του Θοδωρή Ασβεστόπουλου

Με την έναρξη του Α” Παγκοσμίου Πολέμου το 1914, οι Νεότουρκοι, οι οποίοι κυριαρχούσαν τότε στην πολιτική ζωή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, εξαπέλυσαν διωγμούς κατά των Ελλήνων της Ιωνίας και της Θράκης, με μαζικές εκτοπίσεις και εξαναγκαστικές πορείες θανάτου στα βάθη της Μικράς Ασίας.

Ήταν η αρχή της Γενοκτονίας εις βάρος των Ελλήνων και των άλλων χριστιανικών λαών της Ανατολής, με απώτερο σκοπό η Τουρκία να κατοικείται αποκλειστικά από μουσουλμάνους. Από το 1916 οι Νεότουρκοι άρχισαν να επεκτείνουν την πολιτική αυτή και στον Πόντο, με την πρόφαση ότι οι Έλληνες της περιοχής βοηθούσαν τα ρωσικά στρατεύματα. Οι διωγμοί εντάθηκαν από το 1917, με την είσοδο της Ελλάδας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Μεγάλος αριθμός των εκτοπισμένων έχανε τη ζωή του από κακουχίες, αρρώστιες και επιδημίες κατά τη διάρκεια των πορειών θανάτου. Όσοι κατόρθωναν και επιζούσαν, είτε γίνονταν αντικείμενο βιασμού, είτε εξαναγκάζονταν σε εξισλαμισμό ή δολοφονούνταν. Εν τω μεταξύ, τουρκικές άτακτες ομάδες (τσέτες), όπως αυτή του Τοπάλ Οσμάν, ο οποίος ήταν ήδη περιβόητος από το ρόλο που διαδραμάτισε στη Γενοκτονία των Αρμενίων, επιστρατεύτηκε εναντίον των Ελλήνων της περιοχής της Σαμψούντας και της Κερασούντας.

Η δεύτερη φάση της Γενοκτονίας άρχισε μετά την έναρξη της Μικρασιατικής εκστρατείας (1919-1922), όπου άτακτες ομάδες Τούρκων, που υποστήριζαν το εθνικιστικό κίνημα του Μουσταφά Κεμάλ ο οποίος συνέχιζε πλέον την πολιτική των Νεότουρκων, προχωρούσαν σε σφαγές σε ολόκληρη τη Μικρά Ασία.

Τα «Δικαστήρια Ανεξαρτησίας»

Οι ηγέτες των Τούρκων εθνικιστών θέλοντας να δώσουν στις θηριωδίες τους ένα νομιμοφανές πλαίσιο ως προς την διεθνή κοινότητα, οργάνωσαν άτυπες και συνοπτικές δίκες όπου θα καταδίκαζαν σε θάνατο ηγετικές και επιφανής προσωπικότητες του Ποντιακού Ελληνισμού.

Έτσι εφευρέθηκαν τα λεγόμενα «Δικαστήρια Ανεξαρτησίας» στην Αμάσεια. Η πόλη, που ήταν η πρωτεύουσα του ελληνιστικού Βασιλείου των Μιθριδατών στον Πόντο, επιλέχθηκε για να διεξαχθούν οι δίκες – παρωδία επειδή βρισκόταν μακριά από τα προξενεία των δυτικών χωρών, ώστε να αποφευχθεί η παρουσία αντιπροσώπων τους. Οι δίκες θεωρήθηκαν από την τουρκική ηγεσία ως καθαρά «εσωτερική υπόθεση».

Στις δίκες, που άρχισαν τον Αύγουστο του 1921, δεν παρουσιάστηκαν ποτέ συγκεκριμένα στοιχεία από το κατηγορητήριο που να συνδέει τους κατηγορούμενους με αντιτουρκική δραστηριότητα. Μόνο σε ορισμένες περιπτώσεις εκτοξεύτηκαν αόριστοι ισχυρισμοί για υποστήριξη του ρωσικού στρατού κατά του διάρκεια του Α” Παγκοσμίου Πολέμου.

Μεταξύ άλλων παρουσίασαν ως ενοχοποιητικό στοιχείο τις αθλητικές ενδυμασίες της ελληνικής ποδοσφαιρικής ομάδας «Πόντος Μερζιφούντας», οι οποίες είχαν γαλάζια και λευκά χρώματα, όπως και η ελληνική σημαία και το γράμμα «Π» από τον όρο «Πόντος».

Ύστερα από συνοπτικές διαδικασίες, βγήκαν καταδικαστικές αποφάσεις οι οποίες προέβλεπαν θάνατο δι” απαγχονισμού. Ως αφορμή για αυτές τις αποφάσεις παρουσιάστηκε η υποτιθέμενη σύνδεση των κατηγορουμένων με το κίνημα αυτοδιάθεσης του Πόντου.

Συγκεκριμένα η απόφαση του ψευτοδικαστηρίου σημείωνε σχετικά:

«Επειδή αποδείχθηκε ότι οι παρόντες και κάποιοι από τους απόντες σκέφτονταν και ενεργούσαν να ιδρύσουν Δημοκρατία του Πόντου, αποσπώντας μεγάλο τμήμα του Οθωμανικού Κράτους, από την Τραπεζούντα μέχρι το Ζογκουλδάκ και προς το εσωτερικό μέχρι τη Σεβαστεία καταδικάζονται 69 προύχοντες στον δι` αγχόνης θάνατον, 15 ερήμην εις θάνατον, 7 σε 15ετή δεσμά, των δε μελών του Διοικητικού Συμβουλίου του Συλλόγου Ορφεύς επικυρώνεται η υπό του Στρατοδικείου επιβληθείσα ποινή, και οι υπόλοιποι σε πρόσκαιρα δεσμά στη Σεβάστεια μέχρι το τέλος του πολέμου».

Όπως αναφέρει ο γνωστός θεατρικός συγγραφέας Δημήτρης Ψαθάς στο βιβλίο του «Γη του Πόντου», ο δημοσιογράφος και εκδότης της εφημερίδας «Εποχή» της Τραπεζούντας Νίκος Καπετανίδης όταν ο πρόεδρος του ψευτοδικαστηρίου του ανέγνωσε το «κατηγορητήριο» ότι επιδίωκε την ανεξαρτησία του Πόντου, τον διέκοψε λέγοντάς του: «εγώ ήθελα την απευθείας ένωση του Πόντου με την Ελλάδα».

Οι θανατικές ποινές έλαβαν χώρα στις 21 Σεπτεμβρίου 1921 στις γέφυρες της Αμάσειας, πάνω από τον ποταμό Ίρις. Οι εκτελεσθέντες ήταν πολιτικοί, κοινοτάρχες, δημοσιογράφοι, ιατροί, καθηγητές και ιερείς.

Υπέγραψαν δηλώσεις… μετά θάνατον

Όπως κατήγγειλε το Οικουμενικό Πατριαρχείο οι υποτιθέμενοι ένοχοι τις «δηλώσεις» τους τις υπέγραψαν μετά τη θανατική καταδίκη τους, την παραμονή της εκτέλεσής τους ή ακόμη και όντας δολοφονημένοι από καιρό. Τέτοιες περιπτώσεις είναι του Χ. Ελευθεριάδη δικηγόρου που είχε δολοφονηθεί στην Κερασούντα το 1920, του Μ. Μαυρίδη, του Γ. Καλογερόπουλου, του Α. Δελικάρη, του Λ. Τεσταμπασίδη, του Ι. Ελευθεριάδη.

Ακόμη θα πρέπει να επισημανθεί ότι ο μητροπολιτικός αντιπρόσωπος Αμάσειας Ευθύμιος Ζήλων, ο καθηγητής Γ. Παπαμάρκου, ο διευθυντής της Οθωμανικής Τράπεζας Π. Παπαδόπουλος και ο έμπορος Θ. Εκμεντζίογλου αν και ήταν ήδη νεκροί από την προηγούμενη της εκτέλεσής τους, μεταφέρθηκαν στον τόπο του μαζικού εγκλήματος προκειμένου τα άψυχα σώματά τους να υποστούν την ποινή τους.

Οι δικές και οι εκτελέσεις στην Αμάσεια από το τουρκικό εθνικιστικό κίνημα του Κεμάλ πέτυχαν τελικά την εξολόθρευση των αντιπροσώπων του Ποντιακού Ελληνισμού, με νομιμοφανή μανδύα. Ο συνολικός αριθμός των νεκρών Ποντίων, ως απόρροια της Γενοκτονίας που εξαπέλυσαν οι οθωμανικές και εν συνεχεία οι τουρκικές αρχές, από το 1915 ως το 1923, υπολογίζεται σε 353.000.

Οι αντιδράσεις

Οι θηριωδίες αυτές προκάλεσαν αντιδράσεις εντός και εκτός Τουρκίας. Ο απαγχονισμός του Ματθαίου Κωφίδη, πρώην μέλος του οθωμανικού κοινοβουλίου, ο οποίος μάλιστα ήταν ενάντιος σε κάθε μορφή ένοπλης αντίστασης κατά των Τούρκων, εξόργισε ακόμη και τους Μουσουλμάνους της Τραπεζούντας, που σιωπηρά αρνήθηκαν να συνεργαστούν με τους Τούρκους εθνικιστές και έτσι διασώθηκε ένας αριθμός ντόπιων Ελλήνων.

Ιδιαίτερη σημασία είχε το ψήφισμα διαμαρτυρίας των Eλλήνων διανοουμένων προς τους Ευρωπαίους συναδέλφους τους και τις κυβερνήσεις τους το οποίο υπέγραφαν μεταξύ των άλλων, οι Bλαχογιάννης, Γρυπάρης, Δροσίνης, Zάχος,Kαζαντζάκης, Nιρβάνας, Ξενόπουλος, Παλαμάς Παπαντωνίου, Σικελιανός.

Διαμαρτυρίες καταγράφτηκαν και σε χώρες που βρίσκονταν σε συμμαχία με το κεμαλικό κίνημα, όπως στη Γαλλία και στην Ιταλία, οι οποίες και καταδίκασαν τις αποτρόπαιες πράξεις. Το θέμα της εξολόθρευσης του Ποντιακού Ελληνισμού απασχόλησε και το Κογκρέσο των ΗΠΑ, στις 22 Δεκεμβρίου 1921, από τον γερουσιαστή Γουίλλιαμ Κινγκ.

Ορισμένα ονόματα εκτελεσθέντων στην Αμάσεια

Ματθαίος Κωφίδης, επιχειρηματίας και πολιτικός, πρώην μέλος του οθωμανικού κοινοβουλίου.

Νικόλαος Καπετανίδης, δημοσιογράφος και εκδότης.

Παύλος Παπαδόπουλος, διευθυντής της Οθωμανικής Τράπεζας της Σαμψούντας.

Ιορδάνης Τοτομανίδης, διευθυντής του μονοπωλίου καπνού της Μπάφρας.

Δημοσθένης Δημήτρογλου, τραπεζίτης.

Ευθύμιος Ζήλων, μητροπολιτικός αντιπρόσωπος Αμάσειας.

Πλάτων Αϊβαζίδης, πρωτοσύγκελος της μητρόπολης Αμάσειας.

Αλέξανδρος Ακριτίδης, επιχειρηματίας στην Τραπεζούντα.

Δάσκαλοι και μαθητές του Κολεγίου Ανατολή Μερζιφούντος, ορισμένοι από τους οποίους αθλητές της ποδοσφαιρικής ομάδας του σχολείου «Πόντος Μερζιφούντα».

Ερήμην

Χρύσανθος, μητροπολίτης Τραπεζούντας, μετέπειτα αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος.

Γερμανός Καραβαγγέλης, μητροπολίτης Αμάσειας.

Λαυρέντιος, μητροπολίτης Χαλδίας.

Λεωνίδας Ιασωνίδης, πολιτικός.