιλιππιάδα, γ) κατάθεση στεφάνου στο Χάνι Εμίν Αγά, δ) άφιξη στα Ιωάννινα, ε) αποκαλυπτήρια ανδριάντα των μαχητών του ελληνοϊταλικού πολέμου 1940-1941 στο Καλπάκι, στ) επίσημο γεύμα του Δημάρχου Ιωαννίνων, ζ) επίσημη δοξολογία στον Μητροπολιτικό Ναό των Ιωαννίνων, η) παρέλαση στα Ιωάννινα.

21 Φεβρουαρίου 1913: Η Απελευθέρωση των Ιωαννίνων

Ο αγώνας για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων υπήρξε η σημαντικότερη στρατιωτική αντιπαράθεση μεταξύ Ελλάδας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στο μέτωπο της Ηπείρου, κατά τη διάρκεια του Α’ Βαλκανικού Πολέμου (5 Οκτωβρίου 1912- 18 Μαΐου 1913).

Η πολεμική αναμέτρηση για την κατάληψη της πρωτεύουσας της Ηπείρου κράτησε σχεδόν τρεις μήνες, από τις 29 Νοεμβρίου 1912 έως τις 21 Φεβρουαρίου 1913, οπότε οι οθωμανικές δυνάμεις παραδόθηκαν στον διάδοχο Κωνσταντίνο, που ηγείτο των ελληνικών όπλων.

Με το ξέσπασμα του Α’ Βαλκανικού Πολέμου, τα ελληνικά στρατεύματα, που είχαν συγκεντρωθεί στην περιοχή της Άρτας υπό τον αντιστράτηγο Κωνσταντίνο Σαπουντζάκη (1846-1931), κράτησαν αρχικά αμυντική στάση, με στόχο να εξασφαλίσουν τη μεθόριο.

Οι ελληνικές δυνάμεις στο μέγεθος μεραρχίας υπολείπονταν των οθωμανικών δυνάμεων, που διέθεταν για την υπεράσπιση της περιοχής δύο μεραρχίες υπό την διοίκηση του Εσάτ Πασά (1862-1952), ενός Οθωμανού στρατηγού που είχε γεννηθεί στα Ιωάννινα.

Το σχέδιο προέβλεπε ότι μετά την ολοκλήρωση των επιχειρήσεων στη Μακεδονία, θα ελευθερώνονταν στρατεύματα για την ανάληψη επιθετικής πρωτοβουλίας στην Ήπειρο.

Αλλά από τις 6 Οκτωβρίου κιόλας άρχισαν οι αψιμαχίες. Γρήγορα, ο ελληνικός στρατός ανέλαβε επιθετικές πρωτοβουλίες και τις επόμενες ημέρες κατέλαβε τη Φιλιππιάδα (12 Οκτωβρίου) και την Πρέβεζα (21 Οκτωβρίου).

Στη συνέχεια κινήθηκε προς την πεδιάδα των Ιωαννίνων, όπου είχε συγκεντρωθεί ο κύριος όγκος των τουρκικών δυνάμεων, που εν τω μεταξύ είχε ενισχυθεί με νέες δυνάμεις από την περιοχή του Μοναστηρίου. Έτσι, εξαιτίας αυτού του γεγονότος, αλλά και των δυσμενών καιρικών συνθηκών, η προέλαση του ελληνικού στρατού ανακόπηκε.

Η κατάληψη των Ιωαννίνων φάνταζε δύσκολή υπόθεση, καθότι ο ελληνικός στρατός έπρεπε να εκπορθήσει τα οχυρά του Μπιζανίου. Ο ορεινός όγκος του Μπιζανίου, που δεσπόζει νότια των Ιωαννίνων, αποτελούσε εξαιρετικά ισχυρή αμυντική τοποθεσία, που επιπλέον είχε ενισχυθεί πρόσφατα με πέντε μόνιμα πυροβολεία, κατασκευασμένα υπό την επίβλεψη γερμανών ειδικών.

Η κυβέρνηση Βενιζέλου επιζητούσε τη γρήγορη απελευθέρωση της Ηπείρου, πριν από τη σύναψη συνθήκης ειρήνης μεταξύ των εμπολέμων στη Συνδιάσκεψη του Λονδίνου, που βρισκόταν σε εξέλιξη. Έτσι, ο στρατός της Ηπείρου ενισχύθηκε με μία ακόμη μεραρχία από τη Θεσσαλονίκη και υπό την ηγεσία του αντιστράτηγου Κωνσταντίνου Σαπουντζάκη ανέλαβε την πρώτη σημαντική επιθετική ενέργεια κατά των οχυρών του Μπιζανίου στις 29 Νοεμβρίου 1912, η οποία απέτυχε προς μεγάλη ανησυχία της ελληνικής κυβέρνησης.

Στις 8 Δεκεμβρίου αποφασίστηκε η αποστολή δύο ακόμη μεραρχιών στην περιοχή, ενώ την επομένη ο διάδοχος Κωνσταντίνος με τηλεγράφημά του προς την πολιτική ηγεσία έθετε θέμα αντικατάστασης του αντιστράτηγου Σαπουντζάκη, τον οποίον χαρακτήριζε «αδέξιον». Το ίδιο βράδυ, το Υπουργικό Συμβούλιο αποφάσισε να αναθέσει την ηγεσία του Στρατού της Ηπείρου στον Κωνσταντίνο, ο οποίος παρά τις αρχικές αντιρρήσεις του δέχτηκε.

Στις 3 Ιανουαρίου 1913 η σχετική διαταγή έφθασε στο Στρατηγείο Ηπείρου, η οποία περιλάμβανε και τη ρητή απαγόρευση προς τον στρατό της Ηπείρου να ενεργήσει οποιαδήποτε επιθετική ενέργεια πριν από την άφιξη του Κωνσταντίνου.

Ένα απρόοπτο γεγονός άλλαξε τη φορά των πραγμάτων. Ένα αυτοκίνητο με δύο άνδρες αυτομόλησε προς τις τουρκικές γραμμές. Ο Σαπουντζάκης, που ήθελε να αποκαταστήσει το στρατιωτικό του γόητρο, εξέφρασε τους φόβους του προς το Υπουργείο Στρατιωτικών ότι οι επιβάτες του αυτοκινήτου θα πρόδιδαν στους Τούρκους τη διάταξη των ελληνικών δυνάμεων και διατύπωσε τη γνώμη ότι μία αιφνιδιαστική επίθεση πριν από την άφιξη του διαδόχου θα απέφερε ουσιαστικά αποτελέσματα.

Το αίτημά του έγινε δεκτό από το επιτελείο και η νέα επίθεση κατά των οχυρών του Μπιζανίου ξεκίνησε το πρωί της 7ης Ιανουαρίου 1913. Οι αμυνόμενοι κατόρθωσαν να αποκρούσουν και αυτή την επίθεση, προκαλώντας απώλειες στους Έλληνες επιτιθέμενους.

Το απόγευμα της 10ης Ιανουαρίου 1913 έφθασε στο μέτωπο ο Κωνσταντίνος, ο οποίος μετά την ενημέρωσή του από τον αντιστράτηγο Σαπουντζάκη, έδωσε εντολή την επόμενη ημέρα για κατάπαυση του πυρός.

Ο νέος αρχηγός βρήκε αποδεκατισμένο τον στρατό, όχι τόσο από τις απώλειες στη μάχη, όσο από τα επακόλουθα του σκληρού χειμώνα (ψύξεις, κρυοπαγήματα) και της υπερκόπωσης των ανδρών. Οι μάχιμοι από 40.000 είχαν περιοριστεί στις 28.000 άνδρες, δύναμη μικρή για τον Κωνσταντίνο, προκειμένου να επιχειρήσει την τρίτη επίθεση για την κατάληψη του Μπιζανίου, που θα σήμαινε και την απελευθέρωση των Ιωαννίνων.

Στις 30 Ιανουαρίου ο Κωνσταντίνος ζήτησε ενισχύσεις, αλλά ο Βενιζέλος που επισκέφθηκε το μέτωπο απέρριψε το αίτημα του, καθώς δεν μπορούσαν να διατεθούν μονάδες από τη Μακεδονία. Το σχέδιο που εκπόνησε ο Κωνσταντίνος και οι επιτελείς του για την εκπόρθηση του Μπιζανίου προέβλεπε την εκδήλωση της κύριας επίθεσης στις 20 Φεβρουαρίου 1913.

Νωρίτερα, στις 17 Ιανουαρίου, με επιστολή του προς τον Εσάτ Πασά τού είχε ζητήσει την παράδοση των Ιωαννίνων για λόγους ανθρωπιστικούς, μιας και η Τουρκία είχε ουσιαστικά χάσει τον πόλεμο. Η απάντηση του Τούρκου διοικητή ήταν αρνητική.

Στις 19 Φεβρουαρίου 1913, την παραμονή της γενικής επίθεσης, ο Κωνσταντίνος με κάποιες ενισχύσεις της τελευταίας στιγμής, διέθετε 41.000 ετοιμοπόλεμους άνδρες και 105 κανόνια, τα οποία άρχισαν να βάλουν με επιτυχία κατά των τουρκικών θέσεων στο Μπιζάνι. Ο Εσάτ Πασάς παρέταξε 35.000 στρατιώτες, άγνωστο αριθμό ατάκτων και 162 κανόνια.

Η γενική ελληνική επίθεση εκδηλώθηκε τις πρωινές ώρες της 20ης Φεβρουαρίου και μέχρι τις πρώτες βραδινές ώρες της ίδιας ημέρας τα ελληνικά στρατεύματα με εφ’ όπλου λόγχη και μάχες εκ του συστάδην είχαν φθάσει στις παρυφές των Ιωαννίνων, στον Άγιο Ιωάννη.

Καθοριστική συμβολή στην εξέλιξη αυτή είχε το 9ο Τάγμα του 1ου Συντάγματος Ευζώνων υπό τον ταγματάρχη Ιωάννη Βελισσαρίου, που υπερκέρασε τις τουρκικές δυνάμεις και βρέθηκε στα μετόπισθεν του εχθρού.

Οι εύζωνες φρόντισαν να καταστρέψουν τα τηλεφωνικά δίκτυα, διακόπτοντας την επικοινωνία της τουρκικής διοίκησης με τον στρατό της, που παρέμενε αποκομμένος, αλλά άθικτος στο Μπιζάνι.

Η παράδοση ήταν πλέον μονόδρομος για τον Εσάτ Πασά. Στις 11 το βράδυ της 20ης Φεβρουαρίου έφθασε στις προφυλακές του 9ου Τάγματος Ευζώνων ένα αυτοκίνητο, στο οποίο επέβαιναν ο επίσκοπος Δωδώνης, ο υπολοχαγός Ρεούφ και ανθυπολοχαγός Ταλαάτ. Έφεραν μαζί τους επιστολή, που υπογραφόταν από τους προξένους στα Ιωάννινα της Ρωσίας, Αυστρο-Ουγγαρίας, Γαλλίας και Ρουμανίας και περιείχε πρόταση του Εσάτ Πασά προς τον Κωνσταντίνο για άμεση και χωρίς όρους παράδοση των Ιωαννίνων και του Μπιζανίου.

Στις 2 π.μ. της 21ης Φεβρουαρίου 1913 οι τρεις απεσταλμένοι, συνοδευόμενοι από τον ταγματάρχη Βελισσαρίου, έφθασαν στο στρατηγείο της 2ας Μεραρχίας. Εκεί περίμεναν την άφιξη ενός αυτοκινήτου, που τους οδήγησε στις 4:30 π.μ. στο χάνι του Εμίν Αγά, όπου έδρευε το ελληνικό στρατηγείο.

Ο Κωνσταντίνος συμφώνησε με το περιεχόμενο της επιστολής και στις 5:30 το πρωί δόθηκε εντολή κατάπαυσης του πυρός σε όλες τις μονάδες. Στη διήμερη μάχη για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων ο ελληνικός στρατός είχε 284 νεκρούς και τραυματίες. Οι απώλειες για τους Τούρκους ήταν 2.800 νεκροί και 8.600 αιχμάλωτοι.

Το πρωί της 22ας Φεβρουαρίου 1913 οι πρώτες μονάδες του ελληνικού στρατού παρέλασαν στην πόλη υπό τις επευφημίες των κατοίκων. Τα Ιωάννινα, μετά από 483 χρόνια δουλείας, ήταν και πάλι ελεύθερα.

Το χαρμόσυνο άγγελμα για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων έγινε αμέσως γνωστό στην Αθήνα, σκορπώντας φρενίτιδα ενθουσιασμού. Ο Γεώργιος Σουρής δημοσίευσε στο Ρωμηό το ακόλουθο ποίημα:

Τα πήραμε τα Γιάννινα
μάτια πολλά το λένε,
μάτια πολλά το λένε,
όπου γελούν και κλαίνε.

Το λεν πουλιά των Γρεβενών
κι αηδόνια του Μετσόβου,
που τα έκαψεν η παγωνιά
κι ανατριχίλα φόβου.

Το λένε χτύποι και βροντές,
το λένε κι οι καμπάνες,
το λένε και χαρούμενες
οι μαυροφόρες μάνες.

Το λένε και Γιαννιώτισσες
που ζούσαν χρόνια βόγγου,
το λένε κι Σουλιώτισσες
στις ράχες του Ζαλόγγου.

Η απελευθέρωση των Ιωαννίνων, πέρα από την εξουδετέρωση κάθε σοβαρής τουρκικής απειλής στην Ήπειρο και την κυρίευση σημαντικού πολεμικού υλικού, είχε επίδραση στο ελληνικό γόητρο, το οποίο μετά την επιτυχία αυτή εξυψώθηκε διεθνώς.

Οι επιχειρήσεις στο Μπιζάνι σήμαναν ουσιαστικά και τη λήξη του Α’ Βαλκανικού Πολέμου στο στρατιωτικό πεδίο. Τις επόμενες ημέρες ο ελληνικός στρατός κινήθηκε βορειότερα και ως τις 5 Μαρτίου 1913 είχε απελευθερώσει τη Βόρειο Ήπειρο.

Πηγή: SanSimera.gr

Φεβρουάριος 1966: Η περιοδεία του Βασιλέως των Ελλήνων Κωνσταντίνου στην Ήπειρο

Τον Φεβρουάριο του 1966 οι Βασιλείς των Ελλήνων Κωνσταντίνος και Άννα – Μαρία πραγματοποίησαν περιοδεία στην Ήπειρο, όπου οι κάτοικοι των πόλεων και των χωριών από τα οποία διήλθαν τους επεφύλαξαν αποθεωτική υποδοχή.

Εικόνες από την Ελλάδα μίας άλλης εποχής…

Αξίζει να σημειωθεί ότι ένα χρόνο πριν τη συγκεκριμένη περιοδεία, στις 21 Φεβρουαρίου 1965, ημέρα των εορτασμών για την επέτειο της Απελευθέρωσης των Ιωαννίνων, ο Βασιλεύς των Ελλήνων Κωνσταντίνος Β’ είχε επισκεφθεί και τότε το συνοριακό φυλάκιο της Κακαβιάς όπου έγραψε το σύνθημα “ΤΑ ΣΥΝΟΡΑ ΔΕΝ ΣΤΑΜΑΤΟΥΝ ΕΔΩ”!

Επίσης σε φωτογραφία από το αρχείο του πρώην Συνταγματάρχη Σπύρου Μούλια, φαίνεται ότι στο φυλάκιο της Κακαβιάς στα μέσα της δεκαετίας του 1960 ήταν γραμμένο και το σύνθημα “ΖΗΤΩ Η ΒΟΡΕΙΟΣ ΗΠΕΙΡΟΣ”.

22 Δεκεμβρίου 1940: Ο Ελληνικός Στρατός απελευθερώνει τη Χιμάρα


Μετά την απελευθέρωση των Αγίων Σαράντα στις 6 Δεκεμβρίου 1940, κατά τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο, του Λουκόβου στις 7 και του Πικέρασι (Πικέρνι) στις 8 του ίδιου μήνα, η 3η Μεραρχία του Ελληνικού Στρατού κινήθηκε βόρεια και στις 13 Δεκεμβρίου είχε φθάσει δυτικά και βορειοδυτικά του Μπόρσι, στην άριστα οχυρωμένη γραμμή, ύψωμα 613 – Μάλι ε Κηπαρόιτ – Μάλι ε Τζόρετ – αυχένας Κούτσι – Μάλι Ιτέρας που υπεράσπιζε η ιταλική μεραρχία Σιένα.  

Το απόσπασμα  Τσακαλώτου προώθησε το Ι/42 τάγμα στην περιοχή Φτέρα – Τζόρα για να αντικαταστήσει την Α΄ Ομάδα Αναγνωρίσεως, το δε ΙΙ/40 στον ορεινό όγκο Μάλι Ιτέρας για να εκβιάσει δι’ υπερκεράσεως τον αυχένα Κούτσι, με κατάληψη του όγκου της Παπαθιάς. 

Στις 15 Δεκεμβρίου οι πρώτες επιθέσεις του 12ου Συντάγματος Πεζικού (Σ.Π.) κατά των υψωμάτων του Κηπαρού απέτυχαν. 
Το ύψωμα 613 καταλήφθηκε  τελικά, μέσα σε χιονοθύελλα και  πολύνεκρο αγώνα εκ του συστάδην, στις 17 Δεκεμβρίου, με αποτέλεσμα ο εχθρός να εγκαταλείψει και το Μάλι Βάριτ βορειότερα.

Στις 19 Δεκεμβρίου κατελήφθησαν, με βαριές απώλειες, από το 6ο Σ.Π. το στρατηγικής σημασίας ύψωμα Γκιάμι (βόρεια του Πανόρμου) και το ύψωμα Τσίπι (βόρεια του Πύλιουρι). Ανατολικότερα καταλαμβάνεται από το απόσπασμα Τσακαλώτου το ισχυρά οργανωμένο ύψωμα Μάλι ε Τζόρετ και ο αυχένας Κούτσι μετά από τριήμερο σκληρό αγώνα που απέφερε στη σημαία του 4ου Σ.Π. χρυσό αριστείο ανδρείας.  

Το 6ο Σύνταγμα που ήλεγχε τις ανατολικές προσβάσεις του ορεινού όγκου του Κηπαρού (Μάλι Κηπαρόιτ) πριν προχωρήσει προς Χιμάρα, έταξε ένα τάγμα στο ύψωμα Τσίπι για να ελέγχει την οδό προς Πύλιουρι ενώ το δεύτερο τάγμα του βάδισε προς απελευθέρωση του χωριού. 

Με τη διάνοιξη της κοιλάδας Σουσίτσα και του υψώματος Τσίπι (βορειοδυτικά της Χιμάρας) στις 21 Δεκεμβρίου, οι Ιταλοί αναγκάστηκαν να εκκενώσουν την πόλη της Χιμάρας το ίδιο βράδυ ενώ λίγο μακρύτερα απελευθερώνονταν το Πύλιουρι. Πλήθος αιχμαλώτων (ανάμεσα τους δύο αντισυνταγματάρχες) και άφθονο υλικό περιέρχονταν στα ελληνικά χέρια αν και οι Ιταλοί είχαν δηώσει και καταστρέψει φεύγοντας ότι μπορούσαν. 

Τη νύχτα του  Σαββάτου 22 Δεκεμβρίου 1940, ελληνικά τμήματα  εισέρχονταν στο κάστρο του Ελληνισμού της Ηπείρου, στην αδούλωτη Χιμάρα και προχωρούσαν προς το Σκουταρά όπου οι Ιταλοί θα προβάλουν σθεναρή αντίσταση. 

Ο Ελληνικός Στρατός εισήλθε στη Χιμάρα με οδηγούς πολλούς ντόπιους Έλληνες: Θανάσης Κούστας, Αντώνης Κοκκαβέσης, Σάββας Πρίφτης, Πολυμέρης Κολιάκης, Π. Μπολάνος, Ν. Μπελέρης, Γ. Δημογιάννης, Σ. Λυκόκας, Γ. Μπρίγκος, Γ. Δήμας, Δ. Ζώτος, Ν. Ντούκος, Γρ. Πρίφτης, Π. Γκόρος κ.α.  
Παράλληλα Χιμαριώτες πήραν τα όπλα και ενίσχυσαν δυναμικά τον Ελληνικό Στρατό στις επιχειρήσεις. 

Την Κυριακή  το πρωί, μετά την πρώτη δοξολογία στην παλιά μονή του Αγίου Κοσμά, λαός και στρατός έψαλαν το «Χριστός Ανέστη» στους Άγιους Πάντες και ας ήταν παραμονές Χριστουγέννων. Ένας μεγάλος χορός αγκάλιασε ντόπιους και ελευθερωτές.

(από το βιβλίο του Κώστα Χατζηαντωνίου: Χιμάρα – Το άπαρτο κάστρο της Βορείου Ηπείρου, στη φωτογραφία από το ψηφιακό αρχείο της ΕΡΤ: Έλληνες στρατιώτες στη Χιμάρα τον Δεκέμβριο 1940)

13 Δεκεμβρίου 1803: Το Ολοκαύτωμα στο Κούγκι

Σαν σήμερα, στις 13 Δεκεμβρίου 1803, ο ιερομόναχος Σαμουήλ, μπροστά στον κίνδυνο να συλληφθεί αυτός και πέντε Σουλιώτες από τους Τουρκαλβανούς του Αλή Πασά, βάζει φωτιά στο βαρέλι με την πυρίτιδα και ανατινάσσονται όλοι μαζί.

Στις 13 Δεκεμβρίου του 1803 το Σούλι ήταν υπό την πολιορκία του Αλή Πασά. Μετά από πολύμηνη άμυνα, οι Σουλιώτες λύγισαν από την πείνα και τις κακουχίες και αναγκάστηκαν να συνθηκολογήσουν. Συμφώνησαν να παραδώσουν τα όπλα τους και να απομακρυνθούν από το Σούλι.

Ο κοσμοκαλόγερος Σαμουήλ έμεινε τελευταίος, μαζί με λίγους συντρόφους του, ηλικιωμένους και βαριά τραυματίες, για να παραδώσουν την μπαρουταποθήκη, που ήταν μέσα στην εκκλησία της Αγίας Παρασκευής, σε έναν βραχότοπο.

Ένας από τους ανθρώπους του Αλή Πασά προκάλεσε λεκτικά τον Σαμουήλ, λέγοντας του: “Πόσα κολαστήρια στοχάζεσαι καλόγερε, θα σε κάμη ο Βεζύρης οπόταν σε βάλει εις το χέρι, από το οποίο και δε γλιτώνεις;”.

Τότε εκείνος του απάντησε: «Δεν είναι άξιος ο Βεζύρης, να πιάση άνθρωπον, όστις εκτός οπού δε φοβάται, γνωρίζει και άλλον δρόμον: του θανάτου…».

Όταν οι άντρες του Αλή πασά έφτασαν στην αποθήκη, ο Σαμουήλ έβαλε φωτιά και μαζί με τους πέντε συντρόφους του ανατινάχθηκαν. Δεν παραδόθηκαν, παρά μόνο στον Θεό. Η αυτοθυσία πέρασε στην ιστορία. Άλλωστε, οι Σουλιώτες ήταν γνωστοί για τον ηρωισμό και τον πατριωτισμό τους.

Η σκηνή της ανατίναξης της αποθήκης στο Κούγκι, αποδίδεται με γλαφυρότητα στο μουσείο κέρινων ομοιωμάτων του Παύλου Βρέλλη στα Γιάννενα:

ΑΝΑΤΙΝΑΞΗ ΚΟΥΓΚΙ

Στη σύνθεση του καλλιτέχνη δεσπόζει η μορφή του καλόγερου Σαμουήλ, λίγο πριν την ανατίναξη. Στο βάθος του χώρου διακρίνεται ένας από τους ανθρώπους του Αλή Πασά, να μεταφέρει ένα από τα βαρέλια που κατέσχεσαν από τους Σουλιώτες….

πηγή: mixanitouxronou.gr

Σελίδα 2 από 5

Υποστηριζόμενο από WordPress & Θέμα από Anders Norén