Ήταν 28 Νοεμβρίου 2012, σαν σήμερα πριν 110 χρόνια, όταν στην Μάχη των Γαριβαλδινών εθελοντών κατά των Τούρκων, παρά το Δρίσκον, για την Απελευθέρωση των Ιωαννίνων, φονεύεται μαχόμενος ο Επτανήσιος ποιητής και βουλευτής Λορέντζος Μαβίλης.

Ο Λορέντζος Μαβίλης γεννήθηκε στην Ιθάκη το 1860, όπου υπηρετούσε τότε ο δικαστικός πατέρας του Παύλος με καταγωγή από την Ισπανία. Η μητέρα του, που καταγόταν από την αρχοντική οικογένεια Δούσμανη, είχε περάσει μέρος της ζωής της κοντά στον αγροτικό πληθυσμό της Κέρκυρας και αγάπησε τη λαϊκή γλώσσα και τέχνη και την αγάπη αυτή μετέδωσε στον γιο της.

Μεγάλη επίδραση στην προσωπικότητα του Μαβίλη άσκησε ο Ιάκωβος Πολυλάς, του οποίου υπήρξε φίλος και μαθητής. Μαθήτευσε στο εκπαιδευτήριο Καποδίστριας της Κέρκυρας και κατόπιν στο κερκυραϊκό γυμνάσιο, με καθηγητή τον Ιωάννη Ρωμανό, ο οποίος τον έκανε μέλος της Αναγνωστικής Εταιρείας. Μετά το γυμνάσιο έφυγε για την Αθήνα για πανεπιστημιακές σπουδές στη Φιλοσοφική Σχολή.

Στην Αθήνα πραγματοποιήθηκε και η γνωριμία του με τον Χαρίλαο Τρικούπη, μέσω του Πολυλά. Το 1879 έφυγε για τη Γερμανία , όπου έμεινε για δεκατέσσερα χρόνια. Εκεί μελέτησε τους αρχαίους κλασικούς και έμαθε Ιταλικά, Αγγλικά, Γαλλικά και Ισπανικά, καθώς επίσης Σανσκριτικά. Στη Γερμανία ο Μαβίλης ολοκλήρωσε τις σπουδές του και το 1890 πήρε το διδακτορικό του δίπλωμα από το πανεπιστήμιο του Erlangen.

Το 1893 επέστρεψε στην Κέρκυρα όπου εντάχτηκε στην Κερκυραϊκή Σχολή, συνδέθηκε δε ιδιαιτέρως με τον Κων/νο Θεοτόκη. Κατόπιν στρατεύτηκε και το 1896 έγινε μέλος της Εθνικής Εταιρείας . Το 1897 έφυγε για την Κρήτη προς ενίσχυση του εκεί επαναστατικού κινήματος και κατέληξε στην Ήπειρο επικεφαλής σώματος ανταρτών. Στις εκλογές του 1910 απέκτησε βουλευτικό αξίωμα με το κόμμα των Φιλελευθέρων και από αυτή τη θέση αγωνίστηκε για την καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας.

Το 1912 σε ηλικία πενήντα τριών ετών πήρε μέρος στην εκστρατεία της Ηπείρου και σκοτώθηκε στη μάχη του Δρίσκου.

Μάχη τῶν Γαριβαλδινῶν παρά τό Δρῖσκον (26-28 Νοε.1912)

Στις 24 Νοεμβρίου ο Σαπουντζάκης, για να κάνει αποτελεσματικότερη την πολιορκία των οχυρών του Μπιζανίου, εξέδωσε διαταγή καταλήψεως των Ιωαννίνων και ανέθεσε στον Ρώμα με τους Γαριβαλδινούς «…να καταλάβη τον Δρίσκον και τα παράλια της λίμνης…».

Τα ξημερώματα της 26ης Νοεμβρίου τρεις λόχοι με τον προαχθέντα για την ανδρεία του σε ταγματάρχη Μπαρδόπουλο, εξασφάλισαν την στενωπό των Λυγκιάδων και κατέλαβαν το τουρκικό στρατόπεδο του Δρίσκου, ενώ οι άλλοι τρεις λόχοι με τον Ρώμα απώθησαν τους τούρκους στην πεδιάδα και συνδέθηκαν με τις επιχειρούσες μονάδες του Ελληνικού πεζικού.

Την επομένη 27η Νοεμβρίου, 8.000 τούρκοι με δυο μυδραλιοβόλα και υποστηριζόμενοι από το βαρύ πυροβολικό του νησιού και της Καστρίτσας, επιτέθηκαν εναντίον των Ελληνικών θέσεων από την κορυφογραμμή προφήτη Ηλία Μονή Τζούρας (όπου ο λόχος Γιοβάνη-Μαβίλη-Τοπάλη), έως τη λίμνη. Συμφώνως με την τότε τακτική, «έφιπποι και ξιφήρεις» οι αξιωματικοί, με πρώτο τον Ρώμα, κατεύθυναν την μάχη και απέκρουσαν την επίθεση.

Την 28η Νοεμβρίου οι τούρκοι επανέλαβαν με βιαιότητα την επίθεση, με μεγαλύτερες δυνάμεις και υπό την συνεχή κάλυψη του πυροβολικού, καθώς είχαν τοποθετήσει τηλεβόλα και στο χάνι της Λεύκας κοντά στη λίμνη.

Παρά την ενίσχυση των Ελληνικών δυνάμεων με ένα ορειβατικό πυροβόλο (Schneider-Danglis των 75χλστ) και 44 άνδρες οπλισμένους με Mannlicher-Schönauer, άρχισαν να παρουσιάζονται προβλήματα: πρώτα μεγάλες ελλείψεις σε φυσίγγια, αφού δεν είχε έρθει ακόμη ο εφοδιασμός που είχε ζητηθεί από τα Γρεβενά κι ύστερα σημαντικές απώλειες ιδιαίτερα σε αξιωματικούς.

Έτσι ετέθησαν εκτός μάχης ταυτόχρονα ο Αρχηγός και ο επιτελάρχης. Ύστερα από αυτά, ο συνταγματάρχης Ματθαιόπουλος, εκτιμώντας την κατάσταση, διέταξε την σύμπτυξη των τμημάτων στο Μέτσοβο.

Οι ερυθροχίτωνες απαγκιστρώθηκαν το απόγευμα με εξαιρετική τάξη προς το Χάνι Καμπέρ-αγά και από εκεί προς Πέτρα, μεταφέροντας τους τραυματίες τους. Είχαν χάσει 200 συμπολεμιστές τους, αλλά είχαν αφαιρέσει από την τουρκική δύναμη -που υπεράσπιζε τα Γιάννενα- περισσότερους από 1400 μαχητές.

Στο Δρίσκο παρέμειναν, αναμένοντας την απελευθέρωση, θαμμένοι οι νεκροί τους: ανάμεσά τους ο Μαβίλης, ο Τοπάλης, ο Βραχνός, ο Μακρής και ο Γερακάρης, που την παραμονή του θανάτου του είχε πει στον Μαβίλη, καθώς μαζί από ψηλά αγνάντευαν την πόλη και τη λίμνη με το νησί της: «Τι θαύμα τα Γιάννενα ! Αξίζει κανείς να πεθάνη για να τα πάρη».

Στις 28 Νοεμβρίου του 1912, εναντίον της ισχυρά οχυρωμένης από τους τούρκους τοποθεσίας Δρίσκος, πάνω από τα Γιάννενα εμαίνετο η μάχη μεταξύ Τούρκων και Γαριβαλδινών εθελοντών.

Λίγο πιο πίσω, στο σημείο συλλογής των τραυματιών, ξαπλωμένος στο πεζούλι της Αγίας Παρασκευής, με ανοιχτό το κόκκινο αμπέχονο και πρόχειρα σκεπασμένος με τον καταματωμένο γαλάζιο μανδύα, άφηνε την τελευταία του πνοή, πνιγμένος από το ίδιο του το αίμα, καθώς είχε δεχθεί δυο βολίδες στο πρόσωπο, ο Γαριβαλδινός λοχαγός Λορέντζος Μαβίλης.

Πάνω του στέκονταν ο εθελοντής παπά Φώτης και η εθελόντρια νοσοκόμα Ασπασία, συζ. Ιωάννη Ράλλη, κόρη του πρώην πρωθυπουργού Κυριακούλη Μαυρομιχάλη και ανηψιά του αρχηγού, εμπνευστή και χρηματοδότη των Ελλήνων εθελοντών, Αλέξανδρου Ρώμα.

Πιο πέρα, σφίγγοντας τα δόντια από τους πόνους του δικού του τραύματος, χαιρετούσε σε στάση προσοχής ο ίδιος ο Αλέξανδρος Ρώμας, μονολογώντας: «Αγαθή η μοίρα σου λοχαγέ Μαβίλη».

Ένα από τα γνωστότερα ποιήματα του Μαβίλη είναι το σονέτο η «Ελιά»:

Στην κουφάλα σου εφώλιασε μελίσσι,

Γέρικη ελιά, που γέρνεις με τη λίγη

πρασινάδα που ακόμα σε τυλίγει

Σα νάθελε να σε νεκροστολίσει.

Και το κάθε πουλάκι στο μεθύσι

Της αγάπης πιπίζοντας ανοίγει

Στο κλαρί σου ερωτιάρικο κυνήγι.

Στο κλαρί σου που δεν θα ξανανθίσει.

Ώ πόσο στη θανή θα σε γλυκάνουν,

Με τη μαγευτική βοή που κάνουν,

Ολοζώντανες νιότης ομορφάδες

Που θύμησες μέσα σου πληθαίνουν

Ώ να μπορούσαν έτσι να πεθαίνουν

Κι άλλες ψυχές της ψυχής σου αδερφάδες.