Ενιαυσίως, κάθε 19η Μαΐου, επέτειο της αποβιβάσεως των κεμαλικών ορδών στη Σαμψούντα, σύμπας ο Ελληνισμός πενθεί, θρηνεί και ολοφύρεται ενθυμούμενος μετ’ οργής και θλίψεως τις μαζικές διώξεις, λεηλασίες, βιασμούς, εκτοπισμούς και ανηλεείς σφαγές 353.000 και πλέον Ποντιακών ψυχών στο πλαίσιο μιάς οργανωμένης εκστρατείας ολικού αφανισμού των χριστιανικών πληθυσμών της Μικράς Ασίας.
Μέσα από απίστευτες αιματοχυσίες, πορείες Θανάτου (Αμελέ Ταμπουρού) και μιά φρικώδη κόλαση ολέθρου, η οποία μόνο ως Γενοκτονία μπορεί να αποκληθεί, πλείστοι όσοι Πόντοι αδερφοί μας έχοντας υποστεί τα μαρτύρια Αγίων για την Πίστη στον Χριστό και την Ελευθερία της επί 400 χρόνια σκλαβωμένης μεσαιωνικής αυτοκρατορικής Πατρίδος ανεδείχθησαν στους φωτεινούς Αητούς του Αντάρτικου, τους Τραντελλένους της Ποντιακής Γής, έμπροσθεν των οποίων κλίνουμε ευλαβικώς το γόνυ για την θυσία, τον αγώνα και την ηρωϊκή λεβεντιά τους, εναντιωνόμενοι με τα ελάχιστα όπλα στους στο θηρίον του ισλαμοφασιστικού μορφώματος και μη εγκαταλείποντας τις εστίες των πατέρων τους.
Στην Τραπεζούντα, την Αμισό, την Αμάσεια, την Κερασούντα, εκεί όπου πάλλεται η καρδία της πονεμένης Ρωμιοσύνης οσφραίνεται κανείς ακόμα το αχνίζον αίμα των μαρτύρων του Ποντιακού Ελληνισμού, οι οποίοι έπεσαν για τον Χριστό και τα πατρώα εδάφη τους.
Η μεγαλύτερη τιμή μετά σεμνότητος, ευγνωμοσύνης και ταπεινότητος, την οποία μπορεί να αποδώσει κανείς στούς εκατοντάδες χιλιάδες αθώους νεκρούς, είναι η επέκταση και συνέχιση του αγώνος ενάντια στον τουρκικό επεκτατισμό του νεοθωμανικού κράτους-συμμορία, καθώς και στα σχέδια των εγχωρίων γραικύλων της πολιτικής ζωής, οι οποίοι απεργάζονται μετεκλογικά ξεπούλημα του Αιγαίου, συνεκμεταλλεύσεις δικών μας ορυκτών πόρων με τον Ερντογάν και αποστρατιωτικοποίηση νησιών προς παράδοση γής και ύδατος στον αδηφάγο σουλτάνο. […]
Είναι χρέος μας να αγωνιστούμε ως Έλληνες Εθνικιστές όχι μόνο για την αναγνώριση του ζητήματος και τη διεθνή καταδίκη του κράτους συμμορία, αλλά και την απαίτηση σκληρών αποζημιώσεων για τις ανοσιουργήματα, τα οποία διέπραξε και για τα οποία ποτέ δεν θα μετανιώσει !
Να τοποθετηθούν στον φυσικό τους χώρο, την ιστορική Μονή της Παναγίας Σουμελά στην Τραπεζούντα, που ανακαινίστηκε και λειτουργεί ως μουσείο, κειμήλιά της που φυλάσσονται στα υπόγεια της Αγίας Σοφίας της Κωνσταντινούπολης και στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Άγκυρας, ζητάει το Παγκόσμιο Συμβούλιο Ποντιακού Ελληνισμού (ΠΑΣΠΕ).
Όπως επισημαίνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο συγγραφέας, ιστορικός και επίτιμος πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ποντιακών Σωματείων Στέφανος Τανιμανίδης, πρόκειται για δεκάδες κειμήλια της μονής, ιερά σκεύη, άμφια, χειρόγραφα κείμενα και ευαγγέλια της Μονής που έχουν καταγραφεί. Σύμφωνα με τον ίδιο, το ζήτημα αυτό έχει τεθεί ήδη από το 2014, ενώ τα κειμήλια παρουσιάζονται και στη σχετική έκδοση του σωματείου «Παναγία Σουμελά», με τίτλο «Τα ιερά κειμήλια του γένους των Ποντίων».
Στα κειμήλια που φυλάσσονται στην Αγία Σοφία της Κωνσταντινούπολης περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, η αυθεντική ξύλινη σταυροθήκη του Τιμίου Σταυρού, σε μορφή δίπτυχου, του Μανουήλ Γ’ του Μεγαλοκομνηνού, το Χρυσόβουλο του Αυτοκράτορα Αλεξίου Γ, τετραευαγγέλια της μονής σε ομοιογραφική αναπαραγωγή, κεντημένη εικόνα της Παναγίας της μονής Σουμελά του 1758, αρχιερατικές μήτρες, εκκλησιαστικά υφαντά, εγκόλπια, μήτρα μοναχικού σχήματος της μονής, ένα ιερό Ευαγγέλιο με ρωσικοελληνική γραφή, αντίγραφα Πατριαρχικών σιγιλίων κ.ά.
Ανάμεσα στα κειμήλια που βρίσκονται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Άγκυρας, περιλαμβάνονται 67 χειρόγραφοι κώδικες και δεκάδες βιβλία της Μονής, επιτραχήλια, λάβαρα και άλλα αντικείμενα.
Το θέμα τέθηκε πρόσφατα στη συνάντηση εκπροσώπων του Παγκοσμίου Συμβουλίου Ποντιακού Ελληνισμού, με τον υπουργό Εξωτερικών Γιώργο Γεραπετρίτη, στο υπουργείο Εξωτερικών. Παράλληλα, το Συμβούλιο έστειλε προ ημερών επιστολή στον πρόεδρο της Τουρκίας Ταγίπ Ερντογάν ζητώντας συνάντηση μαζί του για το θέμα, κατά την επικείμενη επίσκεψή του στη Θεσσαλονίκη τον ερχόμενο Δεκέμβριο.
Εξάλλου, τα υπουργεία Τουρισμού και Πολιτισμού της Τουρκίας υπέβαλαν το 2017 αίτημα προς τη διεθνή κοινότητα για την επιστροφή κειμηλίων της Μονής Παναγίας Σουμελά από μουσεία του εξωτερικού (Δουβλίνο, Οξφόρδη κ.ά.), στην Τουρκία.
Στην Ελλάδα, στη νέα Μονή της Παναγίας Σουμελά, στα υψώματα του Βερμίου στην Καστανιά Βεροίας, φυλάσσονται η ιστορική εικόνα της Παναγίας Σουμελά, το Ευαγγέλιο του Οσίου Χριστοφόρου του 6ου αιώνα και ο Σταυρός του αυτοκράτορα Μανουήλ του 14ου αιώνα, ενώ όπως επισημαίνει ο κ. Τανιμανίδης, η εντολή για τη μεταφορά των τριών κειμηλίων από την Τουρκία στην Ελλάδα έγινε κατόπιν συνάντησης, το 1930, των τότε πρωθυπουργών Ελλάδας και Τουρκίας, Ελευθέριου Βενιζέλου και Ισμέτ Ινονού και ασφαλώς ύστερα από κοινού απόφαση και τη σύμφωνη γνώμη τους.
Η δε μεταφορά των κειμηλίων αυτών στην Ελλάδα έγινε το 1931 με την παραχώρηση από πλευράς της τουρκικής κυβέρνησης της σχετικής άδειας και τη σύναψη σχετικού πρωτοκόλλου μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας.
Με βάση τα παραπάνω, το Παγκόσμιο Συμβούλιο Ποντιακού Ελληνισμού ζητάει τα κειμήλια της ιστορικής Μονής Παναγίας Σουμελά να βγουν από τα σκοτεινά υπόγεια, όπου για δεκαετίες παραμένουν αδρανή, ώστε να επιτραπεί η μελέτη τους από νέους ιστορικούς και ερευνητές και να μπορούν να τα θαυμάζουν και να τα προσκυνούν οι χιλιάδες, κάθε χρόνο, επισκέπτες της ιστορικής Μονής Σουμελά, στη Ματσούκα της Τραπεζούντας.
Επισυνάπτονται φωτογραφίες των κειμηλίων από την έκδοση του λευκώματος με τίτλο «Τα ιερά κειμήλια του Γένους των Ποντίων» που παραχώρησε ο Σ. Τανιμανίδης
” Έτσι εξοντώθηκαν όλοι…”. Εγκλήματα σταλινισμού και η μαζικότερη εξορία 13-06-1949
Φέτος, τη νύχτα 13 προς 14 Ιουνίου, συμπληρώνονται 74 χρόνια από τη μαζικότερη, σταλινική εξορία των γηγενών Ελλήνων στην ΕΣΣΔ
Αυτοβιογραφική εξιστόρηση του Θεόδωρου Π. Χαλίδη
Η ιδιόχειρη επιστολή του, που απηύθυνε στον επίτιμο Πρόεδρο του Παμποντιακού Συλλόγου “Η Αργώ” Χρ. Σοφιανίδη (στη ρωσική γλώσσα, ήταν η επίσημη και υποχρεωτική σε όλη επικράτεια της Σοβιετικής Ένωσης, μεταφράστηκε στην νεοελληνική από τον ίδιο τον παραλήπτη)
Κάθε Ποντιακή οικογένεια στην πρ. Σοβιετική Ένωση, είτε πια στην Ελλάδα, έχει μία αντίστοιχη βιογραφική της ιστορία
Η δημοσίευση αφιερώνεται στους μυριάδες που βασανίστηκαν, φυλακίστηκαν, εξορίστηκαν, φονεύθηκαν, σ’ όσους υποφέρουν έως σήμερα
<<Είμαι ο Χαλίδης Θόδωρος του Παντελεήμονος, γεννήθηκα στις 25 Ιανουαρίου 1929 στον οικισμό Κιμ, περιοχής Απσερόνσκιϊ Περιφέρειας Κρασνοντάρ.
Στην παρούσα επιστολή θέλω να γράψω για τη ζωή του Ποντιακού λαού κατά τη διάρκεια του σταλινικού καθεστώτος, την περίοδο των ετών 1934-1953.
Στους οικισμούς της περιοχής Απσερόνσκιϊ ζούσαν σχεδόν μόνο Πόντιοι, που ασχολούνταν με τις αγροτικές καλλιέργειες.
Μετά την ανατροπή το 1917 και τον θάνατο του Λένιν, ο Στάλιν έχοντας γίνει επικεφαλής του Κράτους αποφάσισε να ενισχύσει τη θέση του. Άρχισαν οι μαζικές συλλήψεις και εκτελέσεις. Εξουδετέρωσαν όλους τους γραμματισμένους και τους αγροτικούς παραγωγούς. Δεν απέμεινε κανείς για να οργώνει και να σπείρει. Η οικονομία του λαού έπεφτε, και το 1933 σε όλη την Ρωσσία ήρθε η πείνα. Στην αγροτική οικονομία ξεκίνησε η κολεκτιβοποίηση[1], άρχισε ο εξαναγκασμός των κατοίκων να ενταχθούν στα Κολχόζ[2].
Συγκροτούνταν Επιτροπές που περιφέρονταν από αυλή σε αυλή και αφαιρούσαν τις αγελάδες, τα πρόβατα, τα άλογα, τα βόδια. Έμπαιναν ακόμα και στα σπίτια, ανακάτευαν τα σεντούκια και έπαιρναν τα κοσμήματα και τα χρυσαφικά του κόσμου.
Στην κολεκτιβοποίηση η εργασία δεν πληρώνονταν με χρήματα, αλλά σημειώνονταν απλά τα μεροκάματα. Στο τέλος του έτους, για την όλη εργασία της χρονιάς, έφερναν 400-500 κιλά ρόκες καλαμποκιού και ορίστε η όλη εξόφληση. Το σιτάρι όλο παραδίδονταν στο κράτος. Οι κολχόζνικοι δεν είχαν σιτάλευρο, ούτε γραμμάριο. Τα παιδιά των κατοίκων περιφέρονταν στις εκτάσεις, όπου ήδη είχε γίνει η αποκομιδή των σιταροειδών, για να μαζέψουν κάποια στάχια, να φτιάξουν σιτάλευρο. Απαγορεύονταν και αυτό. Οι επόπτες τους αφαιρούσαν τα στάχια και τα μετέφερναν αλλού.
Αναφορικά με την μόρφωση, θυμάμαι, υπήρχε ιδιωτικό σχολείο όπου μάθαιναν την ελληνική γλώσσα. Το 1935 έκτισαν κρατικό σχολείο, στο οποίο εγώ πήγα 1,5 χρόνο. Το 1936 έκλεισαν το Ελληνικό σχολείο, και το 1937 άνοιξαν Ρωσικό.
Από την 1η Ιανουαρίου 1937 με εντολή του Στάλιν γίνονταν μαζικές συλλήψεις, συμπεριλαμβανομένου και των Ελλήνων. Συνέλαβα όλους τους Ποντίους άντρες. Στις “έρευνές” τους κατασκεύαζαν ψεύτικες κατηγορίες. Έχοντας καταλογίσει τις ανυπόστατες κακοποιητικές πράξεις, έβγαζαν ετυμηγορίες 10ετους φυλάκισης. Κατά τη διάρκεια της ”έρευνας”, πολλούς από εκείνους που αρνούνταν τις κατασκευασμένες κατηγορίες και δεν υπέγραφαν τις ψεύτικες ομολογίες, τους βασάνιζαν και σακάτευαν ή και εκτελούσαν.
Έτσι, τους έστειλαν στην Κολιμά, αφήνοντας τις γυναίκες τους με 3-4 παιδιά, χωρίς δικαίωμα αλληλογραφίας και απογραφής. Τα παιδιά έμειναν ορφανά.
Αλλά, ούτε και αυτό έφτανε στον Στάλιν. Αποφάσισε να συνεχίσει τα βασανιστήρια σε βάρος του ανυπεράσπιστου Λαού. Σκαρφίστηκε την εξορία του Ποντιακού Ελληνισμού από την Ρωσία. Ένα τμήμα του βρέθηκε στο Καζαχστάν, Ουζμπεκιστάν, Τουρκμενιστάν, Τατζικιστάν, Κιργιζία. Τους υπόλοιπους εξόρισε στην Σιβηρία.
Όλους τους εξορισμένους έθεσαν υπό καθεστώς περιορισμού[3], κανείς δεν είχε δικαίωμα να πάει στην πόλη, ούτε για προσωπική του υπόθεση. Σε κάθε οικισμό υπήρχε ένας κομεντάντ[4] και κάθε μήνα έπρεπε να του υπογράφουμε την παρουσία μας.
Στην εξορία μπορούσαμε να πηγαίνουμε σε σχολείο, αλλά αποφοιτώντας δεν μας δέχονταν πουθενά – ούτε σε επαγγελματικές σχολές, ούτε σε πανεπιστήμια. Μόνο μετά το θάνατο του Στάλιν άρχισαν να μας δέχονται.
Παρέλειψα να γράψω για ένα περιστατικό στη ζωή των πατεράδων μας, στη Κολιμά. Το 1982 πήγα στα μπάνια[5]. Βλέπω δίπλα πλένεται ένας ψηλός άντρας, με κοιλιά πεσμένη σαν σακούλα. Του είπα: ” εσείς μάλλον ήσασταν εύσωμος”. Ο άνδρας αποκρίθηκε : ” ναι, εσύ τι εθνικότητας είσαι; ”. Του απάντησα : ”είμαι Έλληνας”. Ο άνδρας συνέχισε : ”εγώ είμαι τσετσένος”, και πρόσθεσε ”ήμουν 10 χρόνια φυλακισμένος στη Κολιμά, όπου υπήρχαν Έλληνες. Τους μετέφερναν για κάτεργα, για υλοτομία. Δούλευαν τσάμπα. Τους πήγαιναν 100-150 άτομα, γύριζαν πίσω 10-15. Δεν υπήρχε ζεστός ρουχισμός, πάγωναν και πέθαιναν από το κρύο. Έτσι εξοντώθηκαν όλοι ”.
Μαΐου 22, 2017. Θεόδωρος Π. Χαλίδης
Υ.Γ.: Το 1942, σύμφωνα με τη διαταγή του Συμβουλίου Λαϊκών Επιτρόπων ΕΣΣΔ[6] της 29ης Μαΐου 1942, όλοι οι Πόντιοι που είχαν ελληνική ιθαγένεια και υπηκοότητα και οι χωρίς υπηκοότητα[7] εξορίστηκαν από την Περιφέρεια Κρασνοντάρ στις ασιατικές περιοχές και στη Σιβηρία.
Έτσι, στο Απσερόνσκιϊ φόρτωσαν με Έλληνες δύο βαγόνια, που προορίζονταν για μεταφορά ζώων, που πορεύονταν έναν μήνα μέχρι την Αλμα-ατί στο Καζαχστάν. Τους αποβίβασαν στον σταθμό ”Πέρβαγια Αλμα-ατί”[8]. Εκεί, εκπρόσωπος της Militsiya[9] τους έβγαλε από τον Σταθμό και τους ξεπροβόδισε στο κοντινό πάρκο και τους άφησε εκεί στη μοίρα τους. Ούτε στέγη, ούτε εργασία – ζήστε όπως θέλετε…
Από τους εξορισμένους στη Σιβηρία πολλοί επέστρεψαν στα μέρη τους το 1947, αλλά τους εξόρισαν ξανά το 1949. Όλους τους εξορισμένους έθεσαν σε περιορισμό με Ειδική Καταγραφή. Ο έλεγχος ανατέθηκε στην Κομεντατούρα. Κανείς δεν είχε δικαίωμα να μεταβεί στην πόλη. Για παραβίαση του περιορισμού – σύλληψη και 15 ημέρες κράτησης. Έτσι, ζήσαμε χωρίς δικαιώματα και καμία προστασία έως τις 25 Σεπτεμβρίου 1956. Μετά τον θάνατο του Στάλιν, μας αποδέσμευσαν από την Κομεντατούρα και ελευθερωθήκαμε>>
_____________________________
Σημειώσεις, διευκρινήσεις προς πλήρη μεταφραστική απόδοση εννοιών του κειμένου:
[1] Σημ. Σ.Χ. : υποχρεωτική Ομαδοποίηση όλων των ατομικών και οικογενειακών αγροτικών νοικοκυριών (αντιστοίχως και των παραγωγικών).
[2] Σημ. Σ.Χ. : Ομαδοποιημένο Νοικοκυριό [ανάλογα επιβλήθηκαν και τα Σοβχοζ – ”Σοβιετικό Νικοκυριό”].
[4] Σημ. Σ.Χ. : Ο τοπικός διοικητής της Κομεντατούρα (Комендант, εκ του Kommandantur).
[5] Σημ. Σ.Χ. : Баня – δημόσια μπάνια, ήτοι χώροι με εισιτήριο για κοινόχρηστες ντουζιέρες.
[6] Σημ. Σ.Χ. : СНК (Совет Народных Коммисаров СССР).
[7] Σημ. Σ.Χ. : Υπήρχε ικανός αριθμός Ποντίων που οι γονείς τους δεν πήραν τη Σοβιετική υπηκοότητα, και δεν μπόρεσαν να λάβουν ελληνικά διαβατήρια στη βάσει Συνθήκης της Λωζάννης (1923, που ακολούθησε τον τερματισμό της Οθωμανικής κυριαρχίας), και Συμφωνίας της Άγκυρας (1930), αφού ούτε πρόσβαση είχαν στο Ελληνικό προξενείο Μόσχας, ούτε και αποφασιστική μέριμνα υπήρχε από τις ελλαδικές κυβερνήσεις για το σημαντικό αυτό ζήτημα [συνεχεία της Γενοκτονίας στον Πόντο (1914-1923) , της Μικρασιατικής καταστροφής (μέτωπο Ελλάδας-Τουρκίας, 1922), απαγόρευσης μετακινήσεων, παρακολουθήσεις και ”πρακτοροποίηση” από το καθεστώς ΕΣΣΔ των όσων τολμούσαν να επισκεφτούν προξενείο ξένης χώρας, κ.α.].
[8] Σημ. Σ.Χ. : ”Πρώτος σταθμός Αλμα-ατά”.
[9] Σημ. Σ.Χ. : Милиция – κρατική υπηρεσία τήρησης τάξης με απόλυτες δικαιοδοσίες (Militsiya, εκ Military), εγκαθιδρύθηκε από τους μπολσεβίκους το 1917 και υποκαθιστούσε την Αστυνομία. Στην Ρωσία μετονομάστηκε σε Полиция (Politsiya, Αστυνομία) μόλις το 2011 επί προεδρίας Πούτιν, με αναπροσαρμογή των δικαιοδοσιών).
Αν και συνέδεσε το όνομά του τόσο με τον Μακεδονικό Αγώνα όσο και με το αντάρτικο του Πόντου, ο Γερμανός Καραβαγγέλης έφυγε από τη ζωή στις 11 Φεβρουαρίου 1935 «με περίλυπη έως θανάτου την ψυχή», όπως είχε γράψει στ’ απομνημονεύματά του. Από τη Βιέννη, «τον τόπο εξορίας» κατά τον ίδιο, πρόφτασε και είδε να πραγματοποιείται το όνειρό του για το οποίο τόσο σκληρά εργάστηκε, η απελευθέρωση της Μακεδονίας. Το ελληνικό κράτος, όμως, αρνήθηκε να πληρώσει ακόμα και τα έξοδα της κηδείας του, με αποτέλεσμα τα λείψανά του να επιστρέψουν στην Καστοριά το 1959!
Ο Γερμανός Καραβαγγέλης γεννήθηκε στη Στύψη της Λέσβου το 1866 και πέρασε τα παιδικά του χρόνια στο Αδραμύττιο της Μικράς Ασίας.
Σπούδασε στη Θεολογική Σχολής της Χάλκης, απ’ όπου αποφοίτησε το 1888, χειροτονήθηκε διάκονος και έφυγε για τη Λειψία και τη Βόννη για σπουδές στη Φιλοσοφία και στη Θεολογία.
Το 1891 διορίστηκε καθηγητής στη Σχολή της Χάλκης, το 1896 εξελέγη επίσκοπος Χαριουπόλεως και αρχιερατικός προϊστάμενος της κοινότητας Σταυροδρομίου.
Στον Μακεδονικό Αγώνα
Το πρώτο κεφάλαιο στην πολυτάραχη ζωή του ξεκίνησε να γράφεται το 1900 όταν σε ηλικία 34 ετών εξελέγη μητροπολίτης Καστοριάς. Υπό την καθοδήγηση του Οικουμενικού Πατριάρχη Ιωακείμ Γ’, του πνευματικού ηγέτη του Μακεδονικού Αγώνα, ανέλαβε καθοριστικό ρόλο στη στήριξη του ελληνικού πληθυσμού που δοκιμαζόταν από τη δράση του βουλγαρικού κομιτάτου.
Χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο Κώστας Γεωργίου, ο μητροπολίτης Καστοριάς ανέπτυξε πρωτοφανή δραστηριότητα συνεπικουρούμενος από τον Ίωνα Δραγούμη και τον πρόξενο Λάμπρο Κορομηλά – μεταξύ άλλων, κατάφερε πολλά χωριά και κωμοπόλεις να αποσκιρτήσουν από τη Βουλγαρική Εξαρχία και να επανενταχθούν στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, ενώ ζήτησε και την επίσημη παρέμβαση του ελληνικού κράτους στον Αγώνα.
Από κοινού με τον αξιωματικό του ελληνικού στρατού καπετάν Βάρδα, ο μητροπολίτης δημιούργησε τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την εκδίκηση των σφαγών που συγκλόνισαν τότε τον κόσμο.
Μεταξύ αυτών των αντιποίνων ήταν και η σφαγή στο Γορίτσανι για την οποία ο ίδιος περιέγραψε:
«Το χωριό είχε πάνω από 600 σπίτια… Ήταν οι χειρότεροι Βούλγαροι της επαρχίας μου. Όταν ο Βάρδας αποφάσισε να εφαρμόσει την τιμωρία τους μου έγραψε και εγώ του έστειλα τα ονόματα των δικών μας [σ.σ. πρακτόρων] για να μην τους αγγίζει.
Στις παραμονές της 25ης Μαρτίου 1905 αυτός μαζί με 300 άντρες κρύφτηκε στο δάσος που βρισκόταν απέναντι από το χωριό. Πρωί-πρωί μπήκαν στο χωριό και άρχισαν οι τουφεκιές. Σκότωναν και πυρπολούσαν τα σπίτια τους.
Εκείνη τη μέρα δολοφονήθηκαν 79 Βούλγαροι και δυστυχώς και μερικοί δικοί μας, σλαβόφωνοι μεν αλλά πολύτιμοι. Οι δικοί μας άνθρωποι δεν έπαθαν πολλές ζημιές επειδή είχα δώσει τον κατάλογο τους στον Βάρδα και αυτοί είχαν κρυφτεί…».
Όμως, η δράση του ενόχλησε και τους Βούλγαρους και τους Τούρκους που ζήτησαν από το Πατριαρχείο την ανάκλησή του.
«Η απομάκρυνσή μου από την Καστοριά θεωρήθηκε σαν ένα τραύμα στον Μακεδονικό Αγώνα, μα ο αγώνας βρισκόταν ήδη στο τέλος του», είχε πει.
Στον Πόντο
Το δεύτερο εξίσου σημαντικό κεφάλαιο ξεκίνησε να γράφεται στη Σαμψούντα. Ο Γερμανός Καραβαγγέλης διορίστηκε μητροπολίτης Αμασείας το 1908 και παρέμεινε σε αυτή τη θέση έως το 1922.
Στο μεγαλεπήβολο σχέδιο ανάπτυξης της επαρχίας του περιλαμβανόταν η ίδρυση σχολείων και άλλων ευαγών ιδρυμάτων, και η ανέγερση ναών και νέου μητροπολιτικού μεγάρου.
Σε μόλις τρία χρόνια έχτισε 115 σχολεία και σχολές. Κυρίως, όμως, με δική του πρωτοβουλία ιδρύθηκε ο «Μιθριδάτης», μια μυστική αντιστασιακή οργάνωση στα πρότυπα της Φιλικής Εταιρείας.
Το 1914 απέτρεψε την πρώτη απόπειρα εγκατάστασης Τούρκων προσφύγων από τα Βαλκάνια σε ελληνικά χωριά της μητρόπολής του, το 1915 διέσωσε αρκετά παιδιά Αρμενίων, το 1916 προφύλαξε τη μαρτυρική Αμισό από τους Τούρκους.
Στα σαλόνια ο μητροπολίτης Αμάσειας έκανε διπλωματικό μαραθώνιο, αλλά παράλληλα βοηθούσε το αντάρτικο στον Πόντο· ο Μουσταφά Κεμάλ το είχε χαρακτηρίσει «έργο και όργανο» του Γερμανού Καραβαγγέλη.
Για την πατριωτική του δράση συνελήφθη και φυλακίστηκε το 1917.
Επέστρεψε στη θέση του αλλά το 1922, μιας και θεωρούνταν υπ’ αριθμόν ένα εχθρός του Μουσταφά Κεμάλ, καταδικάστηκε σε θάνατο, το ίδιο και οι συνεργάτες του, ο επίσκοπος Ζήλων Ευθύμιος Αγριτέλλης και ο πρωτοσύγκελος Πλάτωνας Αϊβαζίδης.
Ο μητροπολίτης ήταν ο μόνος που γλίτωσε καθώς τη στιγμή της καταδίκης ήταν εν πλω επιστρέφοντας από το Βουκουρέστι.
Η αγνωμοσύνη της Ελλάδας και η ιδιότυπη εξορία στην κεντρική Ευρώπη
Η Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου για να τον σώσει τον εξέλεξε μητροπολίτη Ιωαννίνων και με εντολή του Πατριάρχη δεν αποβιβάστηκε στην Κωνσταντινούπολη αλλά στην Αθήνα.
Αν και προτάθηκε για Αρχιεπίσκοπος Αθηνών δεν εξελέγη, όπως παλαιότερα, το 1913 και το 1921, του είχαν αρνηθεί τον πατριαρχικό θρόνο. Ως μητροπολίτης Ιωαννίνων πήγε στην Ήπειρο αποφασισμένος να δώσει «βιομηχανική ώθηση στον τόπο, ώστε ν’ αναχαιτιστεί το ρεύμα εκπατρισμού των Ηπειρωτών».
Η «μετάθεσή» ως Έξαρχος Κεντρώας Ευρώπης στη μητρόπολη Ουγγαρίας ήρθε το 1924, μόλις έναν χρόνο μετά την άφιξή του στα Ιωάννινα. Παράλληλα, του έκοψαν στη μέση το μισθό, ενώ τον άφησαν απλήρωτο για μήνες.
Ο Γερμανός Καραβαγγέλης στ’ απομνημονεύματά του ανέφερε: «Κι έτσι σήμερα κατάντησα να περιφέρομαι σχεδόν άνεργος σ’ ερείπια, εξόριστος απ’ την Καστοριά, απ’ την Αμάσεια, απ’ την Κωνσταντινούπολη, αφού γλίτωσα πολλές φορές τον μαρτυρικό θάνατο στην Τουρκία, και τελικά εξόριστος κι απ’ την Ελλάδα.
Ο κληρικός αυτός φαίνεται πως δεν θα ήταν χρήσιμος πια στην Εκκλησία της Ελλάδος και γι’ αυτό έπρεπε να ταλαιπωρηθεί, να εξευτελιστεί, να εξοριστεί τέλος απ’ την ίδια του την πατρίδα, για να πεθάνει μακριά της εξόριστος στην ξένη γη».
Και νεκρό τον φοβόταν η αχάριστη Αθήνα
Πέθανε πάμπτωχος από εγκεφαλικό επεισόδιο στις 11 Φεβρουαρίου του 1935 σε ηλικία 69 ετών στην πόλη Μπάντεν, 30 χιλιόμετρα νότια από τη Βιέννη.
Η αδερφή του Κλεονίκη έφτασε αμέσως από το Βουκουρέστι, όπου διέμενε μόνιμα, και προσπάθησε να μεταφερθεί η σορός του για ενταφιασμό στην Αθήνα, με γραπτό αίτημα εκ μέρους του επιτετραμμένου της ελληνικής πρεσβείας Δημήτριου Τζιρακόπουλου.
Το ίδιο ήταν κι επιθυμία του, όπως προκύπτει από τη διαθήκη του, όπου ζητούσε η εξόδιος ακολουθία του να τελεστεί στον Ι.Ν Αγίου Γεωργίου Καρύτση “μεθ’ ενός μόνον ιερέως, άνευ διακόνου, ως κι άνευ της παρουσίας αντιπροσώπου της Ελληνικής Πολιτείας και της Εκκλησίας ομοίως“, όπως έγραφε γεμάτος πίκρα και παράπονο για την αχαριστία που ‘χε βιώσει.
Ούτε κι αυτό όμως δεν έγινε δεκτό στην Αθήνα, αφού “ούτε νεκρόν επεθύμουν τον εκκλησιαστικόν άνδρα κι εθνικόν ήρωα εις το Άστυ“.
Γι’ αυτό η σορός του Καραβαγγέλη ετάφη σε λιτό μνήμα στη Βιέννη (Zentralfriedhof) από τον αρχιμανδρίτη Αγαθάγγελο Ξηρουχάκη.
Τα απομνημονεύματα που έγραψε ειδικά για τον Μακεδονικό Αγώνα, εκδόθηκαν από την Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών το 1959.
Το ίδιο έτος το «Ίδρυμα Μελετών της Χερσονήσου του Αίμου» από κοινού με την «Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών» επιχορήγησαν τη μεταφορά των οστών του με τιμητική συνοδεία αρχικά στη Θεσσαλονίκη και στη συνέχεια στην Καστοριά, όπου και τοποθετήθηκαν σε κρύπτη κάτω από τον ανδριάντα του.
Με την έναρξη του Α” Παγκοσμίου Πολέμου το 1914, οι Νεότουρκοι, οι οποίοι κυριαρχούσαν τότε στην πολιτική ζωή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, εξαπέλυσαν διωγμούς κατά των Ελλήνων της Ιωνίας και της Θράκης, με μαζικές εκτοπίσεις και εξαναγκαστικές πορείες θανάτου στα βάθη της Μικράς Ασίας.
Ήταν η αρχή της Γενοκτονίας εις βάρος των Ελλήνων και των άλλων χριστιανικών λαών της Ανατολής, με απώτερο σκοπό η Τουρκία να κατοικείται αποκλειστικά από μουσουλμάνους. Από το 1916 οι Νεότουρκοι άρχισαν να επεκτείνουν την πολιτική αυτή και στον Πόντο, με την πρόφαση ότι οι Έλληνες της περιοχής βοηθούσαν τα ρωσικά στρατεύματα. Οι διωγμοί εντάθηκαν από το 1917, με την είσοδο της Ελλάδας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Μεγάλος αριθμός των εκτοπισμένων έχανε τη ζωή του από κακουχίες, αρρώστιες και επιδημίες κατά τη διάρκεια των πορειών θανάτου. Όσοι κατόρθωναν και επιζούσαν, είτε γίνονταν αντικείμενο βιασμού, είτε εξαναγκάζονταν σε εξισλαμισμό ή δολοφονούνταν. Εν τω μεταξύ, τουρκικές άτακτες ομάδες (τσέτες), όπως αυτή του Τοπάλ Οσμάν, ο οποίος ήταν ήδη περιβόητος από το ρόλο που διαδραμάτισε στη Γενοκτονία των Αρμενίων, επιστρατεύτηκε εναντίον των Ελλήνων της περιοχής της Σαμψούντας και της Κερασούντας.
Η δεύτερη φάση της Γενοκτονίας άρχισε μετά την έναρξη της Μικρασιατικής εκστρατείας (1919-1922), όπου άτακτες ομάδες Τούρκων, που υποστήριζαν το εθνικιστικό κίνημα του Μουσταφά Κεμάλ ο οποίος συνέχιζε πλέον την πολιτική των Νεότουρκων, προχωρούσαν σε σφαγές σε ολόκληρη τη Μικρά Ασία.
Τα «Δικαστήρια Ανεξαρτησίας»
Οι ηγέτες των Τούρκων εθνικιστών θέλοντας να δώσουν στις θηριωδίες τους ένα νομιμοφανές πλαίσιο ως προς την διεθνή κοινότητα, οργάνωσαν άτυπες και συνοπτικές δίκες όπου θα καταδίκαζαν σε θάνατο ηγετικές και επιφανής προσωπικότητες του Ποντιακού Ελληνισμού.
Έτσι εφευρέθηκαν τα λεγόμενα «Δικαστήρια Ανεξαρτησίας» στην Αμάσεια. Η πόλη, που ήταν η πρωτεύουσα του ελληνιστικού Βασιλείου των Μιθριδατών στον Πόντο, επιλέχθηκε για να διεξαχθούν οι δίκες – παρωδία επειδή βρισκόταν μακριά από τα προξενεία των δυτικών χωρών, ώστε να αποφευχθεί η παρουσία αντιπροσώπων τους. Οι δίκες θεωρήθηκαν από την τουρκική ηγεσία ως καθαρά «εσωτερική υπόθεση».
Στις δίκες, που άρχισαν τον Αύγουστο του 1921, δεν παρουσιάστηκαν ποτέ συγκεκριμένα στοιχεία από το κατηγορητήριο που να συνδέει τους κατηγορούμενους με αντιτουρκική δραστηριότητα. Μόνο σε ορισμένες περιπτώσεις εκτοξεύτηκαν αόριστοι ισχυρισμοί για υποστήριξη του ρωσικού στρατού κατά του διάρκεια του Α” Παγκοσμίου Πολέμου.
Μεταξύ άλλων παρουσίασαν ως ενοχοποιητικό στοιχείο τις αθλητικές ενδυμασίες της ελληνικής ποδοσφαιρικής ομάδας «Πόντος Μερζιφούντας», οι οποίες είχαν γαλάζια και λευκά χρώματα, όπως και η ελληνική σημαία και το γράμμα «Π» από τον όρο «Πόντος».
Ύστερα από συνοπτικές διαδικασίες, βγήκαν καταδικαστικές αποφάσεις οι οποίες προέβλεπαν θάνατο δι” απαγχονισμού. Ως αφορμή για αυτές τις αποφάσεις παρουσιάστηκε η υποτιθέμενη σύνδεση των κατηγορουμένων με το κίνημα αυτοδιάθεσης του Πόντου.
Συγκεκριμένα η απόφαση του ψευτοδικαστηρίου σημείωνε σχετικά:
«Επειδή αποδείχθηκε ότι οι παρόντες και κάποιοι από τους απόντες σκέφτονταν και ενεργούσαν να ιδρύσουν Δημοκρατία του Πόντου, αποσπώντας μεγάλο τμήμα του Οθωμανικού Κράτους, από την Τραπεζούντα μέχρι το Ζογκουλδάκ και προς το εσωτερικό μέχρι τη Σεβαστεία καταδικάζονται 69 προύχοντες στον δι` αγχόνης θάνατον, 15 ερήμην εις θάνατον, 7 σε 15ετή δεσμά, των δε μελών του Διοικητικού Συμβουλίου του Συλλόγου Ορφεύς επικυρώνεται η υπό του Στρατοδικείου επιβληθείσα ποινή, και οι υπόλοιποι σε πρόσκαιρα δεσμά στη Σεβάστεια μέχρι το τέλος του πολέμου».
Όπως αναφέρει ο γνωστός θεατρικός συγγραφέας Δημήτρης Ψαθάς στο βιβλίο του «Γη του Πόντου», ο δημοσιογράφος και εκδότης της εφημερίδας «Εποχή» της Τραπεζούντας Νίκος Καπετανίδης όταν ο πρόεδρος του ψευτοδικαστηρίου του ανέγνωσε το «κατηγορητήριο» ότι επιδίωκε την ανεξαρτησία του Πόντου, τον διέκοψε λέγοντάς του: «εγώ ήθελα την απευθείας ένωση του Πόντου με την Ελλάδα».
Οι θανατικές ποινές έλαβαν χώρα στις 21 Σεπτεμβρίου 1921 στις γέφυρες της Αμάσειας, πάνω από τον ποταμό Ίρις. Οι εκτελεσθέντες ήταν πολιτικοί, κοινοτάρχες, δημοσιογράφοι, ιατροί, καθηγητές και ιερείς.
Υπέγραψαν δηλώσεις… μετά θάνατον
Όπως κατήγγειλε το Οικουμενικό Πατριαρχείο οι υποτιθέμενοι ένοχοι τις «δηλώσεις» τους τις υπέγραψαν μετά τη θανατική καταδίκη τους, την παραμονή της εκτέλεσής τους ή ακόμη και όντας δολοφονημένοι από καιρό. Τέτοιες περιπτώσεις είναι του Χ. Ελευθεριάδη δικηγόρου που είχε δολοφονηθεί στην Κερασούντα το 1920, του Μ. Μαυρίδη, του Γ. Καλογερόπουλου, του Α. Δελικάρη, του Λ. Τεσταμπασίδη, του Ι. Ελευθεριάδη.
Ακόμη θα πρέπει να επισημανθεί ότι ο μητροπολιτικός αντιπρόσωπος Αμάσειας Ευθύμιος Ζήλων, ο καθηγητής Γ. Παπαμάρκου, ο διευθυντής της Οθωμανικής Τράπεζας Π. Παπαδόπουλος και ο έμπορος Θ. Εκμεντζίογλου αν και ήταν ήδη νεκροί από την προηγούμενη της εκτέλεσής τους, μεταφέρθηκαν στον τόπο του μαζικού εγκλήματος προκειμένου τα άψυχα σώματά τους να υποστούν την ποινή τους.
Οι δικές και οι εκτελέσεις στην Αμάσεια από το τουρκικό εθνικιστικό κίνημα του Κεμάλ πέτυχαν τελικά την εξολόθρευση των αντιπροσώπων του Ποντιακού Ελληνισμού, με νομιμοφανή μανδύα. Ο συνολικός αριθμός των νεκρών Ποντίων, ως απόρροια της Γενοκτονίας που εξαπέλυσαν οι οθωμανικές και εν συνεχεία οι τουρκικές αρχές, από το 1915 ως το 1923, υπολογίζεται σε 353.000.
Οι αντιδράσεις
Οι θηριωδίες αυτές προκάλεσαν αντιδράσεις εντός και εκτός Τουρκίας. Ο απαγχονισμός του Ματθαίου Κωφίδη, πρώην μέλος του οθωμανικού κοινοβουλίου, ο οποίος μάλιστα ήταν ενάντιος σε κάθε μορφή ένοπλης αντίστασης κατά των Τούρκων, εξόργισε ακόμη και τους Μουσουλμάνους της Τραπεζούντας, που σιωπηρά αρνήθηκαν να συνεργαστούν με τους Τούρκους εθνικιστές και έτσι διασώθηκε ένας αριθμός ντόπιων Ελλήνων.
Ιδιαίτερη σημασία είχε το ψήφισμα διαμαρτυρίας των Eλλήνων διανοουμένων προς τους Ευρωπαίους συναδέλφους τους και τις κυβερνήσεις τους το οποίο υπέγραφαν μεταξύ των άλλων, οι Bλαχογιάννης, Γρυπάρης, Δροσίνης, Zάχος,Kαζαντζάκης, Nιρβάνας, Ξενόπουλος, Παλαμάς Παπαντωνίου, Σικελιανός.
Διαμαρτυρίες καταγράφτηκαν και σε χώρες που βρίσκονταν σε συμμαχία με το κεμαλικό κίνημα, όπως στη Γαλλία και στην Ιταλία, οι οποίες και καταδίκασαν τις αποτρόπαιες πράξεις. Το θέμα της εξολόθρευσης του Ποντιακού Ελληνισμού απασχόλησε και το Κογκρέσο των ΗΠΑ, στις 22 Δεκεμβρίου 1921, από τον γερουσιαστή Γουίλλιαμ Κινγκ.
Ορισμένα ονόματα εκτελεσθέντων στην Αμάσεια
Ματθαίος Κωφίδης, επιχειρηματίας και πολιτικός, πρώην μέλος του οθωμανικού κοινοβουλίου.
Νικόλαος Καπετανίδης, δημοσιογράφος και εκδότης.
Παύλος Παπαδόπουλος, διευθυντής της Οθωμανικής Τράπεζας της Σαμψούντας.
Ιορδάνης Τοτομανίδης, διευθυντής του μονοπωλίου καπνού της Μπάφρας.
Την οργή του, με βαρείς χαρακτηρισμούς κατά του πρώην Αντιπροέδρου της ελληνικής κυβέρνησης Ευάγγελου Βενιζέλου, εξέφρασε με πρόσφατη ανακοίνωση του ο Παμποντιακός Σύλλογος “Η Αργώ”, για την επιλεκτική αφαίρεση από το λεγόμενο “αντιρατσιστικό νομοσχέδιο” του ελληνικού κοινοβουλίου της παραγράφου εκείνης που έθετε ως ποινικό αδίκημα τις πράξεις αμφισβήτησης του εγκλήματος της Γενοκτονίας των Ελλήνων της Ανατολής.
Αφορμή για την οργισμένη αντίδραση αποτέλεσε το πρωτοσέλιδο της εφημερίδας “ΕΣΤΙΑ” της 20ης Αυγούστου με κεντρικό τίτλο “Διαπραγματευτήκαμε με τον Ερντογάν νόμο για την Γενοκτονία των Ποντίων”.
Η ανακοίνωση του Παμποντιακού Συλλόγου “Η Αργώ”
Εδώ και χρόνια εμφανίζεται το δεδομένο κυβερνητικά και κοινοβουλευτικά σκουπίδια του ελλαδικού πολιτικού συστήματος να συγκαλύπτουν από κοινού με το εγκληματικό τούρκικο καθεστώς το έγκλημα της Γενοκτονίας και όχι μόνο αυτό.
Τα σκουπίδια αυτά ως συνήθως αυτοδιαφημίζονται ότι ανήκουν στο κατ’ επίφαση ”συνταγματικό και δημοκρατικό τόξο”. Προπαγανδιστική απάτη, που χρησιμοποιούν κομματικά μορφώματα κατά κανόνα της κεντροαριστεράς, προκειμένου να προσηλυτίζουν πολιτικά και κοινωνικά αφελείς ψηφοφόρους, προβάλλοντας την προμετωπίδα δήθεν δημοκρατικών και λαϊκών συσπειρώσεων.
Ιστορικά, πολιτικά και κοινωνιολογικά είναι δεδομένο ότι τα αριστερόστροφα μορφώματα επιβάλλονται ως ολοκληρωτικά δικτατορικά καθεστώτα (βλ. μπολσεβικισμός, σταλινισμός, Κάστρο, ελλαδικός συμμοριτοπόλεμος κοκ).
Αποτελούν το αιτιατό των κοινωνικών αναταραχών και αιματοχυσιών εντός κρατών-εθνών. Παράγουν και καλλιεργούν φασιστική νοοτροπία και ιδεολογία. Με γκεμπελίστικες μεθοδεύσεις παραπληροφορούν, συκοφαντούν και λοιδορούν τους πολιτικούς τους εχθρούς (γι’ αυτούς είναι ”εχθροί” και όχι ”αντίπαλοι”). Προωθούν την παρασιτική συμπεριφορά κυρίως δια της ανυποψίαστης νεολαίας, λαϊκίζοντας και υφαρπάζοντας χρηματικούς πόρους από τις Πολιτειακές και κρατικές δομές του Πολιτειακού συστήματος της χώρας (Βουλή, υπουργεία, χορηγίες από τον κρατικό προϋπολογισμό, δημοσυντήρητα συνδικαλιστικά όργανα, κλπ.) το οποίο σύστημα μισούν και επιδιώκουν να καταστρέψουν εκ των έσω.
Κατ’ ουσία “λαδώνονται” και εξαγοράζονται από το σύστημα ως άτομα και κομματικά μορφώματα, παριστάνοντας τους ιδεολόγους και ορκισμένους αγωνιστές εναντίων αυτού, εισπράττοντας ταυτόχρονα αγωνιωδώς και ευχαρίστως τις χρηματικές απολαβές που τους προσφέρει για την ύπαρξη τους.
Επιβιώνουν κυρίως από χορηγίες δημόσιας ή ιδιωτικής μισθοδοσίας, κρατικές χορηγήσεις, επιδοτήσεις και δαπάνες των συνταξιοδοτικών ταμείων. Με ομαδικές ληστρικές επιθέσεις σε βάρος εργαζόμενων και παραγωγικών ομάδων του πληθυσμού με σύνθημα την ”αναδιανομή του κοινωνικού πλούτου”, για το οποίο ”πλούτο” δεν έχουν επενδύσει ούτε ένα ευρώ.
Συμπράττουν ενεργά στον εποικισμό των κρατών-εθνών με προλετάριους/νομάδες, αλλογενείς και αλλόθρησκους λαθρομετανάστες, για τον πολλαπλασιασμό των ”αγωνιστικών μαζών” στις απαιτήσεις.
Η πλειοψηφία των εργαζόμενων και παραγωγικών ομάδων εμφανίζεται να μην επιθυμεί να αντιληφθεί ότι η ”γάγγραινα” δεν σταματά ποτέ να τρέφεται και να εξαπλώνεται σε βάρος των υγειών κυττάρων ενός οργανισμού, έως ότου τον καταστρέψει και τον νεκρώσει εντελώς.
Υποκρίνονται μπροστά στη πραγματικότητα πως η μόνη εφαρμόσιμη θεραπεία είναι η αποκοπή του σάπιου τμήματος, προκειμένου να μην σαπίσει και νεκρώσει το σύνολο του οργανισμού. Και όσο μικρότερο ακόμα το σάπιο, τόσο μεγαλύτερο το υγειές τμήμα που θα σωθεί.
Χωρίς να γενικεύουμε στο σύνολο του πολιτικού προσωπικού της Ελλάδας, υπάρχουν και πατριωτικά συνειδητοποιημένοι πολιτικοί, θέσαμε σε ανύποπτο χρόνο το ζήτημα της συγκάλυψης από κυβερνητικά/πολιτικά σκουπίδια στην Ελλάδα των εγκλημάτων του τούρκικου καθεστώτος.
Με κέντρο βάρους το ζήτημα της Γενοκτονίας που διέπραξε το τούρκικο-ισλαμιστικό καθεστώς το 1914-1923, την περίοδο που στο μεγαλύτερο διάστημα διοικούσε στην Ελλάδα ο εγκάθετος των Γάλλων Βενιζέλος Ελ..
Οι σημερινοί πολιτικοί εγκάθετοι, που συνέπραξαν στην σύγχρονη παρακμή και ισοπέδωση των εθνικών αξιών, έχουν τόσο αποθρασυνθεί με δεδομένο ότι παραμένουν ατιμώρητοι από το εθνο-κρατικό σύστημα μη εξαιρουμένου και του Δικαστικού, ώστε για να κεντρίσουν το ενδιαφέρον και να πουλήσουν τα άθλια απομνημονεύματά τους προβάλουν σε αυτά τις προδοτικές τους πράξεις, ακόμα και σε ότι αφορά την συγκάλυψη από κοινού με το τούρκικο καθεστώς της Γενοκτονίας του Λαού μας.
Στην πρόσφατη πρωτοσέλιδη δημοσίευση της έγκριτης εφημερίδας «ΕΣΤΙΑ» (20-08-2022) όσοι δεν υποκρίνονται, ότι δεν βλέπουν και δεν αντιλαμβάνονται τα πραγματικά γεγονότα, είχαν την ευκαιρία να πληροφορηθούν μία πολύ σημαντική δημόσια ανάδειξη του προδοτικού ρόλου τέτοιων πολιτικών σκουπιδιών στην κυβερνητική και πολιτική σκηνή της Ελλάδας.
Περί πρωθυπουργών και βουλευτών της ”ελληνικής κυβέρνησης” ο λόγος. Αντιπρόεδρος ελλαδικής ”κυβέρνησης” Βενιζέλος Βαγγέλης από κοινού με τη ΔΗΜΑΡ του Κουβέλη, το ΠΑΣΟΚ του Γιωργάκη, τη ΝΔ του πρωθυπουργού Σαμαρά και λοιπών, σε απευθείας προσυνεννόηση με το τούρκικο καθεστώς και καθ’ υπόδειξη αυτού ψήφισαν συγκάλυψη του απαράγραπτου εγκλήματος της Γενοκτονίας του Λαού μας.
Συνωμοτώντας, ωσάν συμμορίτες και όχι όντας κυβέρνηση, αφαίρεσαν από νομοσχέδιο του ”ελληνικού κοινοβουλίου” (το ”αντιρατσιστικό” για το απυρόβλητο των λαθρομεταναστών) επιλεκτικά την παράγραφο εκείνη που έθετε ως ποινικό αδίκημα τις πράξεις αμφισβήτησης του εγκλήματος της ελληνικής Γενοκτονίας.
Διέγραψαν την παράγραφο αυτή σε συνεννόηση με εκπροσώπους του τούρκικου καθεστώτος, που απαίτησαν συγκάλυψη του εγκλήματος. Τα πολιτευόμενα ελλαδικά σκουπίδια έφεραν το 2014 και υπερψήφισαν στη Βουλή το ξενόφερτο ”αντιρατσιστικό” νομοσχέδιο για ανεμπόδιστη προσέλκυση, χρηματοδότηση και εγκατάσταση στην Ελλάδα λαθρομεταναστών και ισλαμιστών από Αφρικανικές και Ασιατικές χώρες.
Στο νομοσχέδιο περιλαμβάνονταν αρχικά και ”αντιρατσιστική” διάταξη για το αδίκημα άρνησης της Γενοκτονίας του Ποντιακού Ελληνισμού. Πριν την ψήφιση του νομοσχεδίου αφαίρεσαν επιλεκτικά κατά παραγγελιά των τούρκων την παράγραφο που μνημόνευε την ελληνική Γενοκτονία, αφήνοντας βέβαια την ανάλογη παράγραφο για ποινική δίωξη όσων θα αμφισβητήσουν το ”εβραϊκό ολοκαύτωμα”..!
Για το ατόπημα αυτό – της προδοσίας αίματος, προσβολής Μνήμης και εξύβρισης εκατοντάδων χιλιάδων αθώων νεκρών, κομπάζει το πολιτικό σκουπίδι της τότε αντιπροεδρίας της ”κυβέρνησης”. Ο τότε κ. αντιπρόεδρος Βαγγέλης Βενιζέλος και να καυχηθεί επιθυμεί χωρίς την κατακραυγή και ρετσινιά του προδότη, και να φανεί η προδοσία και η ύβρις σαν πράξη δήθεν ελιγμού αποφυγής απειλής πολέμου, παρουσιάζοντας τα κατορθώματα αυτά υπό τον γελοίο και βαρύγδουπο για την εμβέλεια των ελλαδικών διοικήσεων τίτλο ”Εκδοχές πολέμου”… “Θέλει η π…α να κρυφτεί, μα η χαρά δεν την αφήνει”.
Και όλα αυτά, όταν η Μνήμη στα θύματα της Γενοκτονίας έχει καθιερωθεί από το 1994 με απόφαση της Βουλής και με νόμο του Κράτους.
.[*] Το ρητορικό ερώτημα ”ποιος διοικεί αυτή τη χώρα…” έθεσε ο Επίτιμος Πρόεδρος του συλλογικού-αντιπροσωπευτικού Φορέα Χρ. Σοφιανίδης πριν από πολλά χρόνια, σε ομιλία του για το όλο ζήτημα ενώπιον εκατοντάδων ακροατών.
«Η Αργώ» αποδίδοντας τον ελάχιστο φόρο Τιμής, που οφείλεται στα μαρτυρικά Θύματα και στους Ήρωες της Γενοκτονίας του Λαού μας από το τούρκο-ισλαμιστικό καθεστώς, διέκρινε και αναφέρθηκε ήδη στο παρελθόν για πράξεις προδοσίας ελλαδικών κυβερνητικών διοικήσεων και πολιτικάντηδων, πράξεις που ανέδυαν και αναδύουν έντονη δυσοσμία ανθελληνικής σύμπραξης με το τούρκικο καθεστώς και τουρκόφιλα κέντρα εντός και εκτός Ελλάδας, πράξεις που εμπεριέχουν ενέργειες ευθείας υπονόμευσης του Ελληνισμού στις εστίες μας στον Εύξεινο Πόντο (Ιστορικός Πόντος, Ρωσία, Ουκρανία, Καύκασος), πράξεις υποτέλειας και σκοπιμότητας που έβλαψαν πρωτοφανώς τις σχέσεις Ελλάδας με φίλια και ομόθρησκα κράτη και τις δυνατότητες αποτελεσματικής αποτροπής της τούρκο-ισλαμιστικής λαίλαπας.
Ελλάδα, Κύπρος και Αρμενία αναλαμβάνουν την δέσμευση για την από κοινού προσπάθεια διεθνούς αναγνώρισης της Γενοκτονίας των Ποντίων, της Γενοκτονίας των Αρμενίων και για την διεθνή καταδίκη της τουρκικής κατοχής του βορείου τμήματος της Κύπρου.
Αυτό τονίζεται στο Μνημόνιο συναντίληψης και συνεργασίας που υπεγράφη στην τριμερή συνάντηση Ελλάδας, Κύπρου, Αρμενίας που πραγματοποιήθηκε την Παρασκευή 24 Ιουνίου στην Πάτρα.
Η πρωτοβουλία της τριμερούς ανήκει στον Υφυπουργό Εξωτερικών, αρμόδιο για θέματα Απόδημου Ελληνισμού Ανδρέα Κατσανιώτη ενώ η Κύπρος Εκπροσωπήθηκε από τον Επίτροπο Προεδρίας για Ανθρωπιστικά Θέματα και Θέματα Αποδήμων, Φώτη Φωτίου, και η Αρμενική από τον Ύπατο Αρμοστή για Θέματα Αποδήμων, Ζάρεχ Σινανιάν.
Στο προοίμιο του μνημονίου που υπέγραψαν οι τρεις Υφυπουργοί υπογραμμίζονται οι ιστορικές σχέσεις φιλίας Ελλάδας, Κύπρου και Αρμενίας καθώς και οι ισχυροί πολιτιστικοί και θρησκευτικοί τους δεσμούς.
Παράλληλα, επισημαίνει την ανάγκη ενίσχυσης των συνεργασιών στον τομέα της Διασποράς καθώς τόσο η Ελλάδα και η Κύπρος όσο και Αρμενία διαθέτουν δυναμικές κοινότητες ομογενών παντού στον κόσμο.
Εννιά επιμέρους άρθρα
Το μνημόνιο εξειδικεύεται σε εννιά επιμέρους άρθρα τα οποία περιγράφουν τις από κοινού δράσεις που θα αναλάβουν οι τρείς χώρες για την ανταλλαγή πληροφοριών και τεχνογνωσίας στον τομέα της Διασποράς αλλά και για την προώθηση των εθνικών τους θέσεων.
Ο Υφυπουργός Εξωτερικών Ανδρέας Κατσανιώτης ανέφερε ότι οι χώρες μας έχουν πλούσια ιστορία και ισχυρούς πνευματικούς και πολιτιστικούς δεσμούς, οι οποίοι ισχυροποιούνται περαιτέρω από την ορθόδοξη πίστη μας. Επιπλέον, δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί ότι και οι τρεις χώρες διαθέτουν μια εξαιρετικά ενεργή Διασπορά, η οποία ασκεί μια διακριτή μορφή πολιτικής, ήπιας ισχύος που μπορεί να κινητοποιηθεί προς αμοιβαίο όφελος».
Αναφορικά με το Κυπριακό ζήτημα, ο κ. Κατσανιώτης τόνισε ότι πρόκειται για ένα πρωτίστως διεθνές ζήτημα παράνομης εισβολής και κατοχής. Για το λόγο αυτό, επιθυμούμε την έκφραση ισχυρότερης διεθνούς αλληλεγγύης προς την Κυπριακή Δημοκρατία».
Τέλος, υπογράμμισε: «Ελλάδα-Κύπρος-Αρμενία έχουμε κοινές αξίες, κοινή πορεία. Αλλά έχουμε και κοινές εμπειρίες, κοινά τραύματα. Έχουμε έναν γείτονα που ασκεί πολιτική μέσω της βίας . Έναν γείτονα που φαντασιώνεται ξεπεσμένες αυτοκρατορίες του παρελθόντος. Έναν γείτονα που δεν συνομιλεί- απειλεί. Που δεν συνυπάρχει- θέλει μόνο αυτός να υπάρχει».