Τα παλαιότερα έγγραφα που φωτίζουν τη ζωή της εκκλησίας της Υπεραγίας Θεοτόκου Ελεούσας των Κυνοπιαστών του πρώην Δήμου Αχιλλείων Κέρκυρας, βρίσκονται στα Αρχεία Κέρκυρας (1).
Χρονολογούνται από το 1542, και τα μέλη της ντόπιας οικογένειας Σκόρτζη, φέρονται ως «κτήτορες και κύριοι» της εκκλησίας.
Λίγα χρόνια μετά, το 1556, ένα μέλος της ίδιας οικογένειας, «ο Τίμιος Πρωτόπαπας Μάρκος Σκόρτζης», σε άλλο έγγραφο που βρέθηκε στο Ιστορικό Αρχείο, αναφέρεται επίσης ως «κτήτωρ και κύριος του ναού της Υπεραγίας Θεοτόκου Ελεούσης εις το χωρίον των Κυνοπιαστών». Πρόκειται για συμφωνητικό με τον κυρ Στυλιανό Σκιαδόπουλο, «να αμπελώσει» ένα κτήμα της Εκκλησίας στη Μηλιά.
Στις 22 Σεπτεμβρίου 1581 «ο ευλαβής παπα κυρ Αντώνιος Σκόρτζης, ως εκτήτωρ και νοικοκύρης του ναού της Δεσποίνης ημών κυρίας της Ελεούσης», υπογράφει συμφωνία με τον παπα Καλοϊωάννη Καλούλη να λειτουργεί την εκκλησία για τρία χρόνια, “οις φίμην τις εκλαμποτάτοις οιμών αφεντίας των Βενετόν και εις μνημόσινον των αοιδίμον και μακαρίων εκτητόρων αυτίς τοις μονοίς».
Στα 1604, η εκκλησία έχει μείνει ως φαίνεται χωρίς παπά και οι ιδιοκτήτες της αλλά και οι κάτοικοι του χωριού επωφελούνται της παρουσίας ενός παπά, που είχε έρθει από την Πελοπόννησο, του παπα Νικόλαου Μονοβασιώτη και κάνουν μια εντυπωσιακή και δεσμευτική συμφωνία μαζί του για τον τρόπο που θα εφημερεύει το ναό.
Συναδελφικός ναός
Η εκκλησία κατά τον 17ο αιώνα περνάει στην ιδιοκτησία της οικογένειας Αγαπητού που έρχεται από τη Ζάκυνθο. Και ένας παπάς από την οικογένεια αυτή, ο παπα Αντώνιος Αγαπητός, την δωρίζει με διαθήκη του, στις 30 Μαρτίου του 1686, (ΙΑΚ, Συμβόλαιο Α.144, φ. 35ν) στην κοινότητα των κατοίκων του χωρίου.
Από τότε η εκκλησία της Υπεραγίας Θεοτόκου Ελεούσης των Κυνοπιαστών γίνεται συναδελφικός ναός του μεγαλύτερου μέρους των κατοίκων του χωριού. Αποκτά δική της οργάνωση, διοίκηση και ταμειακή διαχείριση.
Τρία χρόνια μετά τη δωρεά, το 1689, αρχίζουν οι καταγραφές όλων των περί την εκκλησία στοιχείων, σε βιβλίο που βρέθηκε κατά την ανακαίνισή της το 1991.
Μεγάλο μέρος των χειρόγραφων κειμένων του βιβλίου των πράξεων της εκκλησίας, αφορά δωρεές που έκαναν οι κάτοικοι στην Παναγία.
Οι δωρεές προς την εκκλησία συνεχίστηκαν από τότε με εντυπωσιακούς ρυθμούς, καθώς ο πληθυσμός του χωριού μεγάλωνε. Έτσι, πολύ γρήγορα, το μικρό εκκλησάκι γύρω από την πέτρα όπου είναι το σημερινό προσκυνητάρι της Παναγίας, διαπιστώνεται ότι δεν επαρκεί για τις ανάγκες του χωριού και αποφασίζεται η επέκτασή του σε μια κλασικού τύπου μονόκλιτη βασιλική.
Τέσσερα χρόνια μετά την πολιορκία της Κέρκυρας από τους Τούρκους το 1716, οι εργασίες επέκτασης της εκκλησίας έχουν αρχίσει. Τότε κατασκευάζεται πέτρινο τέμπλο. Παραγγέλλονται οι εικόνες σε αξιόλογο αγιογράφο της επτανησιακής σχολής, τον παπα Ανδρέα Μεταξά και κατασκευάζεται καμπαναριό (όχι το σημερινό).
Για τα έξοδα των κατασκευαστικών εργασιών και της αγιογράφησης, τηρείται αναλυτικό βιβλίο ταμείου, όπου είναι καταγεγραμμένες λεπτομερείς πράξεις δαπανών αλλά και εισφορών.
Ιδού τι αναφέρει η πρώτη από αυτές (φωτο):
«Δόξα το Θεώ 1721 μαρτίου 8, εξοδίας που έκαμα εγώ ο Ιωάννης Καρτάνος Κουβερναδούρος τις μονίς τις Ιπεραγίας Θεοτόκου ελεούσας κίμενις ις το χορίο τον Κινοπιαστόν, την οπίαν εξοδία τιν έκαμα από σολδία εδικά μου, όστε να λάβο ευχαρίστισι από τα ισοδήματα τις άνοθεν εκλισίας. Εχι παρακαλεσμένος από τον κιρ Σταματέλο Σουρμπίνο του ποτέ Γιόργου και Αναστάσι Ποταμίτι, κουμεσίους τις άνοθεν μονίς.»[2]
Η εκκλησία περνάει σε φάση μεγάλης ακμής στον τελευταίο (18ο αι.) από τους τέσσερις και κάτι αιώνες Βενετοκρατίας, παρά το γεγονός της κατάργησης του Ορθόδοξου Μητροπολιτικού θρόνου.
Του ορθόδοξου κλήρου ηγείται ο λεγόμενος Μέγας Πρωτόπαπας, που φροντίζει τα της διοίκησης της εκκλησίας στο νησί.
Εκείνα τα χρόνια, στο συναδελφικό ναό της Υ.Θ. Ελεούσας, οι Επίτροποι που τότε λεγόταν “κουμέσιοι κυβερνήται” εκλέγονται με μυστική ψηφοφορία από εκπροσώπους των οικογενειών στις οποίες ανήκε η εκκλησία.
Ένα πρακτικό εκλογής δύο «κουμεσίων κυβερνητών» του 1752, που σώζεται σε άριστη κατάσταση, μαρτυρεί την άψογη τήρηση των δημοκρατικών διαδικασιών στα δύσκολα εκείνα χρόνια.
Στα 1800 οι Ρώσοι που έχουν καταλάβει την Κέρκυρα από τον προηγούμενο χρόνο, ανασυστήνουν την Ορθόδοξη Μητρόπολη και η εκκλησία μπαίνει σε νέα περίοδο ακμής.
Οι δωρεές πολλαπλασιάζονται. Το αίσθημα ασφαλείας των κατοίκων μεγαλώνει και ο πληθυσμός αυξάνεται.
Από το 1814 η Κέρκυρα έχει μπει στην τελευταία φάση ξενοκρατίας. Στην 50χρονη περίοδο της Αγγλοκρατίας. Ένα από τα κύρια μελήματά της είναι η οργάνωση δημόσιας εκπαίδευσης. Έτσι στα 1826 ιδρύεται το πρώτο σχολείο σε ένα μικρό οίκημα, τη λότζα, που παραχωρεί η Ενορία της Υ.Θ. Ελεούσας, δίπλα στο ναό.
Στην εκκλησία λίγο αργότερα, αρχίζει η τήρηση των πρώτων ληξιαρχικών πράξεων Γεννήσεων, Βαπτίσεων, Γάμων και Θανάτων.
Η τελευταία επέκταση
Η τοπική κοινωνία, σιγά – σιγά μορφώνεται και ο πληθυσμός αυξάνεται, ώσπου κατά το 1864, χρόνο της Ένωσης της Κέρκυρας με την Ελλάδα, φτάνει τους 843 κατοίκους. Η οικονομική ανάπτυξη με κινητήρια δύναμη την αγροτική παραγωγή και τη βιοτεχνία που ακμάζει, δίνει νέες δυνατότητες και στους κατοίκους των Κυνοπιαστών, που κάνουν φιλόδοξα σχέδια για την εκκλησία της Παναγίας.
Περί τα τέλη του 19ου αιώνα, η ιδέα της νέας επέκτασης της εκκλησίας της Παναγίας έχει επικρατήσει. Προβληματίζει όμως η αδυναμία επέκτασής της προς τα μπρος για να μη στερηθούν το προαύλιο, όπου γινόταν όλες οι γιορτές του χωριού. Προβληματίζει και η αδυναμία επέκτασης προς τα πίσω για να μη χαλαστεί το περίτεχνο πέτρινο τέμπλο. Έτσι, αποφασίστηκε η επέκταση της εκκλησίας κατά πλάτος και καθ΄ ύψος.
Προστέθηκε ένα διάζωμα στο τέμπλο όπου τοποθετήθηκαν εικόνες του Δωδεκάορτου. Κατασκευάστηκαν δεξιά και αριστερά δύο ακόμη κλίτη και πάνω απ΄ αυτά ο γυναικωνίτης και η χωρητικότητα της εκκλησίας σχεδόν διπλασιάζεται.
Στα 1900 ολοκληρώνεται η κατασκευή του σημερινού καμπαναριού από Κατωγαρουνιάτες μαστόρους και πέτρα της περιοχής τους. Διακοσμείται εσωτερικά και εξωτερικά η εκκλησία και στα 1913 παίρνει τη σημερινή της όψη με το μαρμάρινο γλυπτό που φιλοτέχνησε ο γλύπτης Στέφανος Καρδάμης, επίσης από τον Κάτω Γαρούνα.
Ο μεγάλος ζωγράφος Γεώργιος Σαμαρτζής εικονογραφεί τις μονές στα δύο κλίτη, ενώ ο Σωκράτης Παϊπέτης, γιός του Δημάρχου Μεσοχωριτών Ανδρέα Παϊπέτη, δωρίζει την εικονογράφηση της Ουρανίας.
Στη σημερινή εκκλησία της Υ.Θ. Ελεούσας των Κυνοπιαστών, διασώζονται:
- Η παμπάλαιη εικόνα της Παναγίας, (προ του 1500) που είναι χαραγμένη πάνω σε βράχο και αποτελεί την κοιτίδα της εκκλησίας
- Το πέτρινο τέμπλο που κατασκευάστηκε το 1720, φιλοτεχνημένο με μοναδικό τρόπο από ντόπιους μαστόρους.
- Οι εικόνες του τέμπλου, οι τέσσερις δεσποτικές, οι 12 απόστολοι και το τρίμορφο, έργα της περιόδου 1720 – 1727, από τον αγιογράφο της Επτανησιακής Σχολής, παπα Ανδρέα Μεταξά.
- Άλλες μεμονωμένες εικόνες του 18ου αιώνα, διαφόρων αξιόλογων αγιογράφων της ιδίας σχολής.
- Η τοιχοποιία σε τμήμα της εκκλησίας επί του οποίου έγιναν προσθήκες στα τέλη του 19ου αιώνα.
- Η πέτρινη τοιχοποιία όπως κατασκευάστηκε η εκκλησία με την επέκτασή της την ίδια περίοδο.
- Τα αρχιτεκτονικά στοιχεία της τελικής κατασκευής που ολοκληρώθηκε με το μοναδικό γλυπτό της κεντρικής εισόδου της εκκλησίας, το 1913.
- Κειμήλια αιώνων, όπως παλιά Ευαγγέλια, εκκλησιαστικά σκεύη και άμφια, πολυέλαιοι κλπ.
- Τα βιβλία της ενορίας από τότε που έγινε η Υ.Θ. Ελεούσα, συναδελφικός ναός το 1686 ως τις μέρες μας
- Το πέτρινο περίτεχνο – κερκυραϊκής τεχνοτροπίας – κωδωνοστάσιο του 1900
- Ι.Α.Κ.: Πράξεις συμβολαιογράφου Κέρκυρας Ιερέως Πέτρου Βραγανιώτη, τόμος Β΄ 176 σελ. 54ν
- Η ορθογραφία είναι του πρωτοτύπου
- Οι Κυνοπιάστες είναι παραδοσιακός οικισμός επίσημα χαρακτηρισμένος με Π.Δ. του 1978
Αφήστε μια απάντηση