Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Νικόλαος γεννήθηκε στό Μέτσοβο ἀπό εὐσεβεῖς γονεῖς. Ἔζησε σέ μιά περίοδο δύσκολη καί ταραγμένη, ἀφοῦ μετά τήν ἀποτυχία τῶν ἐπαναστατικῶν κινημάτων τοῦ Μητροπολίτου Τρίκκης Διονυσίου τοῦ Φιλοσόφου, οἱ διώξεις καί οἱ πιέσεις τῶν Μουσουλμάνων κατά τῶν χριστιανῶν, εἶχαν φτάσει στό ἀποκορύφωμά τους.

Νέος στήν ἡλικία ἀναχώρησε γιά τά Τρίκαλα, ὅπου ἐργαζόταν ὡς ὑπάλληλος σέ τούρκικο ἀρτοπωλεῖο. Ὕστερα ἀπό λίγο χρονικό διάστημα, οἱ Τοῦρκοι, χρησιμοποιώντας τρομοκρατικές μεθόδους, τόν ἀνάγκασαν νά ἐξισλαμιστεῖ. Γρήγορα, ὅμως, συναισθάνθηκε τό ἁμάρτημα τῆς ἀποστασίας καί ἐπέστρεψε στό Μέτσοβο, ὅπου ζοῦσε αὐστηρή χριστιανική ζωή.

Ἡ φτώχεια, ὅμως, καί οἱ δύσκολες συνθῆκες διαβιώσεως, πού ἐπικρατοῦν αὐτή τήν περίοδο στό Μέτσοβο, ἀναγκάζουν τόν Νικόλαο νά ξαναπάει στά Τρίκαλα, γιά νά πουλήσει δαδί. Ἐκεῖ, ἔγινε ἀντιληπτός ἀπό κάποιον Τοῦρκο κουρέα, πού γειτόνευε μέ τόν ἀρτοποιό, στόν ὁποῖο ἐργαζόταν ὁ Ἅγιος.

Ὁ Τοῦρκος κουρέας συλλαμβάνει τόν Νικόλαο, τόν σέρνει βίαια στόν δρόμο, καί τόν βρίζει δημόσια, γιατί πρόδωσε τό Ἰσλάμ, καί ἔγινε πάλι χριστιανός. Ὁ Νικόλαος, ἐπειδή φοβήθηκε τίς συνέπειες, ἔδωσε στόν Τοῦρκο κουρέα τό φόρτωμα τοῦ δαδιοῦ καί δεσμεύτηκε μαζί του νά τοῦ φέρνει κάθε χρόνο ἀπό ἕνα φόρτωμα δαδί. Μετά τή συμφωνία αὐτή, ὁ Τοῦρκος ἄφησε ἐλεύθερο τόν Νικόλαο.

Ἐπιστρέφοντας, ὅμως, στό Μέτσοβο ὁ Νικόλαος, ἔκανε αὐστηρή αὐτοκριτική καί μετανόησε γι᾿ αὐτή του τή συμπεριφορά. Μέ αὐτοπεποίθηση ὁ Νικόλαος ἐξομολογήθηκε σέ κάποιον πνευματικό καί ἄρχισε νά ἐπιζητεῖ τό μαρτύριο.  Ὁ ἔμπειρος, ὅμως, πνευματικός ἔχοντας ὑπόψη του τή συναισθηματική ἀστάθεια τοῦ Νικολάου, τόν συμβουλεύει νά ἀφήσει πρός τό παρόν τούς ὑψηλούς αὐτούς στόχους, ἐπειδή φοβόταν μήν ὑποπέσει σέ δεύτερη ἄρνηση τῆς πίστεως.

Ὁ Νικόλαος, ὅμως, μένει σταθερός στή μεγάλη του ἀπόφαση. Ὁ πνευματικός, βλέποντας τό σταθερό καί ἀμετακίνητο φρόνημα τοῦ Νικολάου, τόν εὐλόγησε καί τόν ἄφησε νά πορευτεῖ στό μαρτύριο.

Γι᾿ αὐτό, τήν ἑπόμενη χρονιά πού ἦλθε στά Τρίκαλα, δέν ἔφερε στόν Τοῦρκο τό φορτίο πού εἶχε ὑποσχεθεῖ. Ὀργισμένος ὁ Τοῦρκος τόν κατήγγειλε καί ὁ Νικόλαος ὁδηγήθηκε στόν κριτή, ὅπου μέ θάρρος καί σθένος ὁμολόγησε τήν πίστη του στόν Χριστό.

Ὅταν ὁ κριτής κατάλαβε ὅτι οὔτε μέ κολακεῖες, οὔτε μέ ἀπειλές μποροῦσε νά τόν μεταπείσει, διέταξε νά βασανισθεῖ σκληρά καί νά τόν ρίξουν στή φυλακή, ὅπου καρτερικά ὑπέμεινε τό μαρτύριο τῆς πείνας καί τῆς δίψας. Ὅταν γιά δεύτερη φορά ὁδηγήθηκε στήν ἀνάκριση, ἀποδείχθηκε ἀσάλευτος στήν πίστη. Τότε οἱ Τοῦρκοι ὀργισμένοι παίρνουν τήν ἀπόφαση νά τόν ρίξουν στή φωτιά.

Μέ ἐντολή τους ἀνάβεται μεγάλη φωτιά στήν κεντρική ἀγορά τῶν Τρικάλων, πάνω στήν ὁποία μέ μανία καί πάθος ρίχνουν τόν Νικόλαο. Ὁ Ἅγιος μέ θαυμαστή γαλήνη καί ἡρεμία ἀντιμετώπισε τό μαρτύριο, δοξολογώντας μάλιστα τόν Χριστό, γιατί ἀξιώθηκε νά ἀτιμαστεῖ καί νά θανατωθεῖ γιά χάρη Του.

Ἔτσι, τή 17η Μαΐου 1617 ὁ Νεομάρτυς Νικόλαος παρέδωσε τήν ἁγιασμένη του ψυχή στόν Ἀρχηγό τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου.

Τό βράδυ τῆς μαρτυρικῆς αὐτῆς ἡμέρας, κάποιος πιστός κεραμοποιός, ἀπό εὐλάβεια κινούμενος, ἀφοῦ ἔδωσε ἀρκετά χρήματα στούς Τούρκους φύλακες πού ἀγρυπνοῦσαν στόν τόπο τοῦ μαρτυρίου, ἀγόρασε τήν κάρα τοῦ Νεομάρτυρος, πού εἶχε μερικές βλάβες στό σημεῖο τῶν κροτάφων ἀπό τή φωτιά. Ἐπειδή, ὅμως, φοβόταν τούς Τούρκους, ἔκρυψε τήν κάρα σέ τοῖχο τοῦ σπιτιοῦ του, χωρίς κανένας νά γνωρίζει αὐτή του τήν ἐνέργεια.

Μετά τόν θάνατο τοῦ κεραμοποιοῦ, τό σπίτι ἀγοράστηκε ἀπό κάποιον πού ὀνομαζόταν Μέλανδρος. Αὐτός, δέν γνώριζε ἀπολύτως τίποτε γιά τόν μεγάλο θησαυρό πού κρυβόταν στόν τοῖχο τοῦ σπιτιοῦ του. Τίς βραδυνές ὥρες τῆς 17ης Μαΐου 1618 εἶδε νά λάμπει φῶς στό σημεῖο ἐκεῖνο τοῦ τοίχου καί κατά τή διάρκεια τοῦ ὕπνου, δέχτηκε τήν πληροφορία ὅτι στό σημεῖο αὐτό, βρίσκεται κρυμμένη ἡ Κάρα τοῦ Νεομάρτυρος Νικολάου.

Τό πρωΐ, ἄνοιξε τό μέρος ἐκεῖνο τοῦ τοίχου καί βρῆκε τήν Ἁγία Κάρα. Ὅμως, ἐπειδή ἔκρινε τόν ἑαυτό του ἀνάξιο νά κρατάει ἕναν τόσο μεγάλο θησαυρό, τή δώρησε στήν Ἱερά Μονή Βαρλαάμ τῶν Μετεώρων, ὅπου εἶχε ἀδελφό μοναχό, γιά μνημόσυνο αἰώνιο δικό του καί τῶν γονέων του.

Ἐκεῖ φυλάσσεται ἡ κάρα τοῦ Ἁγίου μέχρι σήμερα μέ ἐξαίρετη εὐλάβεια σέ ὀκτάπλευρο ἀσημένιο κουτί καί γεμίζει τόν τόπο μέ ξεχωριστή εὐωδία διαρκείας, πού τήν αἰσθάνεται ἔντονα ὁ κάθε προσκυνητής. Ἡ Κάρα τοῦ Νεομάρτυρος, τόσο παλιότερα ὅσο καί σήμερα θαυματουργεῖ. Δέκτες τῆς θαυματουργικῆς δυνάμεως εἶναι ὅλοι οἱ χριστιανοί, πού προσέρχονται μέ πίστη.

Ἐκτός ἀπό τήν Ἁγία Κάρα, σώζονται τεμάχια τῶν χεριῶν τοῦ Ἁγίου στήν Ἱερά Μονή Ἐλεούσης Ἰωαννίνων καί στόν Ναό τοῦ Ἁγίου Νικολάου Σκαμνελίου Ἰωαννίνων, καθώς καί δόντι τοῦ Ἁγίου στήν Ἱερά Μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου Μετσόβου.