τοῦ Μάνου Ν. Χατζηδάκη, Προέδρου Δ.Σ. τοῦ Ε.ΠΟ.Κ.
Ἡ Ἀλβανία ἱδρύθηκε ὡς Κράτος τό 1912. Καί συμπεριέλαβε στήν ἐπικράτειά της τό ἑλληνικότατο βόρειο τμῆμα τῆς Ἠπείρου. Καί παρ’ ὅτι τά δικαιώματα τῆς Ἑλλάδος στήν Βόρειο Ἤπειρο ἀναγνωρίσθηκαν διεθνῶς,[1] ἡ Ἑλλάς τέσσαρες φορές ἀπελευθέρωσε τήν Βόρειο Ἤπειρο καί ὅλες ἀναγκάσθηκε νά ἀποσυρθῆ.[2]
Μετά τόν πόλεμο, οἱ σχέσεις ἦσαν ἀνύπαρκτες. Ἡ Ἑλλάς διατήρησε τυπικά τήν “ἐμπόλεμη κατάσταση” μέ τήν Ἀλβανία, ἐνῶ ἡ τελευταία, στήριξε τόν Δ.Σ.Ε. κατά τήν περίοδο τοῦ 1946 – 49 καί φυγάδευσε τά ὑπολείμματά του μετά τήν ἥττα του στόν Γράμμο. Τό κομμουνιστικό καθεστώς τοῦ Enver Hoxha μεθοδευμένα προχωροῦσε στόν συστηματικό ἀφανισμό τοῦ ἑλληνικοῦ στοιχείου τῆς Βορείου Ἠπείρου, ἐνῶ στίς ἀρχές τοῦ 1967 ἀπαγόρευσε κάθε δημόσια θρησκευτική ἐκδήλωση στό κράτος καί ἔκλεισε ὅλες τίς ἐκκλησίες. Ἡ πλήρης ἀπουσία τῆς Ἑλλάδος μέχρι τότε, δέν ἔδινε ἀπολύτως καμμία δυνατότητα ἑλληνικῆς ἀντιδράσεως γιά τήν προάσπιση τῆς Βορείου Ἠπείρου…
“Πρός διάσωση τοῦ Ἑλληνικοῦ στοιχείου”
Στίς 30 Ἰουνίου 1967 -δύο μόλις μῆνες μετά τήν 21η Ἀπριλίου-συγκαλεῖται Διϋπηρεσιακῆ Σύσκεψη γιά τό ζήτημα τῆς Βορείου Ἠπείρου καί τίς ἑλληνοαλβανικές σχέσεις. Προεδρεύει ὁ τότε Ὑπουργός Ἐξωτερικῶν Παῦλος Οἰκονόμου – Γκούρας καί συμμετέχουν ὁ Δ/ντής τῆς ΚΥΠ Ἀλέξανδρος Χατζηπέτρος, ὁ Ὑποδιοικητής τῆς ΚΥΠ Μιχαήλ Ρουφογάλης καί ἐκπρόσωποι τοῦ ΓΕΕΘΑ καί τοῦ Ὑπουργείου Ἐμπορίου. Κατά τό ἄκρως ἀπόρρητο Ὑπηρεσιακό Σημείωμα τῆς 1-7-1967 πού συντάχθηκε ἀπό τήν Α’ Πολιτική Διεύθυνση τοῦ Ὑπ. Ἐξωτερικῶν, διαπιστώθηκε κατά τήν σύσκεψη ἡ τραγική κατάσταση τῶν Ἑλλήνων τῆς Βορείου Ἠπείρου καί ἐπισημάνθηκε ὅτι «παράτασις τῆς ἐκκρεμότητος ἐργάζεται καθ’ ἠμῶν, προετοιμάζει δηλαδῆ μαθηματικῶς ἐξαφάνισιν ἑλληνικοῦ στοιχείου». Ἡ εἰσήγηση τοῦ Ὑπ. Ἐξωτερικῶν κατέληξε σέ δύο πιθανούς τρόπους ἀντιμετωπίσεως τοῦ θέματος:
– Ὁ πρῶτος τρόπος θά ἦταν ἡ συνέχιση τῆς ὀξύτητος μέ παράλληλη προσφυγή μας στόν ΟΗΕ γιά τήν παραβίαση τῶν δικαιωμάτων τῆς ἑλληνικῆς μειονότητος, παρότι αὐτή ἡ προσφυγή «ἐλαχίστας ἔχει ἐλπίδας ἐπιτύχη σκοποῦ».
– Ὁ δεύτερος τρόπος ἦταν μία «προσπάθεια ἐξομαλύνσεως σχέσεων μέ ἐλπίδα ὅτι ἡ παρουσία μας ἐκεῖ θά ἀνακουφίση κάπως καταπιέσεις καί διώξεις ἑλληνικοῦ στοιχείου».
Στήν συζήτηση πού ἀκολούθησε, ὁ εἰσηγητής πρέσβυς Φαίδων Ἄννινος Καβαλιεράτος τόνισε ὅτι τήν ἴδια στιγμή πού ἡ Ἰταλία καί ἡ Γιουγκοσλαυία ἐπιδιώκουν ἀνάπτυξη σχέσεων μέ τήν Ἀλβανία, ἡ Ἑλλάς δέν θά ἔπρεπε νά μείνη ἀπ’ ἔξω. Καί διευκρίνισε ὅτι πρέπει νά προστατευθῆ ἡ μειονότητα μέ τήν παρουσία μας, διότι «χωρίς μειονότητα δέν ὑπάρχει διεκδίκησις».
Ὁ Ὑποδιοικητής τῆς ΚΥΠ Μ. Ρουφογάλης ὅτι ὁποιαδήποτε ἐνέργεια σχέσεων σέ ἐπιμελητηριακό ἐπίπεδο θά πρέπει νά μᾶς δώση τήν δυνατότητα: «…δημιουργίας ἐμπορικῶν πυρήνων ἐν Ἀλβανίᾳ, οἵτινες ἐν μεταμφιέσει θά ἀπετέλουν καί πυρήνας προστασίας τῶν ἑλληνικῶν συμφερόντων».[3]
Ἔτσι, ἐλήφθη ἡ ἀπόφαση διερευνητικῆς κρούσεως σέ ἐπιμελητηριακό ἐπίπεδο γιά ἀποκατάσταση τῶν ἐμπορικῶν συναλλαγῶν. Τόν Νοέμβριο τοῦ 1967, κατόπιν ἐντολῆς τοῦ Ὑπουργείου Ἐμπορίου- ὁ τότε Πρόεδρος τοῦ ΕΒΕΑ, πρότεινε στό Ἐμπορικό Ἐπιμελητήριο τῆς Ἀλβανίας τήν ἀποκατάσταση τῶν ἐμπορικῶν ἀνταλλαγῶν.
Τό κομμουνιστικό καθεστώς τοῦ Enver Hoxha μεθοδευμένα προχωρούσε στόν συστηματικό ἀφανισμό τοῦ ἑλληνικοῦ στοιχείου τῆς Βορείου Ἠπείρου
“Ἡ Β. Ἤπειρος εἰς τούς κόλπους τῆς Μητρός Ἑλλάδος”
Ἐν τῷ μεταξύ, ἀπό τό καλοκαίρι τοῦ 1967 κυκλοφόρησαν ψευδεῖς φῆμες ὅτι ἡ Ἑλλάς σχεδίαζε νά εἰσβάλει στήν Ἀλβανία (πηγή τούς ἦταν τό Βελιγράδι). Αὐτό ὁδήγησε τόν Σεπτέμβριο τοῦ 1967, τόν Enver Hoxha νά ἐκφωνήση προκλητικό λόγο ἐναντίον τῆς Ἑλλάδος καί ὑπέρ… τῆς Τουρκίας.
Μεταστροφή τοῦ κλίματος σηματοδότησε ἡ εἰσβολή τῶν σοβιετικῶν στήν Πράγα τό 1968. Αὐτή ὑπῆρξε καί ἡ ὁριστική ρήξη τῶν Τιράνων μέ τήν Μόσχα. Ἡ Ἀλβανία ἀπεχώρησε καί ἐπισήμως ἀπό τό Σύμφωνο τῆς Βαρσοβίας. Παράλληλα ὅμως ἡ Ἑλλάς πράττει ὅτι μπορεῖ γιά νά ἐνισχύση τό αἴσθημα τῶν Βορειοηπειρωτῶν Ἑλλήνων:
Στίς 29 Νοεμβρίου τοῦ 1968, ὁ Γ.Γ. τοῦ Ὑπουργείου Προεδρίας καί ἀδελφός τοῦ Πρωθυπουργοῦ, Κων/νος Παπαδόπουλος μέ ἔγγραφό του, εἰσηγεῖται τήν καθιέρωση στό Ε.Ι.Ρ. (Ἐθνικό Ἵδρυμα Ραδιοφωνίας), τήν καθιέρωση ἐκπομπῆς Βορειοηπειρωτικοῦ Ἑλληνισμοῦ μέ σκοπό τήν «διατήρησιν καί ἀνύψωσιν τοῦ ἠθικοῦ καί τῶν ἐθνικῶν ἰδεωδῶν τῶν ὑποδούλων».[4] Πρᾶγμα πού ἔγινε.
Καί στίς 26 Ἰουλίου 1969, ὁ Β’ Ἀντιπρόεδρος τῆς Κυβερνήσεως Δημήτριος Πατίλης, ὁμιλώντας στά Ἰωάννινα, ἔλεγε χαρακτηριστικά: «Τό Ἑλληνικόν Ἔθνος, δέν θά ἐγκαταλείψη τήν δι’ εἰρηνικῶν μέσων προσπάθειάν του, ὅπως ἡ Βόρειος Ἤπειρος ἐπανέλθη εἰς τούς κόλπους τῆς Μητρός Ἑλλάδος. Εἶναι ἀδιανόητον, τώρα πού καί οἱ τελευταῖοι μαῦροι ἠλευθερώθησαν, οἱ ἀδελφοί μας Βορειοηπειρώται νά παραμένουν ὑπό τόν ἀλβανικόν ζυγόν…».
“Ἑλληνική ἡ Βόρειος Ἤπειρος, ἀπαράγραπτα τά δικαιώματά μας”
Στίς 21 Ἰανουαρίου 1970 τελικά ὑπεγράφη ἡ πρώτη Διεπιμελητηριακή Ἐμπορική Συμφωνία Ἑλλάδος – Ἀλβανίας, στά πρότυπα ἐκείνης τοῦ 1966 πού δέν εἶχε τεθεῖ σέ ἐφαρμογή. Σέ σχετικές ἀνακοινώσεις τῆς Κυβερνήσεως ἀποσαφηνίσθηκε:
– Ἡ ἑλληνική στάση ἔναντι τῆς Ἀλβανίας δέν ἀλλάζει
– Ἡ ἐμπόλεμος κατάσταση παραμένει ὡς ἔχει
– Τό βορειοηπειρωτικό ζήτημα παραμένει ὑπό διεκδίκηση
Τόν Ἀπρίλιο τοῦ 1970 κυκλοφόρησε στήν Ἑλλάδα μερίμνη τοῦ Πρωθυπουργοῦ Γεωργίου Παπαδοπούλου, τό μνημειῶδες ἔργο τοῦ Θεοφυλάκτου Παπακωνσταντίνου «Πολιτική Ἀγωγή». Σέ αὐτό ἀναφερόταν σαφῶς καί κατά ἐπίσημο τρόπο: «Ἡ Βόρειος Ἤπειρος πρέπει ν’ ἀποδοθῆ εἰς τήν Ἑλλάδα διά λόγους: ἱστορικούς, ἐθνολογικούς, διεθνοῦς ἀναγνωρίσεως καί κεκτημένων δικαιωμάτων».[5]
Στίς 22 Ἀπριλίου 1970 πραγματοποιεῖται ὑπό τήν προεδρία τοῦ Ὑπουργοῦ Ἐξωτερικῶν Παν. Πιπινέλη, μία κρίσιμη Σύσκεψη μέ θέμα τήν Βόρειο Ἤπειρο καί τίς ἑλληνοαλβανικές σχέσεις. Στήν Εἰσηγητική Ἔκθεση ἀναφέρoνται οἱ στόχοι τῆς Κυβερνήσεως Γ. Παπαδοπούλου γιά τήν Βόρειο Ἤπειρο:
«…Ὁ χρόνος δέν ἐργάζεται ὑπέρ ἠμῶν. Ὁ ἑλληνικός πληθυσμός μειοῦται βραδέως, παρά τήν ψυχικήν ἀντίστασίν του. Ἡ προσπάθεια ἐξαλβανισμού εἶναι συστηματική…
Σκοπός ἠμῶν δέον νά εἶναι ἡ κατά τό δυνατόν διατήρησις τῆς ἑλληνικότητος τῶν πληθυσμῶν καί περαιτέρω ἡ ἐπίτευξις ἀναγνωρίσεως μειονοτικῶν δικαιωμάτων…
Ἀπώτερος στόχος ἠμῶν, ἡ ὑπό τῆς Ἀλβανίας χορήγησις αὐτονομίας εἰς τήν Βόρειον Ἤπειρον.
Γιά τούς λόγους αὐτούς ἐπιβάλλεται ἡ ὕπαρξις ἑλληνικῆς παρουσίας…».[6]
Προχωρόντας μέ αὐτήν τήν πολιτική πλέον, γίνονται καί τά ἑπόμενα βήματα: Μέσα Ἀπριλίου 1970 ὑπογράφεται Διατραπεζική Συμφωνία ἐνῶ ἀπό 21 Μαΐου μέχρι 2 Ἰουνίου ἐπισκέπτεται τήν Ἑλλάδα ἀλβανική ἐπιμελητηριακή ἀποστολή καί ἀπό 28 Σεπτεμβρίου μέχρι 5 Ὀκτωβρίου ἑλληνική ἐπιμελητηριακή ἀποστολή ἀνταποδίδει τήν ἐπίσκεψη. Στίς 25 Νοεμβρίου 1970, ἀποκαταστάθηκε καί ἡ τηλεφωνική ἐπικοινωνία μέ τήν Ἀλβανία, μέσω Βελιγραδίου.
Στόν Ἀπολογισμό του γιά τό ἔτος 1970, ὁ Πρωθυπουργός Γεώργιος Παπαδόπουλος θά διεκήρυττε: «Εἰς ὅτι ἀφορᾶ τήν γείτονα Ἀλβανίαν, ἐπιχειρήσαμεν διά τῆς ἀναπτύξεως ἐπιμελητηριακῆς ἀντιπροσωπείας τήν βελτίωσίν του ἀπό τοῦ τελευταίου πολέμου κρατοῦντος κλίματος, προκειμένου νά ἐπιτύχωμεν καί ἐπ’ αὐτῆς τῆς κατευθύνσεως μίαν βελτίωσιν τῶν σχέσεων, ἀνεξαρτήτως τῶν ἀπαραγράπτων δικαιωμάτων τα ὁποῖα παραμένουν ἐπ’ ὠφελεία μας διά τήν Ἑλληνικήν Βόρειον Ἤπειρον».
Ἦταν ἡ πρώτη φορά μετά τόν πόλεμο, πού Ἕλληνας Πρωθυπουργός, διεκήρυττε δημοσίως σέ ἐπίσημο λόγο του, ἐνώπιον ὅλων τῶν ἐκπροσώπων τοῦ ἑλληνικοῦ καί ξένου Τύπου ὅτι ἡ Βόρειος Ἤπειρος εἶναι Ἑλληνική καί ὅτι τά δικαιώματα τῆς Ἑλλάδος ἐπ’ αὐτῆς εἶναι ἀπαράγραπτα!
“Τά δικαιώματά μας διά τήν Ἑλληνικήν Βόρειον Ἤπειρον εἶναι ἀπαράγραπτα. Σκοπός ἡ διατήρησις τῆς ἑλληνικότητος, στόχος ἡ χορήγησις αὐτονομίας εἰς τήν Βόρειον Ἤπειρον”
“Ἡ παρουσία ὑποκαθιστᾶ τήν ἀπουσία”
Ἡ Ἀλβανία εἶχε δείξει δείγματα καλῆς θελήσεως ἔπειτα ἀπό τήν ὑπογραφή τῆς ἐμπορικῆς συμφωνίας: Ὁ Enver Hoxha (Χότζα), ἔδωσε ἔκτοτε γιά πρώτη φορά, ἰδιαίτερη προσοχή στά θέματα τῶν Ἑλλήνων τῆς Β. Ἠπείρου. Μάλιστα, τόν Φεβρουάριο τοῦ 1970, ἔδωσε ὁδηγίες νά ἀνανεωθῆ τό Ἑλληνικό Τυπογραφεῖο τοῦ Ἀργυροκάστρου, στό ὁποῖο τυπωνόταν ἡ ἐφημερίδα τῶν Βορειοηπειρωτῶν «Λαϊκόν Βῆμα». Ἐπίσης τά Τίρανα εἶχαν ἀποδεχθῆ τήν τηλεφωνική σύνδεση, τήν ἐπιστροφή ἑνός ἀεροσκάφους τῆς “Ὀλυμπιακῆς” πού εἶχε ἀπαγάγει ὁ Τσιρώνης, τήν συμμετοχή τῆς Ἀλβανίας στήν Δ.Ε.Θ. καί τήν ἀναγνώριση τῆς ὑπάρξεως ἑλληνικοῦ στοιχείου.
Μέ τήν εἴσοδο στό 1971 ξεκίνησαν ἐπί 5μηνο, διαπραγματεύσεις μεταξύ τοῦ Ἕλληνος καί Ἀλβανοῦ ἀντιπροσώπων στόν ΟΗΕ Δημ. Μπίτσιου καί S. Baholli. Οἱ διαπραγματεύσεις ἀφοροῦσαν τήν ἀποκατάσταση τῶν διπλωματικῶν σχέσεων οἱ ὁποῖες κράτησαν περίπου ἕνα 5μηνο. Τελικά ἡ Ἑλλάς πέτυχε τά ἀκόλουθα:
– Διατήρηση τῆς “ἐμπολέμου καταστάσεως”: Αὐτό εἶχε τεράστια σημασία γιά τήν Ἑλλάδα, διότι ἐξέφραζε τήν διεκδίκηση τῆς Βορείου Ἠπείρου. Ἡ Ἀλβανία ἀπαιτοῦσε ρητή ἄρση τοῦ “ἐμπολέμου” γιά τήν ἀποκατάσταση διπλωματικῶν σχέσεων. Γιά πρώτη φορά παραιτήθηκε ἀπό τήν ἀπαίτηση αὐτή.
– Μή ἀναγνώριση ἑλληνοαλβανικῆς μεθορίου: Ἀκόμη μία ἀπαίτηση τῶν Ἀλβανῶν πού δέν ἔγινε ἀποδεκτή. Ἡ Ἑλλάς δέν ἀνεγνώρισε ὡς μόνιμα τά ἑλληνοαλβανικά σύνορα, διότι διεκδικοῦσε τήν Βόρειο Ἤπειρο.
– Διασφάλιση μειονοτικῶν δικαιωμάτων Β/Ἠπειρωτῶν: Ἡ Ἑλλᾶς ἀρχικά ζήτησε ἀνταλλαγή ἐπιστολῶν πού νά διασφαλίζουν τά δικαιώματα τῶν Ἑλλήνων τῆς Βορείου Ἠπείρου, καθώς καί νά τούς ἐπιτραπῆ νά ἀσκοῦν τά ὀρθόδοξα θρησκευτικά τους καθήκοντα. Τελικά ἡ Ἀλβανία προέβη σέ Δήλωση Σεβασμοῦ Δικαιωμάτων τῆς Μειονότητος. Καί ἡ Ἑλλάς τό πέτυχε αὐτό, χωρίς ἀντίστοιχα νά δεχθῆ ὁποιαδήποτε ἀναφορά σέ “τσάμηδες” ἀπό τήν πλευρά τῆς Ἀλβανίας.[7]
– “Ἡ παρουσία ὑποκαθιστᾶ τήν ἀπουσία”: Ὅπως δήλωνε ὁ Ὑφυπουργός Ἐξωτερικῶν Χρῆστος Ξανθόπουλος – Παλαμᾶς στό ἀνακοινωθέν του: «Ἡ ὑφισταμένη κατάστασις εἰς οὐδέν μετεβλήθη, ἐξ’ ἀπόψεως τῶν θεμελιωδῶν ἑλληνικῶν θέσεων. Μέ μόνην τήν διαφοράν ὅτι ὑποκαθιστᾶ ἡ παρουσία τήν ἀπουσίαν, τήν ἀδιαφορίαν τό ἐνδιαφέρον καί τήν σιωπήν ὁ διάλογος».
Ἔτσι, στίς 6 Μαΐου 1971, πραγματοποιήθηκε γιά πρώτη φορά μετά τόν πόλεμο, ἡ ἀποκατάσταση τῶν διπλωματικῶν σχέσεων Ἑλλάδος – Ἀλβανίας, μέ τό ἑξῆς κοινό ἀνακοινωθέν: «Ἡ Κυβέρνησις τοῦ Βασιλείου τῆς Ἑλλάδος καί ἡ Κυβέρνησις τῆς Λαϊκῆς Δημοκρατίας τῆς Ἀλβανίας, συνεφώνησαν διά τήν ἐγκατάστασιν διπλωματικῶν σχέσεων μεταξύ τῶν δύο χωρῶν καί διά τήν ἀνταλλαγήν διπλωματικῶν ἀντιπροσώπων εἰς τόν βαθμόν τῶν πρέσβεων».
Πολύ χαρακτηριστικό γιά τά ἐπιτεύγματα τῆς ἑλληνικῆς πολιτικῆς τήν περίοδο ἐκείνη εἶναι ὅτι ὁ ἀλβανός ἱστορικός Beqir Meta θεωρεῖ ὅτι ἡ Ἀλβανία προέβη τότε σέ «τεράστιες παραχωρήσεις» ἔναντι τῆς Ἑλλάδος, τίς ὁποῖες ἐπισημαίνει στήν μή ἄρση τοῦ ἐμπολέμου, στήν μή ἀναγνώριση ἑλληνοαλβανικῶν συνόρων καί στήν ἀναγνώριση τῆς ἑλληνικῆς μειονότητος χωρίς παράλληλη ἀναφορά στούς “τσάμηδες”, γεγονότα πού ἔδωσαν στήν ἑλληνική πλευρά «σαφές πλεονέκτημα».[8]
Ἡ Ἀλεξάνδρα Στεφανοπούλου, σέ ἄρθρο της στήν ἐφ. «Ἐλεύθερος Κόσμος» ἔγραφε στίς 8 Μαΐου 1971: «Ἡ κατάληξις πρέπει νά χαιρετισθῆ σάν ἀξιόλογη διπλωματική νίκη τῆς Ἑλλάδος, διότι ὑπάρχει ὠφέλεια χωρίς νά ἐπιβάλλωνται θυσίες… Ἡ ἀποκατάστασις τῶν διπλωματικῶν σχέσεων μεταξύ τῶν δύο χωρῶν πραγματοποιεῖται χωρίς νά θίγωνται αἱ ἐκκρεμότητες πού ὑπάρχουν σχετικά μέ τήν Βόρειο Ἤπειρο… ἡ Ἀλβανία ἀναγνωρίζει τήν ὕπαρξιν τοῦ Ἑλληνικοῦ στοιχείου στήν Βόρειο Ἤπειρο καί θά τοῦ παρέχη τά ἀπαιτούμενα δικαιώματα γιά τήν γλῶσσα, τή θρησκεία, τήν ἐκπαίδευσι κ.λπ….».
“Ἡ παρουσία ὑποκατέστησε τήν ἀπουσία καί τήν ἀδιαφορία ὑποκατέστησε τό ἐνδιαφέρον”
Ἀκολούθως, στίς 19 Ἰουνίου 1971 ἀνακοινώθηκε ἡ ἔναρξη ταχυδρομικῆς καί τηλεγραφικῆς ἐπικοινωνίας μέ τήν Ἀλβανία μεσω Γιουγκοσλαυίας. Τόν Σεπτέμβριο τοῦ 1971 ὑπῆρχε γιά πρώτη φορά συμμετοχή τῆς Ἀλβανίας στήν Δ.Ε.Θ., ἐνῶ τόν Ὀκτώβριο ἀρχίζουν συνομιλίες γιά ἐμπορικά θέματα. Καί τόν Νοέμβριο τοῦ 1971 ἀνταλλάσσονται πρέσβεις στήν Ἀθήνα καί τά Τίρανα.
Στήν ἐτήσια Ἔκθεση τοῦ Ὑπουργείου Ἐξωτερικῶν γιά τά πεπραγμένα τοῦ ἔτους 1971 ἀναφερόταν: «…Ἡ κυβερνητική πρωτοβουλία, χωρίς νά γίνη μεταβολή εἰς τήν ἐθνικήν πολιτικήν θέσεως ἐπί τοῦ Βορειοηπειρωτικοῦ, ἀνασυνδέσεως τῶν διπλωματικῶν σχέσεων μετά τῶν Τιράνων καί ἐντυπωσίασεν καί ἀσφαλῶς ὑπηρέτησεν καλλίτερον τούς σκοπούς μας».9]
Ἑλλαδική παρουσία στήν Βόρειο Ἤπειρο
Ἀπό τόν Ἀπρίλιο τοῦ 1941 πού ἀποχώρησε ὁ Ἑλληνικός Στρατός, ἡ Βόρειος Ἤπειρος εἶχε νά ἀντικρύση Ἑλλαδική παρουσία. Τόν Ἀπρίλιο τοῦ 1972 γιά πρώτη φορά μετά ἀπό 31 χρόνια, Ἕλληνας ἐπίσημος περιόδευσε τήν Βόρειο Ἤπειρο!
Πράγματι ὁ Ἕλληνας πρέσβυς Δημήτριος Καραγιάννης περιόδευσε σέ ὅλη τήν Βόρειο Ἤπειρο. Ἐπισκέφθηκε τό Ἀργυρόκαστρο, τούς Ἁγίους Σαράντα, τήν Χειμάρα. Καί συναντήθηκε μέ ὅλους τούς ἐκπροσώπους τῶν βορειοηπειρωτῶν. Τήν ἴδια περίοδο τό Ὑπουργεῖο Ἐξωτερικῶν της Ἑλλάδος διερευνοῦσε τήν λήψη τῶν ἑλληνικῶν τηλεοπτικῶν σταθμῶν στήν Βόρειο Ἤπειρο καί διαπίστωνε ὅτι ἀπό τόν ἀναμεταδότη τῆς Κερκύρας ἡ λήψη ΕΙΡΤ καί ΥΕΝΕΔ ἦταν θαυμάσια μέχρι Κορυτσᾶς καί ἀρκετά ἱκανοποιητική μέχρι τό Δυρράχιο.[10] Στήν συνέχεια, τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1972 ὑπογράφηκαν καί οἱ πρῶτες διακρατικές συμφωνίες Ἐμπορίου καί Πληρωμῶν.
Τόν πρέσβυ Καραγιάννη, διαδέχθηκε στίς ἀρχές τοῦ 1973 ὁ πρέσβυς Φραντζεσκάκης. Κατά μαρτυρία τοῦ τελευταίου πρός τόν πρέσβυ τῶν ΗΠΑ στήν Μόσχα, στίς 12 Μαρτίου 1973 ἔλαβε ἐντολῆ νά ἐπισκεφθῆ τά χωριά τῆς Βορείου Ἠπείρου καί νά διαπιστώση τί εἶχε συμβεῖ μέ τούς 250.000 Ἕλληνες πού ὑπῆρχαν προπολεμικά καί σύμφωνα μέ τίς πληροφορίες εἶχαν μειωθεῖ σέ 60.000.[11]
Τόν Αὔγουστο τοῦ 1973 ὑπογράφηκε καί συμφωνία τῆς ΔΕΗ μέ τόν ἀντίστοιχο ὀργανισμό τῆς Ἀλβανίας γιά διασύνδεση τῶν ἠλεκτρικῶν δικτύων τῶν δύο χωρῶν. Ἡ Ἑλληνική Κυβέρνηση ἔλαβε δραστήριο ρόλο μεσολαβητοῦ γιά τήν ἐξομάλυνση τῶν σχέσεων Οὐάσιγκτων – Τιράνων, ὑποκλέπτωντας τόν προνομιοῦχο ρόλο ἀπό τήν Ρώμη καί τό Βελιγράδι. Γεγονός πού δέν ἄρεσε καθόλου στίς ΗΠΑ.
Πρός κίνημα ἀπελευθερώσεως τῆς Βορείου Ἠπείρου
Ὅπως εἴδαμε, στίς 30 Ἰουλίου 1967 στήν πρώτη Διϋπηρεσιακή Σύσκεψι γιά τό ζήτημα τῆς Βορείου Ἠπείρου, διαπιστώθηκε ὅτι «παράτασις τῆς ἐκκρεμότητος ἐργάζεται καθ’ ἠμῶν, προετοιμάζει δηλαδῆ μαθηματικῶς ἐξαφάνισιν ἑλληνικοῦ στοιχείου». Καί κατέληξε ὅτι ἔπρεπε ἐπειγόντως νά γίνη «προσπάθεια ἐξομαλύνσεως σχέσεων μέ ἐλπίδα ὅτι ἡ παρουσία μας ἐκεῖ θά ἀνακουφίση κάπως καταπιέσεις καί διώξεις ἑλληνικοῦ στοιχείου» καί προσθέτοντας: «χωρίς μειονότητα δέν ὑπάρχει διεκδίκησις».
Τόν Ἀπρίλιο τοῦ 1968, ὁ Γεώργιος Παπαδόπουλος ἀνέθεσε στό Κέντρο Πολιτικῶν Μελετῶν[12] μελέτη μέ θέμα: «Ὀργάνωσις Ἀπελευθερωτικοῦ Ἀγῶνος γιά τήν Βόρειον Ἤπειρον». Ἡ μελέτη ἐκείνη, διερευνοῦσε τήν δυνατότητα ὀργανώσεως ἐπαναστατικοῦ κινήματος στήν Βόρειο Ἤπειρο, τό ὁποῖο θά πετύχη τήν «αὐτονομίαν, ἀνεξαρτησίαν ἤ ἕνωσιν μέ τήν Ἑλλάδα».[13] Κατά τήν ΚΥΠ, ἡ ἀνάπτυξη σχέσεων σέ ἐπιμελητηριακό ἐπίπεδο θά ἔδινε τήν δυνατότητα στήν Ἑλλάδα: «…δημιουργίας ἐμπορικῶν πυρήνων ἐν Ἀλβανίᾳ, οἵτινες ἐν μεταμφιέσει θά ἀπετέλουν καί πυρήνας προστασίας τῶν ἑλληνικῶν συμφερόντων».[14]
Στά πλαίσια αὐτῆς τῆς τακτικῆς, στίς 21 Ἰανουαρίου 1970 ὑπογράφηκε ἡ πρώτη Διεπιμελητηριακή Ἐμπορική Συμφωνία Ἑλλάδος – Ἀλβανίας, μέ τήν ἐμφαντική διακήρυξι τοῦ Πρωθυπουργοῦ ὅτι αὐτό γίνεται «ἀνεξαρτήτως τῶν ἀπαραγράπτων δικαιωμάτων τά ὁποῖα παραμένουν ἐπ’ ὠφελεία μας διά τήν Ἑλληνικήν Βόρειον Ἤπειρον».
Τρεῖς μῆνες μετά -στίς 22 Ἀπριλίου 1970- ἔγινε μία κρίσιμη σύσκεψη γιά τό Βορειοηπειρωτικό, ὑπό τήν προεδρία τοῦ Ὑπουργοῦ Ἐξωτερικῶν, ὅπως ἀναφέρεται παραπάνω. Σέ αὐτήν ἀποφασίζονται τά ἑξῆς:
– Διαπίστωση: «Ὁ χρόνος δέν ἐργάζεται ὑπέρ ἠμῶν. Ὁ ἑλληνικός πληθυσμός μειοῦται βραδέως».
– Σκοπός: «διατήρησις τῆς ἑλληνικότητος τῶν πληθυσμῶν καί περαιτέρω ἡ ἐπίτευξις ἀναγνωρίσεως μειονοτικῶν δικαιωμάτων».
– Ἀπώτερος στόχος: ἡ ὑπό τῆς Ἀλβανίας χορήγησις αὐτoνομίας εἰς τήν Βόρειον Ἤπειρον».
– Πρῶτο βῆμα: «ἡ ὕπαρξις ἑλληνικῆς παρουσίας» στήν Βόρειο Ἤπειρο.[15]
Ἔτσι υἱοθετήθηκε ἡ πολιτική τῆς «παρουσίας πού ὑποκαθιστᾶ τήν ἀπουσία» καί στίς 6 Μαΐου 1971, ἀποκαθίστανται οἱ διπλωματικές σχέσεις, μέ διατήρηση τοῦ ἐμπολέμου, μή ἀναγνώριση συνόρων καί διασφάλιση ἀναγνωρίσεως τῆς ἑλληνικῆς μειονότητος.
Ἡ ἑλληνική ἡγεσία ἔβλεπε τήν Πρεσβεία στά Τίρανα στόν ἴδιο ρόλο πού διεδραμάτισαν τά Προξενεῖα τῆς Ἑλλάδος σέ Μοναστηρι καί Θεσσαλονίκη κατά τόν Μακεδονικό Ἀγώνα. Τόν Ἀπρίλιο τοῦ 1972 -γιά πρώτη φορά μετά ἀπό τρεῖς δεκαετίες- ἐπίσημος ἐκπρόσωπος τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους περιόδευε στήν Βόρειο Ἤπειρο, γεγονός πού ἀνέβασε τό ἠθικό τοῦ ἐκεῖ ἑλληνισμοῦ. Καί τόν Μάρτιο τοῦ 1973 ὁ νέος πρέσβυς Φραντζεσκάκης ἔλαβε ἐντολή νά ἐπισκεφθῆ καί πάλι τήν Βόρειο Ἤπειρο καί νά διερευνήση ποιά ἦταν ἡ κατάσταση τοῦ ἑλληνικοῦ πληθυσμοῦ.
Οἱ ὑπάλληλοι πού στελέχωσαν τήν πρεσβεία καί μέλη τῶν ἐμπορικῶν ἀντιπροσωπειῶν ὑπῆρξαν δραστήριοι ἀξιωματικοί καί πράκτορες τῆς ΚΥΠ μέ σκοπό τήν ὀργάνωση πυρήνων αὐτοαμύνης τῶν Βορειοηπειρωτῶν, μέ μυστική βοήθεια τῆς Ἑλλάδος.[16]
Ἐπρόκειτο γιά μία ἀκόμη ἀξιόλογη ἐθνική προσπάθεια ἡ ὁποία ἀνεκόπη τόν Νοέμβριο τοῦ 1973 ἀπό τό καθεστώς Ἰωαννίδη…
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
[1] Τά ἑλληνικά δικαιώματα στήν Βόρειο Ἤπειρο ἀναγνωρίσθηκαν μέ τό Πρωτόκολλο τῆς Κερκύρας τό 1914. Ἡ Ἀλβανική Βουλή τό 1916 ἀναγνώρισε τόν ἑλληνικό χαρακτήρα τῆς Β. Ἠπείρου. Τό ἴδιο καί ἡ Ἰταλία μέ τήν συμφωνία Τίτονι – Βενιζέλου τό 1919, οἱ Μ. Βρεταννία – ΗΠΑ – Γαλλία μέ τό “μεμοράντουμ” τῆς 9 – 12 – 1919 καί ἡ Γερουσία τῶν ΗΠΑ στίς 17 – 5 – 1920.
[2] Πρώτη: Στίς ἀρχές τοῦ 1913 κατά τόν Α’ Βαλκανικό Πόλεμο. Δεύτερη: Τόν Φεβρουάριο τοῦ 1914 μέ τήν ἐπανάσταση τοῦ Γ. Χρηστάκη – Ζωγράφου καί τό αὐτόνομο κράτος τῆς Βορείου Ἠπείρου. Τρίτη: Τήν περίοδο 1914 – 1917 κατά τόν Α’ Π.Π. Τέταρτη: Κατά τόν ἑλληνοϊταλικό πόλεμο τοῦ 1940 – 1941
[3] ΙΑΥΕ ΑΑΛ40/1966-1968, φάκελος 2ος (Σωτ. Βαλντέν «Παράταιροι Ἑταῖροι»)
[4] ΙΑΥΕ ΑΑΛ40-100/1966-1968, φάκελος 2ος (Σωτ. Βαλντέν «Παράταιροι Ἑταῖροι»)
[5] «Πολιτική Αγωγή», σελ. 482
[6] ΙΑΥΕ ΑΑΛ40/1969-1970, φάκελος 2ος (Σωτ. Βαλντέν «Παράταιροι Ἑταῖροι»)
[7] ΙΑΥΕ ΑΑΛ40/1971, φάκελος 4ος (Σωτ. Βαλντέν «Παράταιροι Ἑταῖροι»)
[8] «Albania and Greece 1949 – 1990: The elusive Peace», σελ. 181-2, 185
[9] «Απολογισμός 1971 – Ανατολικός Κόσμος», Α’ Διεύθυνσις Πολιτικών Υποθέσεων Υπ. Εξ. 11-1-1972 ΙΑΥΕ, Φ.0441/1973 (Σωτ. Βαλντέν «Παράταιροι Ἑταῖροι»)
[10] Σημείωμα Α’ Πολιτικῆς Διευθύνσεως Ὑπ. Ἐξωτερικῶν, 14/4/1972, ΙΑΥΕ Φ. 2221, 42/1972/34 (Σωτ. Βαλντέν «Παράταιροι Ἑταῖροι»)
[11] Τηλεγράφημα πρεσβείας ΗΠΑ στήν Μόσχα πρός State Department 02643, A/NRA-AAD
[12] Πρόκειται γιά ἐπιτελεῖο πού εἶχε συγκροτηθῆ τόν Αὔγουστο τοῦ 1967 ὑπό τήν αἰγίδα τῆς ΚΥΠ γιά ἀνάθεση μελετῶν πολιτικῶν ζητημάτων λεπτοῦ χειρισμοῦ. Ἀπευθυνόταν ἀπ’ εὐθείας πρός τόν Πρωθυπουργό, ὁ ὁποῖος εἶχε τήν κωδική ὀνομασία «Λωτός» καί σύνδεσμος ἦταν ὁ ἀξιωματικός τῆς ΚΥΠ Δημ. Πηλίτσης.
[13] Ἡ Ἔκθεση στό ἀρχεῖο τοῦ συγγραφέως.
[14] ΙΑΥΕ ΑΑΛ40/1966-1968, φάκελος 2ος (Σωτ. Βαλντέν «Παράταιροι Ἑταῖροι»)
[15] ΙΑΥΕ ΑΑΛ40/1969-1970, φάκελος 2ος (Σωτ. Βαλντέν «Παράταιροι Ἑταῖροι»)
[16] Ὅπως εἶναι εὔλογο, ὀνόματα δέν εἶναι δυνατόν νά δοθοῦν στήν δημοσιότητα γιά εὐνόητους λόγους…
Αφήστε μια απάντηση