Παραμονές Πρωτοχρονιάς, την 31η Δεκεμβρίου 1999, διάλεξε να ταξιδέψει στην Βασιλεία των Ουρανών ο Παναγιώτης Μάρτος. 23 χρόνια κλείνουν εφέτος από την ημέρα που λαοθάλασσα συγγενών και φίλων από το Κακοδίκι την πόλη του Δελβίνου κι από άλλα χωριά του έδωσαν τον τελευταίο αποχαιρετισμό, για να μείνει όμως πάντα στις καρδιές τους, στις καρδιές όλων μας, ο άξιος καθηγητής της Λογοτεχνίας, ο πρώτος Πρόεδρος της Ομόνοιας για το Παράρτημα του Δελβίνου, το μέλος του Γενικού Συμβουλίου και Προεδρείου, ο Πρόεδρος του Συλλόγου Συνταξιούχων Δασκάλων Νομού Δελβίνου, ένας από τους Πέντε ηγέτες της Ομόνοιας της περίφημης δίκης παρωδίας των Τιράνων, ο εξαίρετος αγωνιστής για τα δίκαια του Βορειοηπειρωτικού Ελληνισμού.
Μια δίκη, που κράτησε αγέρωχη στάση και που όταν τον ρώτησε ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου αν συμφωνεί με τα στοιχεία και το κατηγορητήριο του απάντησε: «Ποια στοιχεία κ. πρόεδρε. Εμένα με τρέλαναν επειδή δε συμφωνούσα με τα στοιχεία τους. Συμφωνώ με τις πληγές και τα σημάδια που άφησαν πάνω στο σώμα μου ο βούρδουλας των ανακριτών σας» και έδειξε στο δικαστικό σώμα τα πληγωμένα πόδια του.
Τον άνθρωπο που τον κλείσανε μέσα σ’ ένα κελί φέρετρο, χωρίς θυρίδα αερισμού, για μέρες κι εβδομάδες, ώσπου τον τρέλαναν, για να παίζουν οι έξι δεσμοφύλακες που φρουρούσαν επάγρυπνοι, ανά δύο, σε τρεις βάρδιες τους πέντε κρατούμενους στα μπουντρούμια της ΣΙΚ, να δέρνουν έναν άρρωστο, γιατί τους χαλούσε την ησυχία με τις φωνές του.
Ήταν στις δόξες του το Παράρτημα Ομόνοιας Δελβίνου, όταν ήταν Πρόεδρό του ο Παναγιώτης Μάρτος, γιατί τόσο πολύ την αγάπησε, που τόσο πολύ την αγκάλιασε. Ή όπως έγραφε ο ίδιος: «Ομόνοια σε γνώρισα, Ομόνοια δε είδα/ στο Μέγαρο των δικαστών, ανακριτών πυξίδα…». Αυτός έστειλε μερικά λεωφορεία με δεκάδες πιστούς, μαζί με το Παράρτημα των Αγίων Σαράντα, με προορισμό το Αργυρόκαστρο σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την απέλαση του Αρχιμανδρίτη Χρυσόστομου Μαΰδώνη.
Αυτός «έκλεψε» από το αρχείο του κράτους βαρυσήμαντα ντοκουμέντα που αποδεικνύουν την αρχαιότητα του Βορειοηπειρωτικού Ελληνισμού (όπως είναι στην πραγματικότητα), μερικά από τα οποία τα καθρέφτισε στον μειονοτικό τύπο «Φωνή της Ομόνοιας» και «Λαϊκό Βήμα», πράγμα που ταρακούνησε τους Αλβανούς εθνικιστές, που διαλαλούσαν ότι είμαστε ερχόμενοι εργάτες του Αλή Πασά, και έβαλαν σε κίνηση το παρακράτος για να συμβούν τα επακόλουθα με την «Νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου» και την Δίκη των Πέντε της Ομόνοιας.
Είναι ο πρωτεργάτης για το άνοιγμα του ελληνικού σχολείου στην πόλη του Δελβίνου. Του έκαναν πιέσεις, του έβαλαν βαριά πρόστιμα. Δεν υπέκυψε, γιατί όπως έλεγε ο ίδιος: «Δεν κάνομε κάτι το παράνομο. Μέσα στα πλαίσια των δικαιωμάτων που προβλέπουν οι Διεθνείς Συμβάσεις, κινούμαστε. Αυτό επιθυμεί και ο αλβανικός λαός».
Οι αρετές του, οι αξίες του, ο αγώνας του, η προσφορά του, κάθε χρόνο και αποθανατίζονται. Κάθε χρόνο και αναγνωρίζονται. Κάθε χρόνο και γιγαντώνονται. Γιατί, θέλομε δεν θέλομε ο Παναγιώτης Μάρτος, μπήκε στην ιστορία.
Τα πάθη και τα βασανιστήριά του του ο αείμνηστος Παναγιώτης τα αποθανάτισε στο «Ημερολόγιο της Κόλασης», όπου ανάμεσα στ’ άλλα γράφει:«…Θα δω το μνήμα του πατρός, μοναστηριού μας φέξη,βρυχή και πόνο της καρδιάς… δεν μπόρεσε ν’ αντέξει.Εκεί θα πάω ένα πρωί ν’ ανάψω το καντήλιστο κόνισμα της Παναγιάς, στα δάκρυα του Απρίλη…»
του Β. Παπαχρήστου
Αφήστε μια απάντηση