Ετικέτα: ΚΟΡΥΤΣΑ

9 Σεπτεμβρίου 1906: Η δολοφονία του Μητροπολίτη Κορυτσάς Φωτίου

Του Τάσου Κοντογιαννίδη

Από τον Πόντο στην Ήπειρο, από τη μια πλευρά του ελληνισμού στην άλλη θα βρεθεί ο Πόντιος ιεράρχης Φώτιος Καλπίδης. Ως μητροπολίτης Κορυτσάς θα κρατήσει ψηλά τη φλόγα της πίστης αλλά και το λάβαρο του εθνικού αγώνα. Συμπαραστάτης του καταπιεζόμενου ποιμνίου του από Αλβανούς, Βουλγάρους και Ρουμάνους κομιτατζήδες, ο Φώτιος έπεσε στις επάλξεις του καθήκοντος από τις σφαίρες των δολοφόνων, για να ξεσηκώσει τότε ο θάνατός του τον ελληνισμό. Το ποιος ήταν ο Φώτιος Καλπίδης, θα σας εξιστορήσουμε ευθύς αμέσως.

Στο χωριό Τσαγράκ της Κερασούντας μια φτωχή αγροτική ποντιακή οικογένεια θα φέρει στον κόσμο, το 1865, ένα αγόρι που θα του δώσουν το όνομα Φώτιος. Ζει κι αυτό μέσα στη φτώχεια, ακολουθεί και βοηθά τους γονείς του στις αγροτικές ασχολίες, αλλά έχει μια ιδιαίτερη κλίση στα γράμματα που μαθαίνει από τον ιερέα του χωριού.

Το επόμενο βήμα του είναι να φοιτήσει στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης και θα ξεκινήσει έτσι μια αξιοθαύμαστη σταδιοδρομία, αφού το 1890, σε ηλικία 25 ετών, διορίζεται διευθυντής της σχολής αρρένων στην Κερασούντα κι ένα χρόνο μετά προσλαμβάνεται στο Πατριαρχείο και ορίζεται πρωτοκολλητής.

Το 1893 γίνεται υπογραμματέας της Ιεράς Συνόδου και το 1897 προάγεται σε αρχιγραμματέα. Την ίδια χρονιά γίνεται αρχιμανδρίτης. Οι ικανότητές του χαίρουν εκτιμήσεως και αναγνωρίσεως. Το 1902, στις 16 Μαΐου ψηφίζεται μητροπολίτης Μοσχοπόλεως, Κορυτσάς και Πρεμετής. Ακούραστος, γεμάτος φλόγα εθνική και ένθεο ζήλο έτρεχε στην περιφέρειά του για να κηρύξει το λόγο του Θεού και να τονώσει το εθνικό φρόνημα των Ελλήνων.

Στην Κορυτσά τότε ανθούσε ακραιφνής ελληνισμός. Υπήρχε το Πάγκειο γυμνάσιο με διακεκριμένους καθηγητές, το παρθεναγωγείο, τα δημοτικά σχολεία με 4.000 μαθητές. Όλα τόνιζαν την ελληνικότητα της περιοχής, όπως και τώρα. Το 1905, την ημέρα της απονομής των πτυχίων στους μαθητές του γυμνασίου, σε επίσημη τελετή, παρευρέθη και ο πρόξενος του Μοναστηρίου. Στο καταπληκτικό θέαμα που αντίκρισε δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί και γεμάτος συγκίνηση αναφώνησε: «Οίος γνήσιος και ακραιφνής Ελληνισμός! Ζήτω η ελληνικότατη Κορυτσά!».

Ο Φώτιος ήταν προικισμένος με φλογερή φιλοπατρία, άκρατη φιλανθρωπία, ευγλωττία, θάρρος, και πίστη στα αναλλοίωτα εθνικά ιδεώδη. Η κοινωνία της Κορυτσάς κυριολεκτικά τον λάτρευε. Ήταν άξιος ποιμενάρχης. Ήταν τουρκοκρατούμενη περιοχή και το έργο του δύσκολο. Τότε άρχιζε και η αφυπνισθείσα αλβανική προπαγάνδα με υποκίνηση των μεγάλων δυνάμεων που διέκειντο δυστυχώς και τότε δυσμενώς προς την Ελλάδα. Ο Φώτιος ήταν γι’ αυτούς το μεγάλο εμπόδιο κι έπρεπε με κάθε τρόπο να εκλείψει. Τον απείλησαν. Έμεινε απτόητος από αυτές τις απειλές και ακλόνητος στη θέση του.

Τον Ιούνιο του 1905 στο χωριό Πλίασα δέχτηκε δολοφονική επίθεση, αλλά διέφυγε το θάνατο με έναν ελαφρύ τραυματισμό. Στις 9 Σεπτεμβρίου του 1906, όμως, πηγαίνοντας να τελέσει λειτουργία στο χωριό Μπρατβίστα του Μοράβα έπεσε σε ενέδρα αλβανορουμάνων κομιτατζήδων με αποτέλεσμα να πέσει νεκρός από τις σφαίρες των δολοφόνων του.

Η απώλεια του Δεσπότη και η αποφασιστικότητα για αγώνα

Η είδηση του θανάτου του συγκλόνισε το πανελλήνιο και σκόρπισε πόνο και οδύνη στις ψυχές του ελληνισμού της Κορυτσάς. Κραυγές οργής ακούστηκαν κι όρκοι δόθηκαν στον Ύψιστο για εκδίκηση… Καταφθάνουν για να τελέσουν την κηδεία του δυο Δεσποτάδες. Ο Δυρραχίου Προκόπιος, που αργότερα έγινε Ικονίου, και ο Καστοριάς Γερμανός Καραβαγγέλης, κατ’ εντολή του Πατριάρχη να κάνει την κηδεία του Φωτίου. Έγραφε ο Γερμανός: «Ο Μητροπολίτης ήταν φίλος και συμμαθητής μου, άνθρωπος μορφωμένος και ειρηνικός, που με παρακαλούσε να πάψω τις επικίνδυνες περιοδείες μου, να μην τρέχω δεξιά κι αριστερά γιατί θα με σκοτώσουν οι Βούλγαροι και οι συνεργαζόμενοι μαζί τους Τουρκαλβανοί». Και παρακάτω: «Εγώ εκφώνησα τον επικήδειο του αείμνηστου Φωτίου. Ανέβηκα στον άμβωνα και άρχισα με το προφητικό ρητό, “ουκ εκλείψει άρχων εξ Ιούδα και ηγούμενος εκ των μηρών αυτού, έως ο έλθη ω απόκειται και αυτός προσδοκία εθνών”. Και συγχρόνως με το χέρι μου έδειχνα προς την Ελλάδα». Τους είπε πως δεν πρέπει να απελπίζονται, πως στη θέση του σκοτωμένου εμείς θα στείλουμε καλύτερον, κι αν τον σκοτώσουν κι αυτόν θα στείλουμε άλλον καλύτερον. Αυτή, τους είπε, ήταν η μοίρα του Ελληνικού Έθνους, να εργάζεται με το αίμα του για την απελευθέρωσή του.

Το πολυπληθές εκκλησίασμα, ανάμεσά του και αρκετοί παπάδες της περιοχής, κλαίει κι ενθουσιάζεται. Ζητωκραυγές αντηχούν. Κατάρες απευθύνονται προς τους δολοφόνους. Η επίδραση του λόγου του, στους κατατρομαγμένους Κορυτσαίους είναι τεράστια.

Η διαλεύκανση του αποτρόπαιου εγκλήματος

Ο Γερμανός Καραβαγγέλης ήθελε να ξεδιαλύνει το έγκλημα. Μετά την κηδεία άρχισε ανακρίσεις σαν να ήταν ο ίδιος δικαστικός λειτουργός. Από τους πολλούς που ρώτησε, διαπίστωσε πως στη δολοφονία του Φωτίου είχε βάλει το χέρι του ο αιμοχαρής βοεβόδας Μήτρος Βράχος. Είχε φθάσει σ’ ένα χωριό έξω από την Κορυτσά και είχε συνεννοηθεί με τους Αλβανούς για κοινή δράση εναντίον των Ελλήνων. Σκόρπισε πολύ χρήμα για να τους εξαγοράσει. Τους υποσχέθηκε πολλά. Πλούτη και αξιώματα. Εκεί αποφασίστηκε και η δολοφονία του Φωτίου. Ανατέθηκε η εκτέλεση σ’ έναν Κορυτσαίο αλβανιστή που λεγόταν Σπύρος Κωστούρος. Έτσι έστησαν ενέδρα στον Φώτιο, και πυροβολώντας τον δολοφόνησαν την ώρα που πήγαινε να εκτελέσει το ύψιστο καθήκον του.

Ξεσηκώθηκαν όλοι οι Έλληνες και τότε μόνο οι τοπικές αρχές διέταξαν έρευνες και συνέλαβαν δύο ρουμανίζοντες, ενώ διέφευγε ο Κωστούρος, ο οποίος συνελήφθη αργότερα μαζί με τους δύο γιους του. Ο δολοφόνος τιμωρήθηκε παραδειγματικά: πλήρωσε κι αυτός με τη ζωή του.

Τότε το Πατριαρχείο διόρισε στη θέση του Φωτίου έναν άλλο Πόντιο, τον μητροπολίτη Ροδοπόλεως Γερβάσιο, έναν φλογερό ιεράρχη που συνέχισε το εθνικό έργο του Φωτίου.

www.pontosnews.gr

7 Δεκεμβρίου 1912: Η απελευθέρωση της Κορυτσάς στους Βαλκανικούς Πολέμους

Μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης (26 Οκτωβρίου 1912) η Στρατιά Μακεδονίας στράφηκε προς τη Δυτική Μακεδονία.

Το Υπουργείο Στρατιωτικών συνέστησε στον Αρχηγό της Στρατιάς Διάδοχο Κωνσταντίνο να συνδυάσει τις επιθετικές του ενέργειες εναντίον των Τούρκων στην περιοχή του Μοναστηρίου με τις αντίστοιχες σερβικές, με σκοπό τη γρήγορη εκκαθάριση της καταστάσεως και την αιχμαλωσία των τουρκικών δυνάμεων που συμπτύσσονταν προς νότια.

Σύμφωνα με τις απόψεις της Κυβερνήσεως, που τις έκανε γνωστές στη Στρατιά, υπήρχε κίνδυνος οι τουρκικές δυνάμεις σε περίπτωση διαφυγής τους να τραπούν προς την Ήπειρο και να ενισχύσουν την τουρκική φρουρά των Ιωαννίνων.

Μετά την κατάληψη του Μοναστηρίου από τους Σέρβους, αφού ο Ελληνικός Στρατός δεν πρόλαβε λόγω των κακών καιρικών συνθηκών και των μεγάλων αποστάσεων, το Υπουργείο Στρατιωτικών θεώρησε σκόπιμο να διατεθούν δύο μεραρχίες για την απελευθέρωση της Κορυτσάς κατά πρώτο λόγο και μετά των άλλων πόλεων της Δυτικής Μακεδονίας.

Μετά την ανακωχή που υπογράφτηκε μεταξύ Σερβίας, Μαυροβουνίου, Βουλγαρίας από τη μία πλευρά και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από την άλλη, η Στρατιά ανέφερε προς το Υπουργείο των Στρατιωτικών ότι δεν έκρινε σκόπιμη τη συνέχιση των επιχειρήσεων προς την Κορυτσά, εφόσον διαπιστωνόταν μέχρι τις 18 Νοεμβρίου 1912 ότι ο κύριος όγκος του τουρκικού στρατού αποχώρησε προς τα Ιωάννινα.

Η Κυβέρνηση εμπρός στη νέα κατάσταση συμφώνησε, καθόσο ήταν αναγκαία η συγκέντρωση σημαντικού μέρους του στρατού στη Θεσσαλονίκη, ενόψει της αποβάσεως στη χερσόνησο Καλλιπόλεως για τη διάνοιξη των στενών του Ελλησπόντου.

Στις 19 Νοεμβρίου συγκροτήθηκε Τμήμα Στρατιάς με αποστολή την εξασφάλιση των περιοχών Καστοριάς και Φλώρινας σε περίπτωση που οι Τούρκοι επιχειρούσαν να επιτεθούν εναντίον τους. Διοικητής του ορίσθηκε ο Υποστράτηγος Κωνσταντίνος Δαμιανός.

Οι δυνάμεις του τουρκικού στρατού που είχαν παραμείνει στην περιοχή της Κορυτσάς υπολογίζονταν σύμφωνα με πληροφορίες σε 13 τάγματα πεζικού (10.000 – 12.000 άνδρες). Εξαιτίας της διακοπής των επιχειρήσεων των Σέρβων, το μεγαλύτερο μέρος τους κατείχε θέσεις απέναντι στα ελληνικά τμήματα τα οποία και παρενοχλούσαν με συνεχείς προσβολές.

Στις 11:00 της 29ης Νοεμβρίου, ισχυρές τουρκικές δυνάμεις επιτέθηκαν εναντίον των προφυλακών του Τμήματος Στρατιάς (Συγκρότημα 1ου Συντάγματος Ιππικού) και μετά από σκληρό αγώνα τις εξανάγκασαν να συμπτυχθούν προς τα δυτικά της Μπίγλιστας, στα υψώματα της Καπεστίτσας, όπου είχαν προωθηθεί μονάδες του πεζικού των Μεραρχιών.

Η Στρατιά Μακεδονίας μετά από σχετική πρόταση του Τμήματος Στρατιάς, επέτρεψε την ανάληψη αντεπιθέσεως εναντίον των τουρκικών δυνάμεων.
Η ενέργεια από την 3η και την 6η Μεραρχία, Απόσπασμα της 5ης Μεραρχίας και το 1ο Σύνταγμα Ιππικού υπήρξε κεραυνοβόλος.

Μετά από ορμητική επίθεση στις 5 Δεκεμβρίου, οι τουρκικές δυνάμεις στην περιοχή της Μπίγλιστας ανατράπηκαν και καταδιώχθηκαν προς την στενωπό Τσαγκόνι και τις ορεινές διαβάσεις του όρους Μοράβα.

Στις 6 Δεκεμβρίου συνεχίσθηκε η προώθηση των Ελληνικών Δυνάμεων προς τα δυτικά και παρά την τραχύτητα του εδάφους και την εχθρική αντίσταση στις πλαγιές του χιονοσκέπαστου Μοράβα, τις βραδινές ώρες έφτασαν και εγκαταστάθηκαν αμέσως ανατολικά της Κορυτσάς.

Στις 7 Δεκεμβρίου 1912 ώρα 06:00 ο Ελληνικός Στρατός εισήλθε στην Κορυτσά και μέσα σε συγκινητικές εκδηλώσεις των κατοίκων υψώθηκε στο Διοικητήριο της πόλεως η Ελληνική Σημαία.

Μία εβδομάδα αργότερα, στις 14 Δεκεμβρίου, η 3η Μεραρχία προώθησε Τάγμα του 12ου Συντάγματος Πεζικού προς τη Μοσχόπολη την οποία και απελυθέρωσε χωρίς να συναντήσει εχθρική αντίσταση.

(από το βιβλίο Ο ΒΟΡΕΙΟΗΠΕΙΡΩΤΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ – Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού)

Η Απελευθέρωση της Κορυτσάς στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο

Στίς 11 Νοεμβρίου 1940 -15 ἡμέρες ἀπό τήν ἰταλική ἐπίθεσι- ἡ Γενική ἐπιστράτευσις εἶχε ὁλοκληρωθῆ. Ἡ μεγάλη ἑλληνική ἀντεπίθεσις θά ἐκδηλωνόταν σέ ὅλο τό μέτωπο πρός καταδίωξι τῶν Ἰταλῶν ἐντός τῆς Ἀλβανίας. Γιά λό­γους ὀργανωτικούς ὅμως ἀντί γιά τίς 12 Νοεμβρίου, ἀνεβλήθη γιά τίς 14 Νοεμβρίου.

Ὁ Ἰ. Μεταξᾶς μέ στενοχώρια ἐπισημαίνει τήν καθυστέρησι: «Ἀναβολή δυό ἡμερῶν καί ἀπόψε ἀκόμη μίας. Ἄσχημο αὐτό».

        Τά λόγια του ἀποδεικνύουν καί πάλι ὅτι ἡ ἐπιθετική φύσις τοῦ σχεδίου, ἦταν προγραμματισμένη πρίν ἀκόμη ἀπό τήν ἐπί­θεσι τῶν Ἰταλῶν καί ὄχι αὐτοσχεδιασμός… “ἐκ τῶν ὑστέρων”.

Τήν παραμονή τῆς ἑλληνικῆς ἀντεπιθέσεως, ὁ βαθύτατα θρησκευόμενος Μεταξᾶς ἀγωνιοῦσε: «Αὔριον ἀρχίζει ἡ μεγάλη μάχη. Ἡ μεγάλη μάχη αὔριον! Θεέ μου, βοήθησέ μας».

Στίς 14 Νοεμβρίου 1940 ὥρα 6.30 π.μ., ἐρχόταν ἐπιτέλους ἡ ὥρα τῆς ἑλληνικῆς ἐκδικήσεως. Καί ἀμέσως ἀρχίζει ἡ διάσπασις τῆς ἀμυντικῆς γραμμῆς τῶν Ἰταλῶν. Ὁ Στρατός μας κατελάμβανε τήν Κόνιτσα καί στόν παρα­λιακό τομέα, ἄρχιζε ὑποχώρησις τῶν Ἰταλῶν σέ ὅλα τά σημεῖα.

       Ἡ κατάληψις τῆς Κορυτσᾶς

        Ἤδη στίς 17 Νοεμβρίου, ἡ Ἰταλική γραμμή κατέρρεε. Τό Πυρο­βολικό μας ἔβαλλε πλέον κατά τοῦ ἀεροδρομίου καί τῶν ἰταλι­κῶν στρατώνων τῆς Κορυτσᾶς. Ὁ Μεταξᾶς σημείωνε: «Ξεκαθαρίζομεν τήν Μόροβαν. Ἰβᾶν μένει εἰς χείρας Ἰταλῶν ἀκόμη… Ἐπικλήσεις πρός Ἄγγλους διά ἀεροπλάνα. Ἐπικλήσεις – Ἐπικλήσεις… Νέαι μου παραγγελίαι πρός Τσώρτσιλ. Ἀερο­πορία!»

        Στίς 19 Νοεμβρίου 1940 ὁ Μουσσολινι ἔβγαζε ἕναν λόγο γε­μάτο χολή κατά τῆς Ἑλλάδος. Ἐπέρριπτε τούς λόγους τῆς μέχρι τότε ἰταλικῆς ἀποτυχίας στόν Πράσκα καί ὑποσχόταν νά… ”τσα­κίση τά πλευρά τῆς Ἑλλάδος”…

Ὁ Ἰωάννης Μεταξᾶς δέν ἀπάντησε ἀμέσως. Περίμενε πρῶτα νά τοῦ δοθῆ ἡ ἀπάντησις στό πεδίο τῆς μάχης. Τήν ἴδια ἡμέρα ἐπισκέφθηκε μόνο τούς ἡρωϊκούς τραυματίες μας: «Ἐπίσκεψις Ἐρυθρόν Σταυρόν πληγωμένων. Μιλῶ μέ ὅλους».

        Τήν ἑπομένη ὁ Ἑλληνικός Στρατός κατελάμβανε τό Δελβι­νάκι, τόν Προφήτη Ἠλία καί τόν Ἅγ. Κοσμᾶ, ἐνῶ στόν παραλιακό τομέα διέβαινε τόν Καλαμᾶ. Ὁ Μεταξᾶς θά ἔγραφε: «…Νίκη μεγάλη πρός Δελβινάκι καί Μεσογέφυρα»

        Στίς 21 Νοεμβρίου ἄρχισε ἡ ἐπίθεσις γιά τήν κατάληψι τῆς Κορυτσᾶς. Καί στίς 22 Νοεμβρίου 1940, ὥρα 17:45 τά πρῶτα τμή­ματα Ἑλληνικοῦ Στρατοῦ εἰσῆλθαν στήν πόλι!

Ἡ Κορυτσά ἦταν ἡ σημαντικώτερη πόλις τῆς Βορείου Ἠ­πείρου. Ἡ πρώτη μεγάλη πολιτεία πού κατελάμβανε ὁ Στρατός μας. Ἡ σημασία τῆς καταλήψεώς της εἶχε διεθνῆ ἀπήχησι, διότι ἦταν παράλληλα ἡ πρώτη πόλις, πού κατελήφθη ἀπό Στρατό ἀντίπαλο τοῦ “Ἀξονος” ἀπό τήν ἔναρξι τοῦ Β’ Παγκοσμίου Πολέ­μου!

Ἡ Ἀθήνα ἀπό τήν προηγουμένη νύκτα εἶχε ἀρχίσει νά ση­μαιοστολίζεται.

Ὁ Ἀμβ. Τζίφος θυμᾶται:

«Εἰς τάς 21 Νοεμβρίου τό βράδυ ἐγνώσθη ὅτι αἱ δυνάμεις μας εἶχαν κυκλώσει τήν Κορυτσά καί ὅτι ἡ πτῶσις της ἦτο ζήτημα ὡρῶν. Τό ἄλλο πρωΐ κατά τάς 11 πῆγα εἰς τό Στρατηγεῖον ὅπου εἶχε μόλις ληφθῆ ἡ εἴδησις ὅτι ὁ Δήμαρχος τῆς πόλεως μέ τούς κατοίκους εἶχαν βγῆ γιά νά ὑποδεχθοῦν τά πρῶτα τμήματα τοῦ στρατοῦ μας.

Ὅλοι ἦσαν σάν τρελλοί ἀπό τόν ἐνθουσιασμό τους καί καθώς ἐδίδοντο αἱ ὁδηγίες διά τήν κωδωνοκρουσίαν, ἔφθασε ὁ Μεταξᾶς καί ἡ πρώτη του πράξις ἦτο νά διατάξη νά σταμα­τήση κάθε ἐκδήλωσις, πρίν ἐπικοινωνήσει ὁ ἴδιος τηλεφωνικῶς μέ τόν στρατηγόν Πιτσίκα καί πάρη τήν ἐπιβεβαίωσιν…».

        Πράγματι ὁ Ἰωάννης Μεταξᾶς συνδέθηκε μέ τόν στρατηγό, ὁ ὁποῖος τοῦ εἶπε αὐτολεξεί: «Κύριε Πρόεδρε, ἡ Κορυτσά εὑρίσκεται εἰς χείρας τῶν Ἑλλη­νικῶν στρατευμάτων. Ὁ πληθυσμός τῆς πόλεως, Ἑλληνικός καί ἀλβανικός, ὑποδέχεται τούς ἄνδρας μέ ἐκδηλώσεις ἐνθουσια­σμοῦ καί μέ σημαίας. Ποῦ εὑρέθησαν τόσες Ἑλληνικές ση­μαῖες;…».

Τότε ὁ Μεταξᾶς ἔδωσε ἐντολή κωδωνοκρουσιῶν σέ ὅλη τήν Ἀθήνα. Κατασυγκινημένος, ἐμφανίσθηκε ἀπό τόν ἐξώστη τοῦ Στρατηγείου πού ἕδρευε στό ξενοδοχεῖο “Μεγάλη Βρεταννία” καί γελαστός εἶπε  στό συγκεντρωμένο πλῆθος πέντε λέξεις: «Ἀγαπητοί μου, ἡ Κορυτσά κατελήφθη!»

        Ὁ Τζίφος μᾶς περιγράφει: «Ἡ φωνή του μόλις ἀκούγετο ἀπό τήν συγκίνησιν. Καθώς ἔμπαι­νε στό γραφεῖο του συνάντησε τόν Μαυρουδῆ (σ.σ. Ὑπου­ργό Ἐξωτερικῶν) καί οἱ δυό ἑβδομηκοντάρηδες φιληθῆκαν σάν μικρά παιδιά. Τό τί ἔγινε μέχρι νυκτός, ὅλοι τό θυμοῦνται ὅσοι εἶχαν τό εὐτύχημα νά βρίσκονται στάς Ἀθήνας».

        Τήν ἴδια ἡμέρα κατελήφθη τό Λεσκοβίκι καί οἱ Φιλιάτες. Ὁ Ὑπουργός Ἐξωτερικῶν τῆς Μ. Βρεταννίας, λόρδος Χάλι­φαξ στήν βουλή τῶν λόρδων εἶπε: «Ποτέ ἄλλοτε κατά τήν διάρκειαν τῆς μακρᾶς της ἱστορίας, τό ὄνομα τῆς Ἑλλάδος δέν ἐστάθη τόσον ὑψηλά καί τό ὄνομα τῆς Ἰταλίας, τόσον χαμηλά».

        Καί ὁ Τσώρτσιλ ἔστειλε τηλεγράφημα πρός τόν Μεταξᾶ, τό ὁποῖο τελείωνε μέ ἑλληνικά γραμμένη τήν φράσι: «Ζήτω ἡ Ἑλλάς!».

        Στίς Η.Π.Α. ἡ ἐφημερίδα “Κῆρυξ – Βῆμα” σημείωνε: «Ὁ Ἑλληνικός στρατός κατεδείχθη ἀντάξιος τῶν προγόνων του. Κατήνεγκε τήν πρώτην μεγάλην νίκην, ἡ ὁποία ἐσημειώθη κατά τόν μέγαν αὐτόν πόλεμον…».

        Μέ λιτότητα ὁ Ἰωάννης Μεταξᾶς θά σημείωνε στό Ἡμερολό­γιό του τήν ἡμέρα ἐκείνη: «Ἐκυριεύσαμε τήν Κορυτσᾶν! Μεγάλη Νίκη. Ἐνθουσιασμός ἀπερίγραπτος, – Ἀπαντῶ εἰς Μουσσολίνι».

        Πράγματι, ἡ ἀπάντησις στόν λόγο τοῦ Μουσσολίνι εἶχε δοθῆ πλέον στό πεδίο τῆς μάχης. Καί τώρα μποροῦσε ὁ Πρωθυπουργός τῆς Ἑλλάδος νά τοῦ ἀνταποδώση τά δέοντα.

Ἀπό ραδιοφώνου στίς 9.00 μ.μ. τοῦ ἔδωσε τήν ἀπάντησί του ἡ ὁποία μεταξύ ἄλλων ἔλεγεν:

«Ὅταν ὁ Ἰταλός δικτάτωρ, ἀπήγγειλε τόν τελευταῖον αὐτοῦ λόγον, τόν τόσον γεμάτον ἀπό χολήν καί ὀργήν ἐναντίον τῆς Ἑλλάδος, δέν ἐφαντάζετο βέβαια ὅτι ὁ Ἑλληνικός Στρατός θά τοῦ ἔδινε τόσον ταχείαν ἀπάντησιν

Ποῖαι θά εἶναι αἱ συνέπειαι τῆς τοιαύτης ἐπικρατήσεώς μας διά τήν Ἰταλίαν, ἄς τό κρίνη ὁ Ἰταλικός λαός, ὅταν θά ἐκκαθαρίση ἡμέραν τινά τούς λογαριασμούς του μέ τόν δικτάτορά του

Καί τώρα σεῖς Ἕλληνες ἄνδρες, γυναῖκες καί παιδιά, στρατευόμενοι καί μή, νά σφίξωμεν τά δόντια μας καί τίς γροθιές μας ν’ ἀτσαλώσωμεν τήν ψυχήν μας, νά πολεμήσωμεν μέ ὅλην τήν λύσσαν πού προκαλεῖ ἡ ἄτιμος καί ἀνιέρος ἐπίθεσις ἐναντίον μας…».

από άρθρο τοῦ Μάνου Ν. Χατζηδάκη, Προέδρου Δ.Σ τοῦ ΕΠΟΚ

9 Σεπτεμβρίου 1906: Η δολοφονία του Μητροπολίτη Κορυτσάς Φωτίου

του Πρωτοπρεσβυτέρου Ιωάννη Κατή

Ο Μητροπολίτης Κορυτσάς Φώτιος (κατά κόσμον Ηλίας) Καλπίδης, εγεννήθη εις την κωμόπολιν Τσαγράκ (Τσαγράκιον) της Κερασούντος του Πόντου, το έτος 1862, από γονείς ευπόρους και ευσεβείς, των οποίων απετέλει το έβδομον τέκνον.

Μετά τας εγκυκλίους σπουδάς εις την γενέτειράν του και την Κερασούντα, η οποία απετέλει τότε έξοχον πνευματικόν κέντρον με Γυμνασιακάς Σχολάς και άλλα μορφωτικά ιδρύματα, εισήχθη εις την Θεολογικήν Σχολήν της Χάλκης, όπου διεκρίθη δια την επιμέλειάν του και το ήθος του.

Μετά γονίμους τετραετείς σπουδάς απεφοίτησεν ευδοκίμως, ανακηρυχθείς και Διδάκτωρ της Θεολογίας, εν συνεχεία δε διωρίσθη Διευθυντής των Σχολών της Κερασούντος και ιεροκήρυξ αυτών.

Το 1893 μετακληθείς εκ Κερασούντος εις Κων/πολιν, χειροτονείται Διάκονος και εν συνεχεία διορίζεται Υπογραμματεύς της Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Την 15ην Μαΐου1897 (επί Πατριάρχου Κωνσταντίνου Ε’), ο Αρχιδιάκονος Φώτιος Καλπίδης διορίζεται Αρχιγραμματεύς της Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου, την δε 25ην Μαΐου του 1897 χειροτονείται Πρεσβύτερος και Αρχιμανδρίτης υπό του Μητροπολίτου Μυτιλήνης, Κυρίλλου, εις τον Πατριαρχικόν Ναόν.
Τον Σεπτέμβριον του 1898, ο Αρχιμανδρίτης Φώτιος Καλπίδης, διορίζεται μέλος και ταμίας της συντακτικής επιτροπής του μοναδικού τότε επισήμου δημοσιογραφικού οργάνου του Οικουμενικού Πατριαρχείου «Η Εκκλησιαστική Αλήθεια».

Την 16ην Μαΐου 1902, δια ψήφων κανονικών, ο Αρχιγραμματεύς Φώτιος Καλπίδης εκλέγεται Μητροπολίτης Κορυτσάς, Μοσχοπόλεως, Πρεμετής και Σελασφόρου υπέρτιμος και Έξαρχος Δυτικής Μακεδονίας, της οποίας ο θρόνος εκκενώθη δια της μεταθέσεως του Μητροπολίτου αυτής Γερβασίου Ωρολογα εις την Ιεράν Μητρόπολιν Καισαρείας.

Την 19ην Μαΐου ημέραν Κυριακήν, χειροτονείται Μητροπολίτης υπό του Οικουμενικού Πατριάρχου Ιωακείμ και της περί αυτόν Ιεράς Συνόδου.
Περί τα μέσα Ιουλίου του 1902, ο νέος Μητροπολίτης Κορυτσάς Φώτιος, αφήκετο εις Κορυτσάν όπου του επεφυλάχθη συγκινητική και ενθουσιώδης υποδοχή υπό της Δημογεροντίας και του λαού της Πόλεως.

Αναλαβών ο Φώτιος την διοίκησιν της Ιεράς Μητροπόλεως Κορυτσάς, ανέπτυξεν έξοχον Εκκλησιαστικήν, Εθνικήν και Κοινωνικήν δράσιν, διότι την περιοχήν ελειμένοντο ανθελληνικαί συμμορίαι Κομιτατζήδων. Εναντίον όλων αυτών, αντέταξεν τον φλογερόν Πατριωτισμόν και τον Ιεραποστολικον του ζήλον.

Εμπνευσμένος Πνευματικός και Εθνικός ηγέτης, ευρίσκετο πάντα εις τας επάλξεις της υψηλής του αποστολής, εμψυχώνων και εμπνέων τον υπόδουλον Ελληνισμόν της Μαρτυρικής Ηπείρου.

Κατά την περίοδον αυτήν, την περιοχήν της Κορυτσάς καθώς και όλην την Μακεδονίαν, ελυμαίνοντο τρομοκρατικαί συμμορίαι Κομιτατζήδων με επικεφαλής τον περιβόητον αρχικομιτατζήν Κωστούρην, ο οποίος διετήρει στενάς φιλικάς σχέσεις με τον Τούρκον Διοικητήν Κορυτσάς (Μουτεσαρίφην), και είχεν μυστικήν συνεργασίαν μαζί του δια την καταπολέμησιν του Ελληνικού στοιχείου.

Επειδή ο Φώτιος ηρνήθη την χορήγησιν αδείας παρανόμου γάμου εις τον υιόν του Κωστούρη, τούτο εξέλαβεν ο Κωστούρης ως αφορμήν δια την εξόντωσιν του Μητροπολίτου Φωτίου.

Κατά μήνα Ιούνιον του 1906, φανατικά όργανα της Βουλγαρικής προπαγάνδας, με την ανοχήν των τουρκικών αρχών, κατέλαβον αυθαιρέτως την Ελληνικήν Εκκλησίαν του χωρίου Πλιάσσα της Επαρχίας Κορυτσάς και εδημιούργησαν επεισόδια εις βάρος των εκεί Ελλήνων. Ο Μητροπολίτης Φώτιος, πληροφορηθείς το γεγονός, έσπευσεν επί τόπου, απελευθέρωσεν την Εκκλησίαν και αποκατέστησε την τάξιν, όργανα όμως του Κωστούρη επετέθησαν δια λίθων και ετραυμάτισαν τον Φώτιον. Μετά την επίθεσιν αυτήν, αρχίζει η συνωμοσία δια την δολοφονίαν του Φωτίου.

Την 9ην Σεπτεμβρίου, ημέρα Σάββατον, ενώ μετέβαινεν έφιππος συνοδευόμενος από τον Πρωθιερέα του Ιωσήφ, τον διάκονόν του και τον κλητήρα της Μητροπόλεως εις το χωρίον Βρατοβίτσα (Μπραβδίτσα) δια να τελέση την επομένην τα εγκαίνια του Ναού και την Θείαν Λειτουργίαν, κατά την δύσιν του ηλίου και εις απόστασιν ενός τετάρτου της ώρας έξω από το χωρίον, έπεσεν εις ενέδραν 30μελούς συμμορίας κομιτατζήδων ο Μητροπολίτης Φώτιος και εδέχθη μόνον αυτός τας δολοφονικάς σφαίρας εις τον τράχηλον και έπεσεν εκ του ίππου του νεκρός εις το έδαφος.
Η σορός του διεκομίσθη εις Κορυτσάν, όπου εγένετο η κηδεία του εν μέσω Καθολικού και Βαθυτάτου πένθους.

Εις την κηδείαν παρέστησαν πολλοί Μητροπολίται με επικεφαλής τον Μητροπολίτην Καστοριάς Γερμανόν Καραβαγγέλην.
Το πένθος υπήρξε πανελλήνιον. Εις όλον το υπόδουλον και Ελεύθερον Έθνος, ανεπέμφθησαν επιμνημόσυναι δεήσεις, το δε Οικουμενικόν Πατριαρχείον προέβη εις εντόνους διαμαρτυρίας προς την Πύλην και τας Ξένας Πρεσβείας.

Επρόκειτο περί καθαράς προδοσίας και συνομωσίας, διότι ενώ ο Φώτιος είχε ζητήσει από τον Τούρκον Διοικητήν της Κορυτσάς να του διαθέσει απόσπασμα ασφαλείας, ούτος ηρνήθη.

Η τελευταία αυθεντική πληροφορία προέρχεται από τον συνοδόν και αυτόπτην μάρτυρα της δολοφονίας του Φωτίου, Αρχιερατικόν Επίτροπον Κορυτσάς Οικονόμου Ιωσήφ , ο οποίος εις την από 15 Δεκεμβρίου σχετικήν επιστολήν του προς τον ανεψιόν του Φωτίου κ. Γεώργιον Ανδρεάδην, αναφέρει ότι «Το μνήμα εκ μαρμάρου. του αειμνήστου Φωτίου, του οποίου ήμουν συνοδός κατά την δολοφονίαν του, ευρίσκεται εν αρίστη καταστάσει εις τον περίβολον του Ιερού Ναού Αγίου Γεωργίου Κορυτσάς, τυγχάνει δε εσαεί προσκύνημα εκ μέρους της πόλεώς μας και των περιχώρων».

από Βήμα Ορθοδοξίας

Υποστηριζόμενο από WordPress & Θέμα από Anders Norén