Ετικέτα: ΙΣΤΟΡΙΑ Σελίδα 1 από 5

26 Οκτωβρίου 1912: Η Απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης

Θεσσαλονίκη, 26 Οκτωβρίου 1912

Μετά την νικηφόρα μάχη στα Γιαννιτσά ο διάδοχος Κωνσταντίνος ξεκινάει την προέλαση για την Θεσσαλονίκη.

Οι Τούρκοι όμως κατά την οπισθοχώρησή τους ανατίναξαν τις γέφυρες του Αξιού και ο στρατός μας δεν μπορεί να τον περάσει.

Οι κάτοικοι της Χαλάστρας ξηλώνοντας τα σπίτια τους καταφέρνουν μέσα σε ένα βράδυ γεφυρώσουν τις δύο όχθες του Αξιού με βάρκες, πόρτες, παράθυρα και ό,τι άλλο είχαν.

Ο Στρατός μας φτάνει στην Θεσσαλονική και προλαβαίνει τους Βουλγάρους. Ο κλοιός σφίγγει για τους Τούρκους και αναγκάζονται να παραδώσουν άνευ μάχης την πρωτεύουσα της Μακεδονίας.

Ο Ιωάννης Μεταξάς και ο Βίκτωρ Δούσμανης μεταβαίνουν στο διοικητήριο και υπογράφουν τα πρωτόκολλα της άνευ όρων παράδοσης της πόλης στον Ελληνικό Στρατό.

Ο Χασάν Ταξίμ Πασάς, ο τελευταίος Τούρκος διοικητής της Θεσσαλονικής, πιέστηκε και δωροδοκήθηκε από τους Βούλγαρους να δώσει σε εκείνους την πόλη.

Έλαβαν όμως την απάντηση:

”Από Έλληνες πήραμε την Θεσσαλονίκη και σε Έλληνες θα την παραδώσουμε!”

Στον Λευκό τον Πύργο υψώνεται υπερήφανα η Γαλανόλευκη των Σερβιών Κοζάνης που βάφτηκε με το αίμα των αμάχων κατά την άνανδρη σφαγή που έκαναν οι Τούρκοι μετά την ήττα τους στο Σαραντάπορο και την άτακτη υποχώρησή τους.

Ανήμερα του Αγίου Δημητρίου το 1912, η Θεσσαλονίκη είναι πια ελεύθερη!

Κείμενο: Μωραΐτες εν Χορώ

22 Οκτωβρίου 1798: Η σφαγή 370 Πρεβεζάνων στη Σαλαώρα από τον Αλή Πασά

…” Ο Αλή ήθελε αίμα γιά να γιορτάσει τη νίκη του, Καθισμένος στο παράθυρο της ντογάνας (τελωνείου) πρόσταξε να βγάλουν έναν – έναν τους αιχμαλώτους Πρεβεζάνους από το αμπάρι του καραβιού. Τούς τραβούσαν από τα μαλλιά και ο Αλή έδινε σινιάλο να τους κόψουν το κεφάλι.

Λένε πως φώναζε στον μπόγια όπως ο Καλιγούλας, ” χτύπα τον έτσι πού να καταλάβει το θάνατο”. Στο τέλος της σφαγής ο μαύρος δήμιος έπεσε από ασφυξία και ξεψύχησε ανάμεσα στα πτώματα”

( Απόσπασμα από εργασία του κ.Αριστείδη Σχισμένου )

Εφ. ΜΑΧΗΤΗΣ ΑΡΤΑΣ, 10 -3 – 2017

Εφημερίδα Καθημερινή, “Επτά ημέρες”

28 Ιανουαρίου 2001, σελ. 12

“Τούς νεκρούς τους αποκεφάλισαν και παρέταξαν Γάλλους αιχμαλώτους έτσι που να βλέπουν πως αλατίζουν τα κεφάλια, τα οποία τα έστελναν στο σουλτάνο.

Τούς αιχμαλώτους τους έσυραν από την Πρέβεζα με τα πόδια στον Λούρο και από ‘κεί στην Άρτα, όπου τούς όρμησαν οι Τουρκάλες με τα νύχια και τους ξέσκισαν το πρόσωπο.

Από την Άρτα τους έσυραν στα Γιάννινα και απο ‘κεί στην Πόλη.”

Πηγή: “Η Ήπειρος των πολέμων”

Φώτης Βρακάς

Να θυμίσουμε ότι πριν δύο χρόνια ( τυχαίο;) στο συνέδριο πού είχε διοργανώσει στα Γιάννινα γιά την επαίτειο των 200 χρόνων από την ελληνική Εθνεγερσία, ” γιά να φωτίσει την προσωπικότητά του Αλή Πασά ” ο εκλιπών πλέον τότε Δήμαρχος Ιωαννίνων Μωυσής Ελισάφ, “ξέχασε” να καλέσει καί έναν Πρεβεζάνο εισηγητή γιά να φωτίσει τούς συνέδρους για τις “ανδραγαθίες” του Τεπελενλή, καί νά εξάρει την…” προσωπικότητά του” , αυτά γιά όσους έχουν επιλεκτική μνήμη της ιστορίας των αληθινών γεγονότων.

Καλημέρα στόν απανταχού της γης σκεπτόμενο και ΜΑΧΌΜΕΝΟ Ελληνισμό,

Καλημέρα στην Πρέβεζα πού σαν σήμερα το 1798 εξανδραπονδίστηκε καί καταστράφηκε από την… ” προσωπικότητα” του τουρκαλβανού σφαγέα Αλή Πασά !!!

από facebook Σπύρος Παπαδόπουλος

17-18 Αυγούστου 1944: Η Μάχη της Μενίνας

O ΕΔΕΣ συντρίβει Γερμανούς και αλβανοτσάμηδες στη Θεσπρωτία

Ήδη από το τέλος Φεβρουαρίου 1944 ο Ναπολέων Ζέρβας συγκρότησε την Χ (10η) Μεραρχία, με επικεφαλής τον Αντισυνταγματάρχη Β. Καμάρα και σκοπό την απελευθέρωση της Θεσπρωτίας, όπου εκτός από τους Γερμανούς, οι άνδρες του ΕΔΕΣ είχαν να αντιμετωπίσουν και τους Τσάμηδες, που όχι μόνο συνεργάστηκαν με τους Ιταλούς και αργότερα τους Γερμανούς, αλλά αποτελούσαν πραγματική μάστιγα για τους Έλληνες της Θεσπρωτίας.

Ο Ιωάννης Αρχιμανδρίτης στο βιβλίο του «Οδύνη και Δάκρυα της Θεσπρωτίας», αναφέρει ότι οι Γερμανοί το καλοκαίρι του 1944 κατείχαν την Ηγουμενίτσα, την Παραμυθιά, την Πάργα, τους Φιλιάτες και την στρατηγικής σημασίας Μενίνα.

Οι Γερμανοί διέθεταν 3.500 άντρες, μηχανοκίνητα οχήματα και βαρύ οπλισμό. 2.500 Τσάμηδες άρτια εξοπλισμένοι ήταν στο πλευρό τους. Η Χ Μεραρχία είχε μόνο 1.200 άνδρες, ελάχιστα πυρομαχικά και ένα πολυβόλο με 4 όλμους.

Παρόλα αυτά οι δυνάμεις του ΕΔΕΣ κατόρθωσαν στις 27 Ιουνίου 1944 να ελευθερώσουν την Παραμυθιά η οποία έγινε η πρώτη ελληνική πόλη (κωμόπολη για την ακρίβεια), που απελευθερώθηκε από τους κατακτητές. Για την ιστορία, ο ΕΔΕΣ στην επιχείρηση αυτή είχε μόλις δύο νεκρούς τον Ευάγγελο Μπέλλο και το Γρηγόριο Φράγκο και έναν τραυματία, τον επιλοχία Νικόλαο Λαμπρόπουλο.

Στις 29 Ιουνίου 1944 τα αντάρτικα τμήματα κατέλαβαν αμαχητί την Πάργα. Στις 30 Ιουνίου 1944 δόθηκε η μεγάλη μάχη των Αγίων Θεοδώρων, η πρώτη σε πεδινή περιοχή.

Οι Τσάμηδες δεν μπορούσαν να δεχτούν την απώλεια της Παραμυθιάς, καθώς σ’ αυτήν εγκατέλειψαν γεμάτα τα σπίτια από θησαυρούς που είχαν αποκομίσει από τις λεηλασίες τους στα χωριά του Φαναρίου.

Γερμανός αιχμάλωτος ομολόγησε ότι ο εκ των επικεφαλής των Τσάμηδων Μαζάρ Ντίνο, δωροδόκησε με 1.000 χρυσές λίρες τον Γερμανό διοικητή των οχυρών της Μενίνας για να καταλάβει την Παραμυθιά. 300 Γερμανοί και 100 Τσάμηδες επιτέθηκαν στις 5.30 π.μ. εναντίον των ανδρών του ΕΔΕΣ στο χωριό Άγιοι Θεόδωροι. Μαχόμενοι ηρωικά οι Έλληνες αντάρτες έτρεψαν σε άτακτη φυγή Γερμανούς και Τσάμηδες.

Η μάχη της Μενίνας ήταν η σκληρότερη μεταξύ ΕΔΕΣ και Γερμανών. Αποτέλεσε την αρχή της αποχώρησης των Τσάμηδων από τη Θεσπρωτία. Ο θρίαμβος του ΕΔΕΣ αναπτέρωσε το ηθικό των αντιστασιακών οργανώσεων σε όλη την Ελλάδα. Τέλος, σώθηκαν η Παραμυθιά και τα γύρω χωριά από ολοσχερή καταστροφή.

Ευαγγέλης Ζάππας: Ο πολεμιστής του 1821 που έγινε Μέγας Εθνικός Ευεργέτης

Ο Ευαγγέλης Ζάππας γεννήθηκε στο Λάμποβο της Βορείου Ηπείρου το 1800 και ήταν γιος του εμπόρου Βασιλείου Ζάππα και της Σωτήρας Ζάππα. Σε ηλικία 13 ετών και αφού είχε διδαχθεί τα στοιχειώδη γράμματα στο Τεπελένι, μετέβη στα Ιωάννινα και κατετάγη στη σωματοφυλακή του Αλή Πασά, στην οποία υπηρέτησε μέχρι την ηλικία των 20 ετών.

Παρέμεινε στη φρουρά του αυθέντη της Ηπείρου ακόμη κι αφού άρχισε η επίθεση κατ’ αυτού από τα στρατεύ­ματα του σουλτάνου. Όταν πληροφορήθηκε ότι οι Σουλιώτες υπό τον Μάρκο Μπότσαρη πολεμούσαν τις σουλτανικές δυνάμεις στο πλευρό του Αλή, ενώθηκε μαζί τους και δεν άργησε να γίνει το πρωτοπαλίκαρο του Μπότσαρη.

Αγωνίστηκε για την υπεράσπιση του Σουλίου και μετά τη συνθηκολόγησή του (28 Ιουλίου 1822) κατέφυγε στο Μεσολόγγι. Μετά το θάνατο του Μάρκου Μπότσαρη, υπηρέτησε υπό τον Κώστα Μπότσαρη, τον Νικόλαο Ζέρβα, τον Λάμπρο Βέικο, τον Νάκο Πανουργιά και τον Γιάννη Γκούρα. Το 1824 έλαβε το βαθμό τού ταξιάρχου και ορίστηκε διοικητής στα Βλαχοχώρια της Αιτωλοακαρνανίας.

Μετά την Επανάσταση

Μετά την απελευθέρωση, αμείφθηκε για τις υπηρεσίες που προσέφερε στην Επανάσταση με την παραχώρηση εθνικών γαιών από τον κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια.

Ο Ζάππας, όμως, ήταν ανήσυχο πνεύμα κι αφού αποποιήθηκε την προσφορά της πατρίδας (κτήματα και τον στρατιωτικό βαθμό), μετέβη στη Βέροια με σκοπό να επιδοθεί στο εμπόριο ή τη γεωργία. Στην πόλη της Μακεδονίας δεν παρέμεινε για πολύ καιρό, επειδή δεν μπορούσε να συμβιώσει με τους Τούρκους. Έτσι, το 1831 τον βρίσκουμε στο Βουκουρέστι.

Αρχικά άσκησε το επάγγελμα του πρακτικού γιατρού, χάρη στις γνώσεις που είχε αποκτήσει κατά τον Αγώνα της Ανεξαρτησίας από τον συμπατριώτη του Πάνο Παναγιώτου.

Η απόκτηση της περιουσίας του

Η ενασχόλησή του με την ιατρική τον βοήθησε να διευρύνει τις γνωριμίες του, ιδιαίτερα με τους ηγουμένους των μοναστηριών της περιοχής, από τους οποίους άρχισε να μισθώνει κτήματα. Η κίνησή του αυτή αποδείχθηκε ιδιαίτερα ευφυής, καθώς αποτέλεσε το έναυσμα για την απόκτηση της αμύθητης περιουσίας του.

Με πολύτιμο συνεργάτη τον εξάδελφό του Κωνσταντίνο Ζάππα (1814-1892), αύξανε συνεχώς την περιουσία του, καθώς τα κτήματα που εκμίσθωνε είχαν πολύ μεγάλη απόδοση χάρη στις πρωτοποριακές μεθόδους που εφάρμοζαν.

Το 1837 νοίκιασε το μεγάλο κτήμα Μπροστένι, όπου υπήρχαν και υδρόμυλοι. Τελικά, το αγόρασε το 1844 και εξελλήνισε το όνομά του σε Βρεσθένιον. Επακολούθησαν οι αγορές των περισσότερων από τα κτήματα που εκμίσθωνε, με αποτέλεσμα η περιουσία του, όσο και του εξαδέλφου του, να εκτοξευτεί στα ύψη.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1850 ο Ευαγγέλης Ζάππας είχε φθάσει στο απόγειο της επιχειρηματικής του δράσης. Τότε άρχισε να διαθέτει μεγάλα ποσά για φιλανθρωπικούς και εθνικούς σκοπούς, πρώτα στη Μολδοβλαχία και μετέπειτα στην Ελλάδα.

Το 1856, με επι­στολή του προς τον βασιλιά Όθωνα, που επιδόθηκε στον υπουργό των Εξωτερικών, Αλέξανδρο Ρίζο – Ραγκαβή, προσέφερε 400 μετοχές της ατμοπλοϊκής εταιρείας του για να διοργανώνονται από τα μερίσματά τους κάθε χρόνο εκθέσεις που να αναδεικνύουν την εμπορική και βιομηχανική πρόοδο της χώρας. Του υπέβαλε, επίσης, σχέδιο κτιρίου που θα στέγαζε τα «Ολύμπια», όπως σκόπευε να ονομάσει τη διοργάνωση.

Εμπνευστής της αναβίωσης των Ολυμπιακών Αγώνων

Στις προθέσεις του ήταν και η κατασκευή σταδίου για την αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων. Το σχέδιό του υλοποιήθηκε με το Βασιλικό Διάταγμα της 19ης Αυγούστου 1858 «περί συστάσεως Ολυ­μπίων».

Τα πρώτα «Ολύμπια» έγιναν στις 15 Νοεμβρίου 1859 στην Αθήνα, στην Πλατεία Λουδοβίκου (σημερινή Πλατεία Εθνικής Αντίστασης ή Κοτζιά). Ο Ζάππας δεν επισκέφθηκε ποτέ την Αθήνα, παρακολουθούσε όμως στενά την εξέλιξη του έργου της Επιτροπής των Ολυμπίων.

Το τέλος και η τύχη της περιουσίας του

Το 1863 υπέστη όλως αιφνιδίως διανοητική διαταραχή. Ο εξάδελφός του Κωνσταντίνος Ζάππας αναζήτησε θεραπεία, τόσο στο Βουκουρέστι, όσο και στο Παρίσι, αλλά δεν πέτυχε τίποτε.

Ο Ευαγγέλης Ζάππας πέθανε στις 19 Ιουνίου 1865, σε ηλικία 65 ετών και τάφηκε στο ναό του Ευαγγελισμού στο κτήμα του στο Μπροστένι της Μολδοβλαχίας­ (σημερινής νότιας Ρουμανίας).

Με τη διαθήκη του άφησε όλη την περιουσία του στην Επιτροπή των Ολυμπίων (καθότι άγαμος και χωρίς απογόνους), με επικαρπωτή και εκτελεστή της τον Κωνσταντίνο Ζάππα, ο οποίος ανέλαβε την υποχρέωση να χτίσει μέγαρο εκθέσεων στην Αθήνα («Ζάππειον») και να αποθέσει σε αυτό την κεφαλή του, ενώ το σώμα του έπρεπε να ταφεί στο σχολείο του Λαμπόβου, στο οποίο είχε κληροδοτήσει ετήσιο εισόδημα. Όλα αυτά εκτελέστηκαν πιστά από τον εξάδελφό του.

Η περιουσία του Ζάππα που περιήλθε τελικά στην Ελλάδα ήταν αρκετά μικρότερη από την αναφερομένη στη διαθήκη του, επειδή διεκδικήθηκε τόσο από το ρουμανικό δημόσιο, όσο και από τα παιδιά του μεγαλύτερου αδελφού του Αναστασίου.

Μάλιστα, τέτοια ήταν η ένταση στις σχέσεις μεταξύ Ελλάδας και Ρουμανίας σχετικά με τη διεκδίκηση της αμύθητης περιουσίας του Ευαγγέλη Ζάππα, ώστε μετά και το θάνατο του Κωνσταντίνου Ζάππα το 1892, οι διπλωματικές σχέσεις των δύο κρατών διακόπηκαν και αποκαταστάθηκαν πλήρως χρόνια αργότερα, με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου, που έθεσε τέρμα στον Β’ Βαλκανικό Πόλεμο (1913).

Με πληροφορίες από SanSimera.gr

2 Μαΐου 1919: Ο Ελληνικός στρατός αποβιβάζεται στη Σμύρνη

Η απόβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη, στις 2 Μαΐου 1919, σήμανε την έναρξη της Μικρασιατικής εκστρατείας. (απόσπασμα από το Πανόραμα του Αιώνα, επεισόδιο 12)

Ιερά Μονή Σέλτσου Άρτης: Εκδήλωση μνήμης 219 χρόνια μετά το «Δεύτερο Ζάλογγο»

Την Παρασκευή, 21 Απριλίου 2023, το πρωΐ, στο Μοναστήρι της Κοιμήσεως Θεοτόκου Σέλτσου, της Ιεράς Μητροπόλεως Άρτης, ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Άρτης κ. Καλλίνικος, ετέλεσε επιμνημόσυνη δέηση στην μνήμη των πεσόντων, στις 23 Απριλίου 1804, Σουλιωτών.

Ακολούθησε, στο όπισθεν της Μονής φοβερό βάραθρο της Γκούρας, τον «Πέτακα», όπου έπεσαν τα 250 και πλέον γυναικόπαιδα των Σουλιωτών, ρίψη στεφάνων από τους εκπροσώπους των Αρχών, οι οποίοι στην συνέχεια απηύθηναν χαιρετισμούς.

Σύντομο ιστορικό της Ιεράς Μονής Σέλτσου

Όταν με την συνθήκη της 12ης Δεκεμβρίου του 1803, το Σούλι παραδόθηκε στον Αλή Πασά, οι Σουλιώτες άρχισαν να εγκαταλείπουν τον τόπο τους, για να μην παραδοθούν στους Τούρκους.

Με αρχηγούς τον Κίτσο και Νότη Μπότσαρη, 1.148 Σουλιώτες τα Χριστούγεννα του 1803 έφτασαν στην Μονή του Σέλτσου, όπου λόγω της τοποθεσίας αποτελούσε ένα φυσικό οχυρό.

Είκοσι ημέρες αργότερα στις 12 Γενάρη του 1804, άρχισε η στενή πολιορκία τους από 8000 στρατιώτες του Αλή Πασά. Με σοβαρές απώλειες στο εχθρικό στράτευμα, οι Σουλιώτες κατάφεραν να τους αποκρούσουν.

Όλο το χειμώνα έμειναν αποκλεισμένοι στο Σέλτσο, με λιγοστά τρόφιμα και πολεμοφόδια που τους προμήθευαν κρυφά, οι κάτοικοι των γύρω περιοχών του Λιάσκοβου και της Βρεστενίτσας.

Στις 20 Απριλίου, έπειτα από τετράμηνη πολιορκία, οι Τούρκοι αφού εξουδετέρωσαν την αντίσταση στα φυλάκια μπήκαν στο Μοναστήρι. Άλλοι σφαγιάστηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν, ενώ 250 γυναικόπαιδα για να μην πέσουν στα χεριά των εχθρών έστησαν ένα νέο μεγαλύτερο Ζάλογγο.

Ο Νότης Μπότσαρης αιχμαλωτίστηκε τραυματισμένος, ενώ ο Κίτσος μαζί με τον 13χρονο Μάρκο και 10 Σουλιώτες γλίτωσαν της σφαγής μέσα σε μια σπηλιά.

Το κτηριακό συγκρότημα της Μονής αρχικά κτίστηκε τον 10ο αιώνα και καταστράφηκε από μεγάλο σεισμό στις αρχές του 15ου, για να ανεγερθεί εκ νέου το 1697.

Σήμερα σώζεται το καθολικό της Μονής που είναι λιθόκτιστο, Αθωνικού τύπου και κάποια από τα κελιά. Το εσωτερικό του ναού έχει εξαιρετικές αγιογραφίες και τοιχογραφίες και αποτελεί έργο του ιερέα Νικόλαου από την Άρτα. Εντυπωσιακό είναι και το ξυλόγλυπτο τέμπλο.

Σήμερα, το Σέλτσο αποτελεί Μετόχι της Ιεράς Μονής Ροβελίστης. 

Κίτσος Τζαβέλας: Ο Ήρωας του Μεσολογγίου που έγινε Πρωθυπουργός της Ελλάδας

Ο Κυριάκος (Κίτσος) Τζαβέλλας γεννήθηκε στο Σούλι το 1800 και μεγάλωσε στην Κέρκυρα. Ήταν δευτερότοκος γιος του Φώτου Τζαβέλλα (1770-1809) και της Δέσπως Πάνου και εγγονός του Λάμπρου Τζαβέλλα (1745-1795).

Το 1820 επέστρεψε μαζί με τους Σουλιώτες στην πατρίδα του, όπου ανακηρύχτηκε καπετάνιος – αρχηγός. Μετά την ήττα και τον θάνατο του Αλή Πασά το 1822, πήγε στην Πίζα της Ιταλίας ως απεσταλμένος των Σουλιωτών, για να ζητήσει οικονομική ενίσχυση για τον Αγώνα.

Η πρώτη μνεία για τη συμμετοχή του στις στρατιωτικές επιχειρήσεις αφορά τη δράση του κατά την πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου (Οκτώβριος – Δεκέμβριος 1822), όπου πολέμησε στο πλευρό του Μάρκου Μπότσαρη, επικεφαλής 35 Σουλιωτών.

Συμμετείχε στη μάχη του Κεφαλόβρυσου (8-9 Αυγούστου 1823), όπου βρήκε τον θάνατο ο Μπότσαρης. Τον Οκτώβριο του 1823 με 300 άνδρες προσέβαλε στη θέση Σκαλί, μεταξύ Μεσολογγίου και Ανατολικού (Αιτωλικού), το ιππικό του Τούρκων κι έλυσε την πολιορκία του Αιτωλικού, αποκομίζοντας πολλά λάφυρα.

Στη συνέχεια συνεργάστηκε με τον Καραϊσκάκη και διακρίθηκε στη Μάχη της Άμπλιανης (14 Ιουλίου 1824). Στις 3 Δεκεμβρίου 1824 επιβιβάσθηκε με 3.000 άνδρες στο Αίγιο και πήρε μέρος στις εμφύλιες διαμάχες στο πλευρό του Ιωάννη Κωλέττη. Πολέμησε τον Ιμπραήμ στο Κρεμμύδι της Πύλου (7 Απριλίου 1825) και σώθηκε την τελευταία στιγμή.

Στις 7 Αυγούστου 1825 μπήκε στο πολιορκημένο Μεσολόγγι και όταν ο Κιουταχής απείλησε το μικρό νησί Κλείσοβα (Μάρτιος 1826), ο Τζαβέλας έσπευσε με λίγους άνδρες του για να ενισχύσει την άμυνά του. Οι επανειλημμένες προσπάθειες τών Τουρκοαιγυπτίων να το καταλάβουν απέτυχαν και η επιχείρηση απόβασης εγκαταλείφθηκε.

Κατά την ηρωική έξοδο των Μεσολογγιτών (10 Απριλίου 1826), ηγήθηκε 2.500 ανδρών, από τους οποίους διασώθηκαν οι 1.300. Πήρε μέρος στις μάχες της Αττικής το 1827 και μετά το θάνατο του Γεωργίου Καραϊσκάκη τού ανατέθηκε προσωρινά η αρχιστρατηγία.

Ο Ιωάννης Καποδίστριας τον έκανε χιλίαρχο, αναθέτοντάς του μάλιστα να εκκαθαρίσει τη Στερεά Ελλάδα από τους Τουρκαλβανούς και τους Τουρκοαιγυπτίους. Στα χρόνια της Αντιβασιλείας ρίχτηκε στη φυλακή, μαζί με τον Κολοκοτρώνη, επειδή ήταν μέλος της ρωσόφιλης μερίδας.

Ο Όθωνας τον έκανε υποστράτηγο και αργότερα αντιστράτηγο και υπασπιστή του. Το 1844 ανέλαβε Υπουργός Στρατιωτικών στην κυβέρνηση του Ιωάννη Κωλέττη και μετά τον θάνατό του, τον διαδέχθηκε στην πρωθυπουργία στις 5 Σεπτεμβρίου 1847, σε μία κρίσιμη περίοδο για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, εξαιτίας του επεισοδίου Μουσούρου.

Κατά τη διάρκεια της σύντομης πρωθυπουργίας του δεν κατάφερε να εξασφαλίσει την ενότητα της κυβέρνησής του. Ήλθε σε αντιπαράθεση με τον υπουργό Οικονομικών Νικόλαο Κορφιωτάκη και αναγκάστηκε να παραιτηθεί στις 8 Μαρτίου 1848, παρότι διέθετε την αμέριστη υποστήριξη του Όθωνα. Το 1849 διορίσθηκε για μικρό διάστημα Υπουργός των Στρατιωτικών στην κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Κανάρη.

Κατά τη διάρκεια του Κριμαϊκού Πολέμου, συμμετείχε στο απελευθερωτικό κίνημα των αλύτρωτων περιοχών το 1854 και μαζί με άλλους σουλιώτες αξιωματικούς ανέλαβε την ηγεσία των επιχειρήσεων στην Ήπειρο. Μετά την αποτυχία του εγχειρήματος, αποσύρθηκε.

Ο Κίτσος Τζαβέλλας πέθανε στην Αθήνα στις 9 Μαρτίου 1855, σε ηλικία 55 ετών.

SanSimera.gr

Ζώης Πάνου: Ο πολεμικός και πολιτικός ηγέτης της Παραμυθιάς στην Ελληνική Επανάσταση

Ο Ζώης Πάνου (1765 – 29 Αυγούστου 1846) ήταν στρατιωτικός και οπλαρχηγός της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 από την Παραμυθιά της Ηπείρου. Επιπλέον, διετέλεσε επίσης πληρεξούσιος σε διάφορες Εθνοσυνελεύσεις.

Γεννήθηκε 1765 στην Παραμυθιά και προερχόταν από ευκατάστατη και θρησκευόμενη οικογένεια της περιοχής. Αδελφή του ήταν η μετέπειτα σύζυγος του Σουλιώτη οπλαρχηγού Φώτου Τζαβέλα, Δέσπω. Κατά τα τέλη του 18ου αιώνα, δραστηριοποιήθηκε ως έμπορος στο Παλέρμο της Σικελίας.

Κατά τον ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1787 – 1792, κατετάγη στον ρωσικό στρατό και αργότερα συμμετείχε στους Ναπολεόντειους Πολέμους. Από το 1805 υπηρετούσε στα, δημιουργημένα από τους Ρώσους, Ελληνικά Τάγματα των Επτανήσων, τα οποία διατηρήθηκαν και επί γαλλικής και βρετανικής κυριαρχίας, φτάνοντας μέχρι το βαθμό του λοχαγού α΄ τάξεως. Παράλληλα, από το 1819 ήταν μυημένος στη Φιλική Εταιρεία.

Το 1820, συμμετείχε στον πόλεμο μεταξύ Υψηλής Πύλης και Αλή πασά, πρώτα στο πλευρό των σουλτανικών στρατευμάτων και έπειτα, μετά από συμφωνία μεταξύ του Αλή και των Σουλιωτών, με το μέρος του πασά των Ιωαννίνων. Στο πλαίσιο αυτού του πολέμου, όπου μάλιστα τραυματίστηκε δύο φορές, διακρίθηκε στις μάχες της Μανωλιάσας, του Θεριακησίου και της Λέλοβας.

Δράση στην Ελληνική Επανάσταση

Τον Ιούλιο του 1821, συμμετείχε μαζί με ένοπλη δύναμη Παργινών και Σουλιωτών, στην αποτυχημένη επιχείρηση των Ελλήνων επαναστατών προς κατάληψη του φρουρίου της Πάργας.

Στις 2 Αυγούστου του 1822, συμμετείχε μαζί με τους Κυριακούλη Μαυρομιχάλη, Λάμπρο Βέικο και Βασίλη Ζέρβα στη μάχη της Σπλάντζας, έχοντας υπό τις διαταγές του 120 άνδρες. Η μάχη αυτή, έγινε στο πλαίσιο της προσπάθειας για ενίσχυση του Σουλίου, το οποίο πιεζόταν από τα οθωμανικά στρατεύματα, ο θάνατος όμως του Μαυρομιχάλη κατά τη διάρκεια της μάχης, ενώ εκείνος όδευε με μερικούς άνδρες για να υποστηρίξει το οχύρωμα του Πάνου, ματαίωσε την εκστρατεία.

Κατά τα τέλη του ίδιου έτους, ο Ζώης Πάνου βρέθηκε στο πολιορκημένο Μεσολόγγι και αργότερα πολέμησε επικεφαλής 30 ανδρών σε Τρίκερι, Σκιάθο και Πάτρα. Το 1824, υπερασπίστηκε τον Καραϊσκάκη όταν εκείνος πέρασε από δίκη, ενώ στις 4 Απριλίου του 1825 προβιβάστηκε στο βαθμό του αντιστρατήγου.

Το 1825 – 1826, έλαβε μέρος στην δεύτερη πολιορκία του Μεσολογγίου, ενταγμένος στο σώμα του ανιψιού του, Κίτσου Τζαβέλα. Μάλιστα, από κοινού με τους Ιωάννη Παπαδιαμαντόπουλο και Γεώργιο Βαλτινό, μετέβη στη Ζάκυνθο προς ανεύρεση εφοδίων και χρημάτων. Κατά την Έξοδο της 10ης Απριλίου 1826 αν και τραυματίας κατάφερε να διασωθεί.

Πέραν από τα πεδία των μαχών, ο Πάνου συνέβαλε και στον πολιτικό τομέα της επανάστασης. Κατά τις αρχές του 1822, έλαβε μέρος στην Α’ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου, υπογράφοντας το «Προσωρινόν Πολίτευμα» ως αντιπρόσωπος των Σουλιωτών, ενώ αργότερα έλαβε μέρος στις εθνοσυνελεύσεις του Άστρους (1823) και της Τροιζήνας.

Στο ελληνικό κράτος

Μετά τη δημιουργία του ελληνικού κράτους, ο Ζώης Πάνου τιμήθηκε με το βαθμό του συνταγματάρχη της Βασιλικής Φάλαγγας. Παράλληλα, το 1842, εκδόθηκε ποιητική του συλλογή, αποτελούμενη από ποιήματα που είχε συγγράψει κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης με σκοπό την ενθάρρυνση των Ελλήνων. Απεβίωσε πλήρης ημερών, στις 29 Αυγούστου του 1846.

Αθανάσιος Τσακάλωφ: Ο ιδρυτής της Φιλικής Εταιρείας από τα Ιωάννινα

Ο Αθανάσιος Τσακάλωφ ήταν ένας από τους τρεις ιδρυτές της Φιλικής Εταιρείας μαζί με τον Εμμανουήλ Ξάνθο και τον Νικόλαο Σκουφά. Η προσφορά του στην Ελληνική Επανάσταση του 1821 ως συνιδρυτής της Φιλικής Εταιρείας, θεωρείται πολύ σημαντική.

Γεννήθηκε στα Ιωάννινα το 1788. Αναγκάστηκε νέος να εγκαταλείψει την Ελλάδα και να μεταναστεύσει στη Ρωσία στον πατέρα του. Το πραγματικό του επώνυμο ήταν Τεκελής ή Τσάκαλος (κατά συνέπεια από το Τσάκαλος στο Τσακάλωφ η απόσταση ήταν ελάχιστη).

Ένα μικρό διάστημα βρέθηκε στο Παρίσι για σπουδές, όπου μάλιστα συμμετείχε στην ίδρυση του «Ελληνόγλωσσου Ξενοδοχείου», σωματείου με εκπαιδευτικούς και πατριωτικούς στόχους.

Στη συνέχεια μεταβαίνει στη Βιέννη της Αυστρίας, όπου έρχεται σε επαφή με τον Ιωάννη Καποδίστρια, ο οποίος ήταν τότε υπουργός Εξωτερικών του Τσάρου.

Στην Οδησσό, σημαντικό λιμάνι της Ρωσίας και οργανωμένη ελληνική παροικία του Ευξείνου Πόντου, γνωρίζει τον Νικόλαο Σκουφά και τον Εμμανουήλ Ξάνθο. Οι τρεις θέτουν το 1814 τις βάσεις για τη δημιουργία της Φιλικής Εταιρείας.

Από το 1818 ακολουθεί τον Άνθιμο Γαζή, σημαντικότατο μέλος της Φιλικής Εταιρείας, στην Κωνσταντινούπολη, όπου συνεχίζει την κατήχηση νέων μελών και σε αλλεπάλληλα ταξίδια στη Σμύρνη, στη Μακεδονία, στη Θράκη, φθάνοντας μέχρι και την Θεσσαλία.

Ένα από τα πρωταρχικά μέλη της Φιλικής Εταιρείας, ο Νικόλαος Γαλάτης, είχε αρχίσει να έχει αποκλίνουσα συμπεριφορά και σύντομα απέκτησε προδοτική διαγωγή, φροντίζοντας πάντα να ασκεί ένα είδος εκβιασμού στα υπόλοιπα μέλη.

Η απειλή αυτή υποχρέωσε τους επικεφαλής της οργάνωσης να αναθέσουν στον Τσακάλωφ την εξουδετέρωσή του. Σύμφωνα με τη διαταγή αυτή, ο Τσακάλωφ, συνοδευόμενος από το Δημητρόπουλο, παρέλαβε το Γαλάτη και στο ταξίδι τους στην Πελοπόννησο, πλησιάζοντας την Ερμιόνη, τον εκτέλεσαν.

Ήταν Νοέμβριος του 1819. Ο Τσακάλωφ αναγκάζεται να δραπετεύσει, καθότι θεωρήθηκε ένοχος για τη δολοφονία, και από τη Μάνη περνάει στην Πίζα της Ιταλίας, όπου και παρέμεινε έως και την έναρξη της Ελληνικής Επαναστάσεως το 1821.

Στην Επανάσταση

Αμέσως μετά την έκρηξη του κινήματος, φτάνει στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, εκεί όπου είχαν ήδη ξεκινήσει οι πρώτες μάχες. Αναλαμβάνει υπασπιστής του Αλέξανδρου Υψηλάντη στον Ιερό Λόχο και μετά την καταστροφή του Δραγατσανίου κατάφερε να επιστρέψει και να πολεμήσει στην Ελλάδα.

Μετά το τέλος της Επαναστάσεως και την τελική απελευθέρωση της Ελλάδας από τον τουρκικό ζυγό, την περίοδο του πρώτου κυβερνήτη της χώρας, του Ιωάννη Καποδίστρια, ο Τσακάλωφ υπηρέτησε στο στρατιωτικό λογιστικό του Γενικού Φροντιστηρίου και εμφανίστηκε ως πληρεξούσιος Ηπείρου στην Εθνοσυνέλευση του Άργους (1829).

Το καλοκαίρι του 1832 έφυγε από την Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στη Ρωσία, στη Μόσχα, όπου και έζησε μέχρι το 1851.

Με πληροφορίες από Βικιπαίδεια

Νικόλαος Σκουφάς: Ο ιδρυτής της Φιλικής Εταιρείας που δεν πρόλαβε την Επανάσταση

Ο Νικόλαος Σκουφάς γεννήθηκε το 1779 στο Κομπότι της Άρτας από γονείς «μεσαίας τάξης». O πατέρας του λεγόταν Κουμπάρος αλλά ο ίδιος ασχολούμενος με την κατασκευή σκούφων έλαβε αργότερα το προσωνύμιο Σκουφάς με το οποίο και καθιερώθηκε.

Το 1813, ο Σκουφάς βρισκόταν στη Ρωσία, όπου και εγκαταστάθηκε στην Οδησσό, ασκώντας χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία το παλαιό επάγγελμά του.

Με αυτόν τον τρόπο, του δόθηκε η ευκαιρία να γνωριστεί με τον Αθανάσιο Τσακάλωφ και τον Εμμανουήλ Ξάνθο, μετέπειτα συνιδρυτές της Φιλικής Εταιρείας, η οποία ιδρύθηκε το έτος 1814, ύστερα από πρόταση του Σκουφά.

Ο Σκουφάς διέθετε επαναστατική προπαίδεια: ήταν προκατηχημένος στις ιδέες που θα προέβαλε στην Εταιρεία, από τον Κωνσταντίνο Ράδο, έμπορο στη Ρωσία, γεννημένο στο Τσεπέλοβο των Ιωαννίνων.

Ο Ράδος είχε σπουδάσει στο Πανεπιστήμιο της Πίζας, όπου μυήθηκε στον καρμποναρισμό, και είχε προσπαθήσει να ιδρύσει το 1812 στη Μόσχα ελληνική επαναστατική εταιρεία, υπολογίζοντας στα πρώτα μέλη της και τον Σκουφά.

Ο Νικόλαος Σκουφάς ανέλαβε τη διάδοση και την κατήχηση μελών στην Φιλική Εταιρεία από το πλήθος των ομογενών της Ρωσίας. Μερικά από τα μέλη που μύησε ήταν ο Γεώργιος Σέκερης, ο Αντώνιος Κομιζόπουλος, ο Νικόλαος Γαλάτης και ο Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος. Αρχικά, οι προσπάθειές του στη Μόσχα και την Πετρούπολη δεν ευδοκίμησαν, αλλά στη συνέχεια βρήκε ανταπόκριση στην Οδησσό, στις αρχές του 1816.

Στην Οδησσό, ο Σκουφάς συνεργάστηκε με τον Άνθιμο Γαζή, ο οποίος τελικά είχε αναλάβει έναν πολύ αποφασιστικό ρόλο στη διάδοση της Φιλικής Εταιρείας, αναθέτοντάς του τη μύηση κλεφτών και αρματολών της Στερεάς Ελλάδας.

Ο ίδιος ανέλαβε να διαδώσει την ιδέα της Φιλικής Εταιρείας στην Πελοπόννησο, περνώντας για αυτόν ακριβώς το σκοπό από την Κωνσταντινούπολη.

Το 1818 με προτροπή του Σκουφά, η έδρα της Φιλικής Εταιρείας μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί ο Σκουφάς μύησε τον Παναγιώτη Σέκερη (αδελφό τού ήδη μυημένου Γεωργίου Σέκερη) ο οποίος έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην χρηματοδότηση του έργου της Εταιρείας. Ο Σκουφάς ισχυριζόταν ότι η έδρα της Εταιρείας έπρεπε να μεταφερθεί στην Πελοπόννησο παρά τις αντιρρήσεις των άλλων δύο συνιδρυτών.

Ωστόσο, η κακή υγεία του δεν του επέτρεψε να ολοκληρώσει την αποστολή του.

Πέθανε στις 31 Ιουλίου 1818 στο Μέγα Ρεύμα της Κωνσταντινούπολης και τάφηκε στον τοπικό ναό των Ταξιαρχών.

Το όνομά του έχει δοθεί στον Δήμο που ανήκει το Κομπότι, σε κεντρικό δρόμο της πόλης της Άρτας (στον οποίο βρίσκεται το κτίριο που στεγάζονταν αρχικά η επιχείρησή του) αλλά και σε δρόμο στο κέντρο της Αθήνας, στο Κολωνάκι.

Σελίδα 1 από 5

Υποστηριζόμενο από WordPress & Θέμα από Anders Norén