Ετικέτα: ΙΣΤΟΡΙΑ Σελίδα 4 από 5

Ιωάννινα: Παρουσίαση βιβλίου για το Έπος του ’40 από ιστορικές προφορικές μαρτυρίες

Παρουσίαση του βιβλίου της Μαρούλας Παπαευσταθίου-Τσάγκα, με τίτλο: «Ελληνοϊταλικός Πόλεμος, κατοχή, Εθνική αντίσταση (1940-1944) 100 Ιστορικές Προφορικές Μαρτυρίες»

Η Περιφέρεια Ηπείρου, το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, και το Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Ιωαννιτών διοργανώνουν το Σάββατο, 29 Οκτωβρίου 2022 και ώρα 19:00, στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Ιωαννιτών, εκδήλωση για το Έπος του ’40 και την Προφορική-Τοπική Ιστορία με παρουσίαση του βιβλίου της Μαρούλας Παπαευσταθίου-Τσάγκα, με τίτλο:

«Ελληνοϊταλικός Πόλεμος, Κατοχή, Εθνική Αντίσταση (1940-1944) 100 Ιστορικές Προφορικές Μαρτυρίες» Tόμος Α΄ και Β΄, εκδόσεις του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Ιωάννινα 2019.

Συμμετέχουν:

Περιφερειακή Διεύθυνση Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (ΠΕΔΙΕΚ) Ηπείρου,

Περιφερειακό Κέντρο Εκπαιδευτικού Σχεδιασμού (ΠΕ.Κ.Ε.Σ) Ηπείρου,

Λύκειο Ελληνίδων Ιωαννίνων,

Ένωση Συγγραφέων και Λογοτεχνών Ηπείρου,

Ίδρυμα Βορειοηπειρωτικών Ερευνών,

Ένωση Αποφοίτων Ιεροδιδασκαλείου Βελλάς Ιωαννίνων,

Μουσικό Σχολείο Ιωαννίνων “Νικόλαος Δούμπας

Πρόγραμμα:

Χαιρετισμό θα απευθύνουν:

• ο Πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων, κ. Κωνσταντίνος Τασούλας

• ο Περιφερειάρχης Ηπείρου, κ. Αλέξανδρος Καχριμάνης

• ο Δήμαρχος Ιωαννίνων, κ. Μωυσής Ελισάφ

• ο Πρύτανης του Παν/μίου ιωαννίνων, κ. Τριαντάφυλλος Αλμπάνης

• Βουλευτές Ιωαννίνων

Το βιβλίο παρουσιάζουν οι:

Γεώργιος Σούρλας, πρ. Υπουργός-Αντιπρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων, Πρόεδρος της Ένωσης Συγγενών των Πεσόντων κατά το Έπος 1940-’41

Νικόλαος Αναστασόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων

Σπύρος Εργολάβος, Φιλόλογος-Συγγραφέας

Γεώργιος Νίκας, Συνταγματάρχης του Γενικού Επιτελείου Στρατού (ΓΕΣ), στη Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού (ΔΙΣ) – Τμήμα Προφορικής Ιστορίας και η συγγραφέας Μαρούλα Παπαευσταθίου-Τσάγκα, Συντονίστρια Εκπαιδευτικού Έργου Φιλολόγων του Περιφερειακού Κέντρου Εκπαιδευτικού Σχεδιασμού (ΠΕ.Κ.Ε.Σ.) Ηπείρου, Διδάκτωρ Ιστορίας.

• Θα ακουστούν αφηγήσεις μαρτυριών και θα προβληθεί βίντεο-ντοκιμαντέρ με προφορικές μαρτυρίες που έχει καταγράψει η συγγραφέας

• Θα παρευρεθούν αρκετοί από τους πληροφορητές του βιβλίου

• Συμμετέχει ο καταξιωμένος ερμηνευτής ηπειρωτικών δημοτικών τραγουδιών Σάββας Σιάτρας, η παραδοσιακή ορχήστρα του Μουσικού Σχολείου Ιωαννίνων και το χoρευτικό τμήμα του Λυκείου Ελληνίδων Ιωαννίνων

• Η διακεκριμένη σολίστ πιάνου Δήμητρα Ηγουμενίδη θα συνοδεύσει μουσικά, αφηγήσεις και επιστολές από το μέτωπο του ’40 που περιέχονται στο βιβλίο. Αφήγηση: Δαμιανός Τσάγκας, φιλόλογος.

Την εκδήλωση παρουσιάζουν και συντονίζουν η Ελένη Βήρου και η Φωτεινή Κοτσιάφτη.

Γεώργιος Μπουκουβάλας: Από την Καρίτσα Ιωαννίνων ο πρώτος νεκρός του Ελληνο-ιταλικού Πολέμου

Έπεσε μαχόμενος υπέρ πατρίδος, στις 5:30 το ξημέρωμα της 28ης Οκτωβρίου 1940. Οπλίτης Μπουκουβάλας Γεώργιος του Δημητρίου. Εκείνο το ξημέρωμα, τον βρήκε μέσα στο χαράκωμα, στο ξωκλήσι του Αϊ- Γιώργη στο Αηδονοχώρι της Κόνιτσας. Υπηρετούσε στο επιστρατευμένο 51ο Σύνταγμα Πεζικού.

Μέσα από μαρτυρίες, ακολουθήσαμε μαζί με τον Δημήτρη Μαλάμη από το Αηδονοχώρι, τα τελευταία βήματα του ηρωικού οπλίτη, που καταγράφεται ως ένας από τους τρεις πρώτους νεκρούς του μετώπου. Φτάσαμε στο Μπουραζάνι και από εκεί, ακολουθήσαμε έναν δύσκολο χωματόδρομο κα ανεβήκαμε στο ξωκλήσι του Αϊ –Γιώργη, όπου ήταν τα χαρακώματα.

Σήμερα, η πυκνή βλάστηση έχει καλύψει τα λίγα απομεινάρια από τα ορύγματα. Ωστόσο ένα προσκυνητάρι με ένα αναμμένο καντήλι, στο σημείο όπου τραυματίστηκε θανάσιμα ο Γεώργιος Μπουκουβάλας αποδίδει ευγνωμοσύνη και τιμή στους άγνωστους ήρωες του Έπους του 1940.

Από την Καρίτσα στην πρώτη γραμμή

Ο συγχωριανός του κ. Σάββας Σιάτρας, μάς μεταφέρει τα τελευταία του λόγια στο χωριό.

«Όπως μου έλεγε και μολογούσε η μητέρα μου, στις 27 Οκτώβρη, γυρίζοντας από το αμπέλι με τα σταφύλια φορτωμένα στο γαϊδούρι ,συνάντησε τον Γιώργο, ήταν βιαστικός και του είπε.

“-Τι γίνεται Γιώργο;

-Τι να γίνει Πανάγιω , με το πρώτο μπαμ”.

Πήγαινε ολοταχώς για τη μονάδα του. Επί της παραμεθορίου στην Κόνιτσα, στο Αηδονοχώρι. Ο Γιώργος Μπουκουβάλας ήταν ήδη από το καλοκαίρι του 1940 επιστρατευμένος και είχε πάρει άδεια για να γιορτάσει του Αγίου Δημητρίου τον πατέρα του, αλλά και τον ένα χρόνο γάμου του με τη σύζυγό του».

Τα λόγια του οπλίτη, αποδείχτηκαν προφητικά

Στην γραμμή προκαλύψεως στο Αηδονοχώρι.

Φτάνοντας στην Κόνιτσα, η θέση του, είναι στα ορύγματα στο ξωκλήσι του Αϊ Γιώργη στο Αηδονοχώρι. Εκεί έπεσαν οι πρώτες οβίδες των Ιταλών. Ο Γιώργος Μπουκουβάλας τραυματίστηκε θανάσιμα. στο χαράκωμα

Η μαρτύρια του υπερήλικα Δημήτρη Μπόνιου συνταξιούχου στρατιωτικού, για εκείνο το πρωινό στο Αηδονοχώρι είναι αποκαλυπτική .

«Το ξημέρωμα εκείνο μας βρήκε κάτω από τις Λακιές, το ύψωμα όπου είχε στηθεί γραμμή άμυνας στου στρατού. Κάποιοι από το χωριό μαζί η οικογένεια μου βρεθήκαμε εκεί για προστασία.

Βομβάρδιζαν τα ιταλικά κανόνια από το αλβανικό έδαφος. Περνούσαν οι οβίδες πάνω από τα κεφάλια. Φώναζαν όλοι να γίνει συσκότιση στο χωριό για να μην βλέπουν. Σβήστε τους φανούς. Το χωριό οργανώθηκε. Η μάνα μου είχε τα ζώα στο δάσος.

Πήγαμε σπίτι και πήραμε ό,τι μπορούσαμε για να φύγουμε Δύσκολη πορεία. Στην ανηφόρα του Αϊ- Λιά πέταξε τον μπόγο που ήταν φορτωμένη. Τον έκρυψε μέσα στο δάσος σε ένα δένδρο. Με 4 παιδιά στα χέρια δεν μπορούσε να περπατήσει. Συνεχίσαμε μέσα από μονοπάτια και την 3η μέρα φτάσαμε στα Ζαγοροχώρια.

Στη Δοβρά, συναντήσαμε το τάγμα που ήταν στο χωριό. Είχε δοθεί εντολή οι δυνάμεις να συμπτυχτούν στα μετόπισθεν στην αμυντική γραμμή Κατσιμήτρου»

Ο οπλίτης Γεώργιος Μπουκουβάλας έμεινε στο χαράκωμα νεκρός.

Στο Αηδονοχώρι Κόνιτσας μπήκε νωρίς το πρωί ο Ιταλός κατακτητής.

Σύμφωνα με προφορική μαρτυρία του Απόστολου Νάτση στον Γεώργιο Δονόπουλο, ο οποίος μίλησε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο στρατιώτης χτυπήθηκε ΒΔ του Ιερού Ναού Αγίου Γεωργίου στην θέση Μέγα Λόγγος, σε δύσβατο πλέον σήμερα σημείο.

«Ο 10χρονος τότε Απόστολος Νάτσης, κατέβαινε από το βουνό όπου βρίσκονταν μαζί με άλλους συγχωριανούς για να πάρει λίγο αλεύρι και σκεπάσματα από το σπίτι. Ένας Ιταλός στρατιώτης, μπαίνοντας στο χωριό τον συνάντησε και του είπε. “Εκεί, στην μικρή εκκλησία έχετε έναν νεκρό δικό σας”. Το αγόρι γύρισε πίσω και τον βρήκε. Μαζί με την μητέρα του τον έθαψαν στο χαράκωμα. Στο σημείο βρίσκεται ένα μικρό προσκυνητάρι. Όλοι ανάβουν ακόμη και σήμερα εκεί, ένα κεράκι στην μνήμη του ».

Η επιστροφή στην Καρίτσα

Ο οπλίτης Μπουκουβάλας, έμεινε για 7 χρόνια θαμμένος στο Αηδονοχώρι. Για τους κατοίκους του χωριού όπως μας λένε ήταν «το δικό τους παλικάρι».

Το 1947 η οικογένεια μετέφερε τα οστά του στην Καρίτσα.

«Οι καμπάνες, κτυπούσαν πένθιμα όλη την ημέρα. Δεν μπορώ να ξεχάσω τον θρήνο και το μοιρολόι εκείνη την ημέρα», θυμάται η κόρη της αδελφής του, Διονυσία Τσιούρη που ήταν τότε κοριτσάκι.

Ο πατέρας του ήρωα, Δημήτριος Μπουκουβάλας τιμώντας την μνήμη του, πρόσθεσε μια καμάρα στο καμπαναριό της εκκλησίας στην Καρίτσα.

Η ανιψιά του Διονυσία Τσιούρη αναθέτει στον γλύπτη Θόδωρο Παπαγιάννη να φιλοτεχνήσει το ορειχάλκινο άγαλμα του πεσόντα στο μέτωπο. Το 1998 τοποθετείται στην πλατεία της Καρίτσας και γίνονται τα αποκαλυπτήρια με όλες τις τιμές.

Ο Γιώργος Μπουκουβάλας, ήταν δικηγόρος και γεννήθηκε το 1906 στην Kαρίτσα Ιωαννίνων.

Φοίτησε στο σχολείο του χωριού του. Παρά τις δυσκολίες και τη φτώχεια της οικογένειας του, κατάφερε και σπούδασε στην Νομική Αθηνών. Για να τα βγάλει πέρα με τις σπουδές, το πρωί δούλευε σε τεχνικό γραφείο και το απόγευμα σε καφενείο. Άσκησε το επάγγελμα του στο Ειρηνοδικείο Ζίτσας. Τον Αύγουστο του 1940, επιστρατεύτηκε λόγω των γεγονότων της περιόδου.

Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ

Το Ιστορικό και Μεγάλο ΟΧΙ της 28ης Οκτωβρίου 1940

Συμπληρώνονται 82 χρόνια από το Ιστορικό και Μεγάλο ΟΧΙ της 28ης Οκτωβρίου 1940.

Με την ευκαιρία της Εθνικής μας αυτής Εορτής, θα αναφερθώ στη  βραδιά της 28ης Οκτωβρίου του 1940 και συγκεκριμένα σε μια πολύ σημαντική και αναμφισβήτητη λεπτομέρεια, όταν ο Ιωάννης Μεταξάς Πρωθυπουργός της Πατρίδος μας τότε, αρνήθηκε σθεναρά να υπακούσει στο ιταμό τελεσίγραφο που του επέδωσε την βραδιά εκείνη ο Ιταλός Πρέσβης Γκράτσι.

Η σημαντική αυτή λεπτομέρεια συνίσταται στο γεγονός, ότι Αξιωματικός της Υπηρεσίας στην 8η Μεραρχία το βράδυ εκείνο της 28ης Οκτωβρίου του 1940 ήταν ο αδελφός του Πατέρα μου Ελευθέριος Μούλιας, Αξιωματικός της Σχολής των Ευελπίδων Τάξεως 1938, με τον βαθμό τότε του Ανθυπολοχαγού Πεζικού.

Ο Αξιωματικός αυτός ήταν εκείνος που σήκωσε το τηλέφωνο στις 3 και 30 της βραδιάς εκείνης, όταν ο Ιωάννης Μεταξάς Πρωθυπουργός της Πατρίδος μας, του τηλεφώνησε και του ζήτησε να τον συνδέσει με τον Διοικητή της 8ης  Μεραρχίας Υποστράτηγο Χαράλαμπο Κατσιμήτρο.

Στη συνέχεια ο Αξιωματικός αυτός συνέδεσε τηλεφωνικά τον Ιωάννη Μεταξά με τον Διοικητή του και άκουσε την συνομιλία των δύο ανδρών.

Ο Ιωάννης Μεταξάς στην ολιγόλεπτη τηλεφωνική επικοινωνία που είχε με τον Χαράλαμπο Κατσιμήτρο του ανήγγειλε  την απάντηση και το Μεγάλο ΟΧΙ, όταν αρνήθηκε σθεναρά να υπακούσει στο ιταμό τελεσίγραφο για την ελεύθερη είσοδο των Ιταλικών Στρατευμάτων στην Ελλάδα, που του επέδωσε ο Ιταλός Πρέσβης Γκράτσι, ο οποίος τον είχε επισκεφτεί προ ολίγου την βραδιά εκείνη στο σπίτι του στην Κηφισιά.

Στη συνέχεια και μετά το τηλεφώνημα αυτό του Πρωθυπουργού Ιωάννη Μεταξά, η 8η Μεραρχία που ήταν ήδη πολύ καλά προετοιμασμένη και οργανωμένη υπό την ηγεσία του έμπειρου Στρατηγού Χαράλαμπου Κατσιμήτρου, ήταν πλέον έτοιμη να αντιμετωπίσει τον Ιταλό εισβολέα από της 5 και 30 το πρωί και έτσι ξεκίνησε ο νικηφόρος Πόλεμος του Έπους 1940.

Ο ως άνω  Αξιωματικός Ανθυπολοχαγός Πεζικού Ελευθέριος Μούλιας, στην συνέχεια και από την πρώτη στιγμή, βρέθηκε στην πρώτη γραμμή του Αλβανικού Μετώπου και έφθασε μέχρι το Αργυρόκαστρο, όπου παρά του ότι τραυματίστηκε, συνέχισε να αγωνίζεται και να εμψυχώνει τους στρατιώτες του μέσα στις δύσκολες και σκληρές συνθήκες του πολέμου εκείνου.

Το Ιστορικό και Μεγάλο ΟΧΙ του Ιωάννη Μεταξά, η πολύ καλά προετοιμασμένη και οργανωμένη 8η Μεραρχία υπό την ηγεσία του έμπειρου Στρατηγού Κατσιμήτρου, αλλά και η ομοψυχία του Ελληνικού Λαού ο οποίος προτίμησε την θυσία αντί της υποδούλωσης, είναι εκείνα που συνετέλεσαν στις νικηφόρες νίκες του Ελληνικού Στρατού στο Αλβανικό Μέτωπο, ώστε να είναι σήμερα ελεύθερη η Πατρίδα μας.

Σπυρίδων Π. Μούλιας

Αν. Αξιωματικός  ε.α       

Επίτιμος Πρόεδρος ΣΕΚΠΥ

Διπλ. Μ-Η Μηχανικός ΕΜΠ

21 Σεπτεμβρίου 1921: Τα δικαστήρια της Αμάσειας και η εκτέλεση των Ποντίων προκρίτων

του Θοδωρή Ασβεστόπουλου

Με την έναρξη του Α” Παγκοσμίου Πολέμου το 1914, οι Νεότουρκοι, οι οποίοι κυριαρχούσαν τότε στην πολιτική ζωή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, εξαπέλυσαν διωγμούς κατά των Ελλήνων της Ιωνίας και της Θράκης, με μαζικές εκτοπίσεις και εξαναγκαστικές πορείες θανάτου στα βάθη της Μικράς Ασίας.

Ήταν η αρχή της Γενοκτονίας εις βάρος των Ελλήνων και των άλλων χριστιανικών λαών της Ανατολής, με απώτερο σκοπό η Τουρκία να κατοικείται αποκλειστικά από μουσουλμάνους. Από το 1916 οι Νεότουρκοι άρχισαν να επεκτείνουν την πολιτική αυτή και στον Πόντο, με την πρόφαση ότι οι Έλληνες της περιοχής βοηθούσαν τα ρωσικά στρατεύματα. Οι διωγμοί εντάθηκαν από το 1917, με την είσοδο της Ελλάδας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Μεγάλος αριθμός των εκτοπισμένων έχανε τη ζωή του από κακουχίες, αρρώστιες και επιδημίες κατά τη διάρκεια των πορειών θανάτου. Όσοι κατόρθωναν και επιζούσαν, είτε γίνονταν αντικείμενο βιασμού, είτε εξαναγκάζονταν σε εξισλαμισμό ή δολοφονούνταν. Εν τω μεταξύ, τουρκικές άτακτες ομάδες (τσέτες), όπως αυτή του Τοπάλ Οσμάν, ο οποίος ήταν ήδη περιβόητος από το ρόλο που διαδραμάτισε στη Γενοκτονία των Αρμενίων, επιστρατεύτηκε εναντίον των Ελλήνων της περιοχής της Σαμψούντας και της Κερασούντας.

Η δεύτερη φάση της Γενοκτονίας άρχισε μετά την έναρξη της Μικρασιατικής εκστρατείας (1919-1922), όπου άτακτες ομάδες Τούρκων, που υποστήριζαν το εθνικιστικό κίνημα του Μουσταφά Κεμάλ ο οποίος συνέχιζε πλέον την πολιτική των Νεότουρκων, προχωρούσαν σε σφαγές σε ολόκληρη τη Μικρά Ασία.

Τα «Δικαστήρια Ανεξαρτησίας»

Οι ηγέτες των Τούρκων εθνικιστών θέλοντας να δώσουν στις θηριωδίες τους ένα νομιμοφανές πλαίσιο ως προς την διεθνή κοινότητα, οργάνωσαν άτυπες και συνοπτικές δίκες όπου θα καταδίκαζαν σε θάνατο ηγετικές και επιφανής προσωπικότητες του Ποντιακού Ελληνισμού.

Έτσι εφευρέθηκαν τα λεγόμενα «Δικαστήρια Ανεξαρτησίας» στην Αμάσεια. Η πόλη, που ήταν η πρωτεύουσα του ελληνιστικού Βασιλείου των Μιθριδατών στον Πόντο, επιλέχθηκε για να διεξαχθούν οι δίκες – παρωδία επειδή βρισκόταν μακριά από τα προξενεία των δυτικών χωρών, ώστε να αποφευχθεί η παρουσία αντιπροσώπων τους. Οι δίκες θεωρήθηκαν από την τουρκική ηγεσία ως καθαρά «εσωτερική υπόθεση».

Στις δίκες, που άρχισαν τον Αύγουστο του 1921, δεν παρουσιάστηκαν ποτέ συγκεκριμένα στοιχεία από το κατηγορητήριο που να συνδέει τους κατηγορούμενους με αντιτουρκική δραστηριότητα. Μόνο σε ορισμένες περιπτώσεις εκτοξεύτηκαν αόριστοι ισχυρισμοί για υποστήριξη του ρωσικού στρατού κατά του διάρκεια του Α” Παγκοσμίου Πολέμου.

Μεταξύ άλλων παρουσίασαν ως ενοχοποιητικό στοιχείο τις αθλητικές ενδυμασίες της ελληνικής ποδοσφαιρικής ομάδας «Πόντος Μερζιφούντας», οι οποίες είχαν γαλάζια και λευκά χρώματα, όπως και η ελληνική σημαία και το γράμμα «Π» από τον όρο «Πόντος».

Ύστερα από συνοπτικές διαδικασίες, βγήκαν καταδικαστικές αποφάσεις οι οποίες προέβλεπαν θάνατο δι” απαγχονισμού. Ως αφορμή για αυτές τις αποφάσεις παρουσιάστηκε η υποτιθέμενη σύνδεση των κατηγορουμένων με το κίνημα αυτοδιάθεσης του Πόντου.

Συγκεκριμένα η απόφαση του ψευτοδικαστηρίου σημείωνε σχετικά:

«Επειδή αποδείχθηκε ότι οι παρόντες και κάποιοι από τους απόντες σκέφτονταν και ενεργούσαν να ιδρύσουν Δημοκρατία του Πόντου, αποσπώντας μεγάλο τμήμα του Οθωμανικού Κράτους, από την Τραπεζούντα μέχρι το Ζογκουλδάκ και προς το εσωτερικό μέχρι τη Σεβαστεία καταδικάζονται 69 προύχοντες στον δι` αγχόνης θάνατον, 15 ερήμην εις θάνατον, 7 σε 15ετή δεσμά, των δε μελών του Διοικητικού Συμβουλίου του Συλλόγου Ορφεύς επικυρώνεται η υπό του Στρατοδικείου επιβληθείσα ποινή, και οι υπόλοιποι σε πρόσκαιρα δεσμά στη Σεβάστεια μέχρι το τέλος του πολέμου».

Όπως αναφέρει ο γνωστός θεατρικός συγγραφέας Δημήτρης Ψαθάς στο βιβλίο του «Γη του Πόντου», ο δημοσιογράφος και εκδότης της εφημερίδας «Εποχή» της Τραπεζούντας Νίκος Καπετανίδης όταν ο πρόεδρος του ψευτοδικαστηρίου του ανέγνωσε το «κατηγορητήριο» ότι επιδίωκε την ανεξαρτησία του Πόντου, τον διέκοψε λέγοντάς του: «εγώ ήθελα την απευθείας ένωση του Πόντου με την Ελλάδα».

Οι θανατικές ποινές έλαβαν χώρα στις 21 Σεπτεμβρίου 1921 στις γέφυρες της Αμάσειας, πάνω από τον ποταμό Ίρις. Οι εκτελεσθέντες ήταν πολιτικοί, κοινοτάρχες, δημοσιογράφοι, ιατροί, καθηγητές και ιερείς.

Υπέγραψαν δηλώσεις… μετά θάνατον

Όπως κατήγγειλε το Οικουμενικό Πατριαρχείο οι υποτιθέμενοι ένοχοι τις «δηλώσεις» τους τις υπέγραψαν μετά τη θανατική καταδίκη τους, την παραμονή της εκτέλεσής τους ή ακόμη και όντας δολοφονημένοι από καιρό. Τέτοιες περιπτώσεις είναι του Χ. Ελευθεριάδη δικηγόρου που είχε δολοφονηθεί στην Κερασούντα το 1920, του Μ. Μαυρίδη, του Γ. Καλογερόπουλου, του Α. Δελικάρη, του Λ. Τεσταμπασίδη, του Ι. Ελευθεριάδη.

Ακόμη θα πρέπει να επισημανθεί ότι ο μητροπολιτικός αντιπρόσωπος Αμάσειας Ευθύμιος Ζήλων, ο καθηγητής Γ. Παπαμάρκου, ο διευθυντής της Οθωμανικής Τράπεζας Π. Παπαδόπουλος και ο έμπορος Θ. Εκμεντζίογλου αν και ήταν ήδη νεκροί από την προηγούμενη της εκτέλεσής τους, μεταφέρθηκαν στον τόπο του μαζικού εγκλήματος προκειμένου τα άψυχα σώματά τους να υποστούν την ποινή τους.

Οι δικές και οι εκτελέσεις στην Αμάσεια από το τουρκικό εθνικιστικό κίνημα του Κεμάλ πέτυχαν τελικά την εξολόθρευση των αντιπροσώπων του Ποντιακού Ελληνισμού, με νομιμοφανή μανδύα. Ο συνολικός αριθμός των νεκρών Ποντίων, ως απόρροια της Γενοκτονίας που εξαπέλυσαν οι οθωμανικές και εν συνεχεία οι τουρκικές αρχές, από το 1915 ως το 1923, υπολογίζεται σε 353.000.

Οι αντιδράσεις

Οι θηριωδίες αυτές προκάλεσαν αντιδράσεις εντός και εκτός Τουρκίας. Ο απαγχονισμός του Ματθαίου Κωφίδη, πρώην μέλος του οθωμανικού κοινοβουλίου, ο οποίος μάλιστα ήταν ενάντιος σε κάθε μορφή ένοπλης αντίστασης κατά των Τούρκων, εξόργισε ακόμη και τους Μουσουλμάνους της Τραπεζούντας, που σιωπηρά αρνήθηκαν να συνεργαστούν με τους Τούρκους εθνικιστές και έτσι διασώθηκε ένας αριθμός ντόπιων Ελλήνων.

Ιδιαίτερη σημασία είχε το ψήφισμα διαμαρτυρίας των Eλλήνων διανοουμένων προς τους Ευρωπαίους συναδέλφους τους και τις κυβερνήσεις τους το οποίο υπέγραφαν μεταξύ των άλλων, οι Bλαχογιάννης, Γρυπάρης, Δροσίνης, Zάχος,Kαζαντζάκης, Nιρβάνας, Ξενόπουλος, Παλαμάς Παπαντωνίου, Σικελιανός.

Διαμαρτυρίες καταγράφτηκαν και σε χώρες που βρίσκονταν σε συμμαχία με το κεμαλικό κίνημα, όπως στη Γαλλία και στην Ιταλία, οι οποίες και καταδίκασαν τις αποτρόπαιες πράξεις. Το θέμα της εξολόθρευσης του Ποντιακού Ελληνισμού απασχόλησε και το Κογκρέσο των ΗΠΑ, στις 22 Δεκεμβρίου 1921, από τον γερουσιαστή Γουίλλιαμ Κινγκ.

Ορισμένα ονόματα εκτελεσθέντων στην Αμάσεια

Ματθαίος Κωφίδης, επιχειρηματίας και πολιτικός, πρώην μέλος του οθωμανικού κοινοβουλίου.

Νικόλαος Καπετανίδης, δημοσιογράφος και εκδότης.

Παύλος Παπαδόπουλος, διευθυντής της Οθωμανικής Τράπεζας της Σαμψούντας.

Ιορδάνης Τοτομανίδης, διευθυντής του μονοπωλίου καπνού της Μπάφρας.

Δημοσθένης Δημήτρογλου, τραπεζίτης.

Ευθύμιος Ζήλων, μητροπολιτικός αντιπρόσωπος Αμάσειας.

Πλάτων Αϊβαζίδης, πρωτοσύγκελος της μητρόπολης Αμάσειας.

Αλέξανδρος Ακριτίδης, επιχειρηματίας στην Τραπεζούντα.

Δάσκαλοι και μαθητές του Κολεγίου Ανατολή Μερζιφούντος, ορισμένοι από τους οποίους αθλητές της ποδοσφαιρικής ομάδας του σχολείου «Πόντος Μερζιφούντα».

Ερήμην

Χρύσανθος, μητροπολίτης Τραπεζούντας, μετέπειτα αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος.

Γερμανός Καραβαγγέλης, μητροπολίτης Αμάσειας.

Λαυρέντιος, μητροπολίτης Χαλδίας.

Λεωνίδας Ιασωνίδης, πολιτικός.

19 Σεπτεμβρίου 1943 : Η εκτέλεση των 9 στο σχολείο Βούλγαρη στην Παραμυθιά Θεσπρωτίας

Εννέα κάτοικοι χωριών της Παραμυθιάς συνελήφθησαν στο παζάρι της πόλης το Σάββατο 18 Σεπτεμβρίου 1943 από τις κατοχικές δυνάμεις των Γερμανών και φυλακίστηκαν για μια ημέρα στο σχολείο Βούλγαρη.

Μαζί με τους εννέα συνελήφθησαν και άλλοι κάτοικοι χωριών, ωστόσο γλίτωσαν την εκτέλεση.

Κατά την είσοδο τους στο σχολείο Βούλγαρη, χώρισαν τα γυναικόπαιδα απο τους άντρες, με τους άντρες να οδηγούνται στο εσωτερικό του σχολείου και τα γυναικόπαιδα να παραμένουν στον αύλειο χώρο.

Είναι άγνωστο πως επιλεχθήκαν οι οκτώ από τους εννέα που εκτελέστηκαν, ωστόσο το σίγουρο είναι πως και σε αυτήν την περίπτωση, όπως και στην περίπτωση των 49, ο αρχηγός των Τσάμηδων Μαζάρ Ντίνο έχει όλη την ευθύνη.

Το πρωί της αποφράδας εκείνης μέρας, οδήγησαν τους 8 φυλακισμένους στον αύλειο χώρο, λέγοντάς τους πως θα τους αφήσουν ελεύθερους και τους τοποθέτησαν στο σημείο της εκτέλεσης εκεί που σήμερα βρίσκεται το σχετικό μνημείο.

Στο χώρο που βρισκόταν τα γυναικόπαιδα, εξελισσόταν αλλο ενα δράμα, καθως οι Τσάμηδες ήθελαν να πάρουν τα παιδια για εργασία στα χωράφια τους.

Στην προσπάθεια αυτή αντέδρασε μία γυναίκα από το Πόποβο, η Μαρία Κουτούπη, η οποία οδηγήθηκε μαζί στους οκτώ φυλακισμένους και αποτέλεσε το ένατο άτομο που εκτελέστηκε.

Οι εννέα από την Πλακωτή, τις πέντε Εκκλησιές, την Λαμπανίτσα και το Πόποβο, συνελήφθησαν από τους Γερμανούς στην Παραμυθιά και εκτελέστηκαν στο Δημοτικό Σχολείο Βούλγαρη στις 19 Σεπτεμβρίου του 1943, δέκα ημέρες πριν την εκτέλεση των 49 Προκρίτων.

Τα ονόματα των εννέα εκτελεσθέντων

1. Γεωργίου Ευάγγελος, ετών 31 από Πλακωτή
2. Γεωργίου Μάνθος, ετών 37 από Πλακωτή
3. Πέτσης Ευάγγελος, ετών 20 από Πλακωτή
4. Πέτσης Σταύρος, ετών 28 από Πλακωτή
5. Σταυρόπουλος Δημήτριος, ετών 50 από Πλακωτή
6. Διαμάντης Ευάγγελος, ετών 75 από Ελαταριά
7. Λάμπρου Γεώργιος, ετών 27 απο 5 Εκκλησιές
8. Ρίζος Κωσταντίνος, ετών 18 από Ελαταριά
9. Κουτούπη Μαρία, ετών 62 από Πόποβο

Διονύσιος ο Φιλόσοφος: Ο Επαναστάτης του 1611 στην Ήπειρο με τον μαρτυρικό θάνατο

Ο Διονύσιος γεννήθηκε το 1540 στην Παραμυθιά και είχε μακεδονική καταγωγή από τα Γρεβενά. Σε νεαρή ηλικία έγινε μοναχός στο Διχούνι Ιωαννίνων, αλλά καθώς ήταν φιλομαθής έφυγε λίγο αργότερα για την Πάδοβα της Ιταλίας, όπου σπούδασε φιλοσοφία, ιατρική και φιλολογία.

Όταν ολοκλήρωσε τις σπουδές του στην Ιταλία, πήγε στην Κωνσταντινούπολη όπου παρακολούθησε μαθήματα ποίησης, γραμματικής και αστρονομίας. Λόγω της πλούσιας μόρφωσης και της γλωσσομάθειάς του (μιλούσε 7 γλώσσες), απέκτησε το προσωνύμιο «Φιλόσοφος». Από το 1590 που επέστρεψε στην Ελλάδα και για τα επόμενα τρία χρόνια, η άνοδος του στα εκκλησιαστικά αξιώματα ήταν ραγδαία.

Το 1593 χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Λαρίσης. Στο μυαλό του είχε πάντα την εξέγερση εναντίον των Τούρκων και καθώς η Λάρισα δεν προσφερόταν για επαναστατική δράση, μετακινήθηκε στα Τρίκαλα, που τότε λέγονταν Τρίκκη. Εκεί κατάφερε να οργανώσει άντρες από την Πίνδο και τα Χάσια και το 1601 πραγματοποίησε την πρώτη του εξέγερση εναντίον των Οθωμανών, που όμως απέτυχε.

Οι απώλειες για τους Έλληνες ήταν σημαντικές. Μεταξύ αυτών, ο Μητροπολίτης Καρδίτσας Σεραφείμ, που συνελήφθη σαν συνεργός και θανατώθηκε. Ο Διονύσιος έφυγε για τη Δύση, όπου συνέχισε τις προσπάθειες για οργάνωση επαναστατικού κινήματος.

Το Πατριαρχείο τον καθαίρεσε αλλά εκείνος δεν το έβαλε κάτω. Συνέχισε να περιοδεύει στις δυτικές χώρες, αναζητώντας βοήθεια από ηγεμόνες, ισχυρούς άντρες της εποχής, ακόμα και από τον Πάπα αυτοπροσώπως, χωρίς να καταφέρει να κερδίσει κάτι. Το μόνο που κατάφερε ήταν να αγοράσει κάποια μεταχειρισμένα όπλα από τη Βενετία, τα οποία πήρε μαζί του στην Ελλάδα για να τα χρησιμοποιήσει στην επανάσταση που προετοίμαζε.

Η εξέγερση του Σεπτεμβρίου 1611

Παρόλο που ο Διονύσιος δεν κατάφερε να χτυπήσει αποτελεσματικά τους Τούρκους, παρέμεινε πιστός στο όραμά του για όλη του τη ζωή και τελικά θυσιάστηκε γι’ αυτό. Η εξέγερση που έκανε το 1611 θεωρείται η δυναμικότερη εναντίον των Τούρκων κατά τον 17ο αιώνα.

Τη νύχτα της 10ης προς την 11η Σεπτεμβρίου του 1611, ένα σώμα περίπου χιλίων χωρικών από τη Θεσπρωτία και τις γύρω περιοχές έκανε έφοδο στα Ιωάννινα, πραγματοποιώντας εξέγερση εναντίον των Τούρκων.

Οι χωρικοί ήταν οπλισμένοι με ρόπαλα, δρεπάνια, σφεντόνες και ό,τι άλλο όπλο μπορούσε να βρει ο καθένας. Υποκινητής και επικεφαλής της εξέγερσης ήταν ο καθηρημένος μητροπολίτης Τρίκκης (Τρικάλων), Διονύσιος ο Φιλόσοφος. Ακολουθώντας τις οδηγίες των δύο ηγετικών στελεχών Ζώτου Τσίριπου και Γεωργίου Ντελή, το πλήθος εισέβαλε στο τουρκικό διοικητήριο, που βρισκόταν στην περιοχή της Καλούτσιανης Ιωαννίνων και έβαλε φωτιά.

Ο Οσμάν πασάς και οι άντρες του αιφνιδιάστηκαν και την τελευταία στιγμή κατάφεραν να τραπούν σε φυγή με κατεύθυνση το Κάστρο της πόλης. Ο Διονύσιος τους ακολούθησε και άρχισε να τους πολιορκεί. Η εξέγερση του Διονύσιου αν και ήταν καλά οργανωμένη, απέτυχε, καθώς πολλοί Έλληνες κάτοικοι του Κάστρου τον πρόδωσαν και αντί να τον βοηθήσουν, όπως είχαν υποσχεθεί, ανοίγοντας τις πύλες του κάστρου, τάχθηκαν στο πλευρό των Τούρκων.

Οι πολιορκημένοι Τούρκοι σώθηκαν από τμήμα του ιππικού τους, που πρόλαβε να φτάσει έξω από το κάστρο και να καταστείλει τους εξεγερμένους. Περίπου 200 άντρες βρήκαν τραγικό θάνατο, ενώ ο Διονύσιος κατάφερε να κρυφτεί σε μια σπηλιά.

Οι εχθροί του όμως που είχαν παραλλάξει το προσωνύμιό του από «Φιλόσοφο» σε «Σκυλόσοφο», τον κατέδωσαν και συνελήφθη από τους Τούρκους.

Το τραγικό τέλος του Διονύσιου

Ο Τούρκος διοικητής ήταν οργισμένος με τον Διονύσιο και διέταξε τους άντρες του να τον ανακρίνουν και να τον βασανίζουν σκληρά. Όταν κατά την ανάκριση ρωτήθηκε γιατί προκάλεσε την εξέγερση, δεν δίστασε να απαντήσει: «Πολέμησα για να ελευθερώσω το λαό μου από τα βάσανα και την τυραννία σας».

Η απάντησή του εξόργισε ακόμα περισσότερο τον Τούρκο διοικητή, που αποφάσισε να επιβάλλει την απάνθρωπη τιμωρία που χρησιμοποιούνταν για προδότες και στασιαστές, δηλαδή το γδάρσιμο. Επί πέντε ώρες ο Διονύσιος υπέφερε από το απάνθρωπο βασανιστήριο στα χέρια των Τούρκων, οι οποίοι αφού τον έγδαραν ζωντανό, γέμισαν το δέρμα του με άχυρο και το περιέφεραν στην πόλη των Ιωαννίνων. Τη σκηνή του βασανιστηρίου του Διονυσίου έχει αποτυπώσει ο Παύλος Βρέλλης, στο Μουσείο Κέρινων Ομοιωμάτων των Ιωαννίνων.

Αρκετοί από τους εξεγερμένους κατάφεραν να σωθούν και διέφυγαν στα γύρω βουνά, ενώ όσοι δεν πρόλαβαν πιάστηκαν από τους Τούρκους και εξισλαμίστηκαν με τη βία.

με πληροφορίες από  mixanitouxronou.gr

Η σπηλιά στην οποία κατέφυγε ο Επίσκοπος Διονύσιος

9 Σεπτεμβρίου 1906: Η δολοφονία του Μητροπολίτη Κορυτσάς Φωτίου

του Πρωτοπρεσβυτέρου Ιωάννη Κατή

Ο Μητροπολίτης Κορυτσάς Φώτιος (κατά κόσμον Ηλίας) Καλπίδης, εγεννήθη εις την κωμόπολιν Τσαγράκ (Τσαγράκιον) της Κερασούντος του Πόντου, το έτος 1862, από γονείς ευπόρους και ευσεβείς, των οποίων απετέλει το έβδομον τέκνον.

Μετά τας εγκυκλίους σπουδάς εις την γενέτειράν του και την Κερασούντα, η οποία απετέλει τότε έξοχον πνευματικόν κέντρον με Γυμνασιακάς Σχολάς και άλλα μορφωτικά ιδρύματα, εισήχθη εις την Θεολογικήν Σχολήν της Χάλκης, όπου διεκρίθη δια την επιμέλειάν του και το ήθος του.

Μετά γονίμους τετραετείς σπουδάς απεφοίτησεν ευδοκίμως, ανακηρυχθείς και Διδάκτωρ της Θεολογίας, εν συνεχεία δε διωρίσθη Διευθυντής των Σχολών της Κερασούντος και ιεροκήρυξ αυτών.

Το 1893 μετακληθείς εκ Κερασούντος εις Κων/πολιν, χειροτονείται Διάκονος και εν συνεχεία διορίζεται Υπογραμματεύς της Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Την 15ην Μαΐου1897 (επί Πατριάρχου Κωνσταντίνου Ε’), ο Αρχιδιάκονος Φώτιος Καλπίδης διορίζεται Αρχιγραμματεύς της Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου, την δε 25ην Μαΐου του 1897 χειροτονείται Πρεσβύτερος και Αρχιμανδρίτης υπό του Μητροπολίτου Μυτιλήνης, Κυρίλλου, εις τον Πατριαρχικόν Ναόν.
Τον Σεπτέμβριον του 1898, ο Αρχιμανδρίτης Φώτιος Καλπίδης, διορίζεται μέλος και ταμίας της συντακτικής επιτροπής του μοναδικού τότε επισήμου δημοσιογραφικού οργάνου του Οικουμενικού Πατριαρχείου «Η Εκκλησιαστική Αλήθεια».

Την 16ην Μαΐου 1902, δια ψήφων κανονικών, ο Αρχιγραμματεύς Φώτιος Καλπίδης εκλέγεται Μητροπολίτης Κορυτσάς, Μοσχοπόλεως, Πρεμετής και Σελασφόρου υπέρτιμος και Έξαρχος Δυτικής Μακεδονίας, της οποίας ο θρόνος εκκενώθη δια της μεταθέσεως του Μητροπολίτου αυτής Γερβασίου Ωρολογα εις την Ιεράν Μητρόπολιν Καισαρείας.

Την 19ην Μαΐου ημέραν Κυριακήν, χειροτονείται Μητροπολίτης υπό του Οικουμενικού Πατριάρχου Ιωακείμ και της περί αυτόν Ιεράς Συνόδου.
Περί τα μέσα Ιουλίου του 1902, ο νέος Μητροπολίτης Κορυτσάς Φώτιος, αφήκετο εις Κορυτσάν όπου του επεφυλάχθη συγκινητική και ενθουσιώδης υποδοχή υπό της Δημογεροντίας και του λαού της Πόλεως.

Αναλαβών ο Φώτιος την διοίκησιν της Ιεράς Μητροπόλεως Κορυτσάς, ανέπτυξεν έξοχον Εκκλησιαστικήν, Εθνικήν και Κοινωνικήν δράσιν, διότι την περιοχήν ελειμένοντο ανθελληνικαί συμμορίαι Κομιτατζήδων. Εναντίον όλων αυτών, αντέταξεν τον φλογερόν Πατριωτισμόν και τον Ιεραποστολικον του ζήλον.

Εμπνευσμένος Πνευματικός και Εθνικός ηγέτης, ευρίσκετο πάντα εις τας επάλξεις της υψηλής του αποστολής, εμψυχώνων και εμπνέων τον υπόδουλον Ελληνισμόν της Μαρτυρικής Ηπείρου.

Κατά την περίοδον αυτήν, την περιοχήν της Κορυτσάς καθώς και όλην την Μακεδονίαν, ελυμαίνοντο τρομοκρατικαί συμμορίαι Κομιτατζήδων με επικεφαλής τον περιβόητον αρχικομιτατζήν Κωστούρην, ο οποίος διετήρει στενάς φιλικάς σχέσεις με τον Τούρκον Διοικητήν Κορυτσάς (Μουτεσαρίφην), και είχεν μυστικήν συνεργασίαν μαζί του δια την καταπολέμησιν του Ελληνικού στοιχείου.

Επειδή ο Φώτιος ηρνήθη την χορήγησιν αδείας παρανόμου γάμου εις τον υιόν του Κωστούρη, τούτο εξέλαβεν ο Κωστούρης ως αφορμήν δια την εξόντωσιν του Μητροπολίτου Φωτίου.

Κατά μήνα Ιούνιον του 1906, φανατικά όργανα της Βουλγαρικής προπαγάνδας, με την ανοχήν των τουρκικών αρχών, κατέλαβον αυθαιρέτως την Ελληνικήν Εκκλησίαν του χωρίου Πλιάσσα της Επαρχίας Κορυτσάς και εδημιούργησαν επεισόδια εις βάρος των εκεί Ελλήνων. Ο Μητροπολίτης Φώτιος, πληροφορηθείς το γεγονός, έσπευσεν επί τόπου, απελευθέρωσεν την Εκκλησίαν και αποκατέστησε την τάξιν, όργανα όμως του Κωστούρη επετέθησαν δια λίθων και ετραυμάτισαν τον Φώτιον. Μετά την επίθεσιν αυτήν, αρχίζει η συνωμοσία δια την δολοφονίαν του Φωτίου.

Την 9ην Σεπτεμβρίου, ημέρα Σάββατον, ενώ μετέβαινεν έφιππος συνοδευόμενος από τον Πρωθιερέα του Ιωσήφ, τον διάκονόν του και τον κλητήρα της Μητροπόλεως εις το χωρίον Βρατοβίτσα (Μπραβδίτσα) δια να τελέση την επομένην τα εγκαίνια του Ναού και την Θείαν Λειτουργίαν, κατά την δύσιν του ηλίου και εις απόστασιν ενός τετάρτου της ώρας έξω από το χωρίον, έπεσεν εις ενέδραν 30μελούς συμμορίας κομιτατζήδων ο Μητροπολίτης Φώτιος και εδέχθη μόνον αυτός τας δολοφονικάς σφαίρας εις τον τράχηλον και έπεσεν εκ του ίππου του νεκρός εις το έδαφος.
Η σορός του διεκομίσθη εις Κορυτσάν, όπου εγένετο η κηδεία του εν μέσω Καθολικού και Βαθυτάτου πένθους.

Εις την κηδείαν παρέστησαν πολλοί Μητροπολίται με επικεφαλής τον Μητροπολίτην Καστοριάς Γερμανόν Καραβαγγέλην.
Το πένθος υπήρξε πανελλήνιον. Εις όλον το υπόδουλον και Ελεύθερον Έθνος, ανεπέμφθησαν επιμνημόσυναι δεήσεις, το δε Οικουμενικόν Πατριαρχείον προέβη εις εντόνους διαμαρτυρίας προς την Πύλην και τας Ξένας Πρεσβείας.

Επρόκειτο περί καθαράς προδοσίας και συνομωσίας, διότι ενώ ο Φώτιος είχε ζητήσει από τον Τούρκον Διοικητήν της Κορυτσάς να του διαθέσει απόσπασμα ασφαλείας, ούτος ηρνήθη.

Η τελευταία αυθεντική πληροφορία προέρχεται από τον συνοδόν και αυτόπτην μάρτυρα της δολοφονίας του Φωτίου, Αρχιερατικόν Επίτροπον Κορυτσάς Οικονόμου Ιωσήφ , ο οποίος εις την από 15 Δεκεμβρίου σχετικήν επιστολήν του προς τον ανεψιόν του Φωτίου κ. Γεώργιον Ανδρεάδην, αναφέρει ότι «Το μνήμα εκ μαρμάρου. του αειμνήστου Φωτίου, του οποίου ήμουν συνοδός κατά την δολοφονίαν του, ευρίσκεται εν αρίστη καταστάσει εις τον περίβολον του Ιερού Ναού Αγίου Γεωργίου Κορυτσάς, τυγχάνει δε εσαεί προσκύνημα εκ μέρους της πόλεώς μας και των περιχώρων».

από Βήμα Ορθοδοξίας

2 Σεπτεμβρίου 1944: Μάχη του ΕΔΕΣ κατά των Γερμανών στο Ασπροχάλικο Φιλιππιάδας

Η έκθεση του οπλαρχηγού του ΕΔΕΣ Κωνσταντίνου Μήτσου

Την 2-9-44, εις τα πλαίσια γενικωτέρας έπιθέσεώς των Ε.Ο.Ε.Α. Ζέρβα, το τμήμα μου αίφνιδιαστικώς έπετέθη κατά μεγάλης φάλαγγος εις θέσιν Άσπροχάλικον Φιλιππιάδος.

Ό άγών ύπήρξε πεισματώδης και διήρκεσε καθ’ δλην την νύκτα της 2-9-44, έγένετο πραγματική πάλη σώματος προς σώμα και οι άνδρες μου έχρησίμοποίησαν ακόμη και μαχαίρας.

Είχον δύο νεκρούς χωροφύλακας (Ίωάννου Ν. και Ντζίμα Τωάννου) και πολλούς τραυματίας, έν οίς και ο ανθυπασπιστής Χωροφυλακής Κουτσαμπέλας Χρήστος. Γερμανοί, έφονεύθησαν ή έπνίγησαν, έπιχειρήσαντες να διέλθωσι τον Λούρον ποταμόν, υπέρ τούς 100 και ήχμαλωτίσθησαν 20.

Ήχρηστεύθησαν 40 αύτοκίνητα φορτηγά, έμφορτα υλικών, περί τα 100 φορτηγά κτήνη, και άπεκομίσαμεν σωρείαν λαφύρων, μεταξύ των όποιων άφθονον πολεμικόν ύλικόν.

Μετά την επιτυχή μάχην Άσπροχάλικου, το τμήμά μου, με όλιγοώρους διακοπάς, καθ’ ολον τον Σεπτέμβριον του 1944 συνεκρούετο διαρκώς εις την πρώτην γραμμήν με γερμανικής δυνάμεις, αί όποΐαι έπεχείρουν να κάμψωσι τάς έθνικάς όμάδας, ϊνα κρατήσουν έλευθέραν την μέσω Φιλιππιάδος όδόν προς ’Ιωάννινα.

Έπηνέχθησάν και άλλου σημαντικοί άπώλέιαι εις τον έχθρόν εις νεκρούς, τραυματίας και αιχμαλώτους. Ειχομεν και ήμεΐς απώλειας εις έμψυχον υλικόν, ούχί όμως και τόσον σημαντικής.

Μέ την γενικήν έπίθεσιν του ΕΛΑΣ κατά των ομάδων Ζέρβα, το τμήμα μου έλαβε μέρος εις πολυημέρους σκληρός μάχας κατά των επιτιθεμένων εις Αρταν και Λούρον.

Κατά τάς μάχας αύτάς ήττήθημεν από τον ΕΛΑΣ ως σύνολον και αί Ε.Α.Ο. Ζέρβα συνεπτύχθησαν εις Κέρκυραν, όπόθεν και άπελύθημεν.

ΕΚΘΕΣΙΣ

Του έ.ά. Άντιστρατήγου Χωροφυλακής ΜΗΤΣΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

ΠΗΓΗ https://stratistoria.wordpress.com

(Στην φωτογραφία ο Κ. Μήτσου με άλογο λάφυρο όταν Τμήματα ανταρτών του ΕΔΕΣ επιτίθενται κατά γερμανικής φάλαγγας στη θέση Ασπροχάλικο της οδού Φιλιππιάδας – Κεράσοβου, την 2η Σεπτεμβρίου 1944 και τη διαλύουν)

31 Αυγούστου 1922: Η καταστροφή της Σμύρνης

Η Μικρασιατική Καταστροφή θεωρείται από τις μεγαλύτερες, αν όχι η μεγαλύτερη, συμφορά του ελληνισμού διαχρονικά. Με την Συνθήκη της Λωζάνης και την υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών, ο ελληνισμός της Ανατολής εξαφανίστηκε ύστερα από δύο χιλιάδες χρόνια και περίπου 1,5 εκατομμύριο πρόσφυγες ήρθαν υπό άθλιες συνθήκες στην Ελλάδα. Το σχεδόν χρεοκοπημένο ελληνικό κράτος έπρεπε τάχιστα να στεγάσει και να περιθάλψει αυτόν τον τεράστιο πληθυσμό.

Παράλληλα, με την αποχώρηση μουσουλμάνων στο θρήσκευμα από την ελληνική επικράτεια, η Ελλάδα κατέστη περισσότερο εθνικά και θρησκευτικά ομοιογενής, αλλά η Μεγάλη Ιδέα -κύριος συνεκτικός δεσμός της κοινωνίας και ο κύριος στόχος της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής για σχεδόν 100 χρόνια- έλαβε τέλος.

Η Καταστροφή του 1922 θα επιφέρει βαθιές τομές εντός της ελληνικής κοινωνίας σε όλα τα επίπεδα: οικονομικό (δημιουργία πολυπληθούς εργατικής τάξης στα μεγάλα αστικά κέντρα), πολιτικό (ριζοσπαστικοποίηση των πολιτικών δυνάμεων), καθώς και πολιτισμικό (νέα μουσικά ακούσματα, κουζίνα, νέες πνευματικές αναζητήσεις και λογοτεχνικά ρεύματα, όπως η γενιά του ’30 κτλ).

Με τον όρο Μικρασιατική Καταστροφή περιγράφεται περισσότερο η τελευταία φάση της Μικρασιατικής εκστρατείας, δηλαδή το τέλος του «ελληνοτουρκικού πολέμου του 1918-22», η φυγή από την Τουρκία της ελληνικής διοίκησης, που είχε εγκατασταθεί στα δυτικά μικρασιατικά παράλια, στη Σμύρνη, κατά τη Συνθήκη των Σεβρών, (αμέσως μετά την ανακωχή του Μούδρου), όπως και η σχεδόν άτακτη υποχώρηση του ελληνικού στρατού μετά την κατάρρευση του μετώπου και η γενικευμένη πλέον εκδίωξη μεγάλου μέρους του ελληνικού και χριστιανικού πληθυσμού από τη Μικρά Ασία, που είχε όμως ξεκινήσει πολύ νωρίτερα (δείτε σχετικά Συνθήκη του 1914, που είχε συνομολογήσει ο Ελευθέριος Βενιζέλος) και που είχε διακοπεί με την «ανακωχή του Μούδρου».

Τα γεγονότα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα, μετά την Καταστροφή της Σμύρνης και της Ανακωχής των Μουδανιών, που συνομολογήθηκε στην ομώνυμη πόλη (11 Οκτωβρίου 1922), και τον ένα μήνα μετά την εκκένωση της χερσονήσου της Καλλίπολης (στις 11 Νοεμβρίου) από τους Έλληνες που έμεναν εκεί, καθώς και αργότερα με την «υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών» (1922-24) από όλη τη Μικρά Ασία και τον ερχομό 1.230.000 Ελλήνων χριστιανών και 45.000 Αρμένιων προσφύγων στην Ελλάδα, να επιφέρουν την τελεία καταστροφή του Θρακικού και Μικρασιατικού ελληνισμού μαζί με του Πόντου.

Τραγικός απολογισμός

Ο πλήρης απολογισμός της καταστροφής αυτής που συντελέσθηκε ιστορικά σε δύο περιόδους, (αμφότερες τετραετίες), 1914-1918 και 1920-1924 είναι πράγματι πολύ δύσκολος.

Οι αρπαγές και οι λεηλασίες σπιτιών και περιουσιών, οι γεωργικές και κτηνοτροφικές καταστροφές, το γκρέμισμα σχολείων, ναών και άλλων ευαγών ιδρυμάτων, η χρεοκοπία και καταστροφή βιοτεχνικών και βιομηχανικών επιχειρήσεων με τον παράλληλο ευτελισμό κάθε ανθρώπινης αξιοπρέπειας που περιλαμβάνονται μαρτυρικοί βασανισμοί αιχμαλώτων, βιασμοί και ηθική οδύνη υπό το κλίμα του τρόμου και της απειλής του θανάτου, αλλά και οι ατέλειωτες πορείες αιχμαλώτων, στα περιώνυμα «τάγματα εργασίας», με άγνωστο αριθμό ανθρώπων που χάθηκαν σ’αυτά, οι σφαγές, οι θηριωδίες μέχρι και οι εκτελέσεις επί των αποφάσεων των τουρκικών Δικαστηρίων της Ανεξαρτησίας δεν έχουν μέχρι σήμερα ερευνηθεί πλήρως.

Πολλά από τα οστά των θυμάτων σύμφωνα με αρκετές ιστορικές αναφορές όπως το Χρονικόν Μεγάλης Τραγωδίας του Χρήστου Αγγελομάτη αλλά και άρθρο της εφημερίδας Ελευθεροτυπία, πωλήθηκαν από το τουρκικό κράτος σε βιομηχανίες της Μασσαλίας.

Συνολικά η μικρασιατική εκστρατεία είχε ως αποτέλεσμα 25.000 νεκρούς και τραυματίες στρατιώτες από ελληνικής πλευράς. Πάνω από 1.500.000 Έλληνες αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες των προγόνων τους και να έρθουν σαν πρόσφυγες στην Ελλάδα, αφήνοντας πίσω τους πάνω από 600.000 νεκρούς.

Σύμφωνα με τα στοιχεία που έδωσε ο Ελ. Βενιζέλος με το υπόμνημά του στη Συνδιάσκεψη της Ειρήνης του Παρισιού, στη Μικρά Ασία ζούσαν 1.694.000 Έλληνες. Στη Θράκη και την περιοχή της Κωνσταντινούπολης 731.000. Στην περιοχή της Τραπεζούντας 350.000 και στα Αδανα 70.000. Σύνολο 2.845.000 Έλληνες που αποτελούσαν το 20% του πληθυσμού της περιοχής που κυριαρχούσε οικονομικά, είχε δε καταφέρει να διατηρήσει την πολιτιστική του κληρονομιά παρ’ ότι αποτελούσε μειονότητα σε εχθρικό περιβάλλον.

Οι Τούρκοι ήθελαν να εξαφανίσουν κάθε ελληνικό στοιχείο από την Μικρά Ασία, προβαίνοντας σε ανείπωτα εγκλήματα, σύμφωνα και με τις μαρτυρίες των Δυτικών αυτοπτών μαρτύρων: Μαζικές πυρπολήσεις κτηρίων και ανθρώπων, βιασμοί, σφαγές, εκτελέσεις, βασανιστήρια κ.π.α. Αμερικανοί μάρτυρες διηγούνται ιστορίες για πυρπολήσεις αρρώστων μέσα σε νοσοκομεία και παιδιών μέσα σε σχολεία. Σύμφωνα δε με τον ανταποκριτή των Τάιμς του Λονδίνου, πολλοί Χριστιανοί κάηκαν μέσα στις εκκλησίες τους, όταν αφού κατέφευγαν σε αυτές, οι Τούρκοι τούς έβαζαν επί τούτου φωτιά.

Η γνωστή εκείνα τα χρόνια αμερικανίδα ιατρός M. C. Elliott, που επί πολλά χρόνια είχε υπηρετήσει σε νοσοκομεία της Εγγύς Ανατολής, κατέθεσε τις εμπειρίες της, σύμφωνα με τις οποίες περιέθαλψε εκατοντάδες βιασμένες από Τούρκους χριστιανές κοπέλες και άκουσε για αμέτρητες άλλες τέτοιες περιπτώσεις, αλλά δεν είδε ούτε μία Τουρκάλα σε αντίστοιχη κατάσταση.

Στα θύματα των Χριστιανών από τους Τούρκους συγκαταλέγεται και ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος Σμύρνης , που πέθανε με ιδιαίτερα βασανιστικό θάνατο, καθώς και πολλοί άλλοι Επίσκοποι και ιερείς (342 μόνο στην Μητρόπολη Σμύρνης).

Αποκορύφωμα η πυρπόληση της αρμενικής και της ελληνικής συνοικίας της Σμύρνης. Το κάψιμο των σπιτιών ανάγκασε τους κρυμμένους σε αυτά Χριστιανούς να βγουν έξω στους δρόμους, με αποτέλεσμα και οι τελευταίοι που είχαν γλυτώσει από τις προηγούμενες σφαγές, να πέφτουν στα χέρια των Τούρκων και να υφίστανται τρομερούς βασανισμούς πριν τον θάνατό τους. Μεταξύ των θυμάτων, υπήρξαν και μεμονωμένες περιπτώσεις Δυτικών (Αμερικανών, Ολλανδών κ.α.), παρ’ ότι οι Τούρκοι κατά κανόνα αυτούς δεν τους πείραζαν.

Οι σφαγές κατά Ελλήνων και Αρμενίων από τους Τούρκους έκαναν τον Αμερικανό Πρόξενο στην Σμύρνη Τζωρτζ Χόρτον (George Horton) να γράψει: «Ένα από τα δυνατώτερα συναισθήματα που πήρα μαζί μου απ’ τη Σμύρνη ήταν το συναίσθημα της ντροπής, διότι άνηκα στο ανθρώπινο γένος».

otavoice.gr

28 Αυγούστου 1948: Η εκτέλεση της Ελένης Γκατζογιάννη στο Λια Θεσπρωτίας – Η απαγορευμένη ταινία στη μνήμη της

Ήταν 28 Αυγούστου 1948, όταν η Ελένη Γκατζογιάννη από το χωριό Λια Θεσπρωτίας εκτελέστηκε από τον αυτοαποκαλούμενο “Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδος”, δηλαδή τους αντάρτες του ΚΚΕ, επειδή φυγάδευσε τον γιο της Νίκο και άλλους συγχωριανούς, ώστε να μην στρατολογηθούν ή σταλούν στις χώρες του νεοσύστατου τότε ανατολικού μπλοκ.

Ο Νίκος Γκατζογιάννης όταν μεγάλωσε έγινε δημοσιογράφος στους NEW YORK TIMES και έγραψε βιβλίο για την ιστορία της μητέρας του, το οποίο έγινε best seller αλλά και ταινία του Χόλιγουντ!

Στην Ελλάδα, στα μέσα της δεκαετίας του 1980, η ταινία δεν προβλήθηκε για περισσότερο από μία εβδομάδα στις κινηματογραφικές αίθουσες λόγω των έντονων αντιδράσεων του ΚΚΕ.

Μάλιστα ακόμα και σήμερα, τέσσερις δεκαετίες αργότερα, τα κανάλια διστάζουν να προβάλλουν την ταινία στην τηλεόραση!

Το Δελτίο Τύπου της κυπριακής φοιτητικής παράταξης ΔΡΑΣΙΣ – ΚΕΣ για την Ελένη Γκατζογιάννη:

Στις 28 Αυγούστου το 1948 εκτελείται η 41χρονη Ελένη Γκατζογιάννη από τις δυνάμεις των κομμουνιστών ανταρτών του λεγόμενου “Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδος”.

Η Ελένη αποτελούσε πρότυπο Ελληνίδας Μητέρας η οποία εν τη απουσία του συζύγου της για εργασία στην Αμερική ανέλαβε μόνη την ανατροφή των τριών παιδιών της.

Το 1948 και εν μέσω του Εμφυλίου Πολέμου το χωριό Λια της Θεσπρωτίας στο οποίο διέμενε η Ελένη με τα παιδιά της είχε μετατραπεί σε προπύργιο των δυνάμεων του «ΔΣΕ».

Τη χρονιά αυτή οι αντάρτες αποφάσισαν να στρατολογήσουν τα μεγαλύτερα αγόρια, ενώ σκόπευαν να στείλουν τα μικρότερα σε γειτονικές λαϊκές δημοκρατίες.

Η Ελένη δεν μπορούσε να αποδεχθεί κάτι τέτοιο. Επιχείρησε να φυγαδεύσει τον μοναχογιό της, Νίκο, μαζί με άλλα είκοσι άτομα, εκτός της περιοχής που βρισκόταν υπό τον έλεγχο των κομμουνιστών. Ωστόσο, οι αντάρτες τους πρόλαβαν και αφού συνέλαβαν την Ελένη, την ανέκριναν, τη βασάνισαν και εν τέλει την εκτέλεσαν.

Η ιστορία της Ελένης Γκατζογιάννη προβάλει το μίσος των κομμουνιστών ανταρτών απέναντι στους Έλληνες. Δεν ήταν ιδεολόγοι επαναστάτες, ήταν μισάνθρωποι και ανθέλληνες, τυφλωμένοι από τις άρρωστες ιδέες τους.

Στη μνήμη της Ελένης δίνουμε την υπόσχεση να αγωνιστούμε για την οριστική εξάλειψη της σάπιας αυτής ιδεολογίας.

Δείτε την ταινία “Ελένη”

Σελίδα 4 από 5

Υποστηριζόμενο από WordPress & Θέμα από Anders Norén