Σαν σήμερα, 77 χρόνια πριν, μια ξεχασμένη και σχεδόν εντελώς άγνωστη εποποιία εκτυλίχθηκε στην Χιμάρα. Μια σφριγηλή ένδειξη Ελληνικότητας κα Εθνικής Συνείδησης.

Στις 29 Νοεμβρίου 1944, με την αποχώρηση και του τελευταίου Γερμανού στρατιώτη από την Αλβανία, μια νέα ακόμη πιο σκληρή σκλαβιά άρχιζε για τον Ελληνισμό της Βορείου Ηπείρου.

Στις 2 Δεκεμβρίου ο αλβανός δικτάτορας Ενβέρ Χότζα οργάνωσε τις πρώτες «ελεύθερες» και «δημοκρατικές» εκλογές. Το όλο σκηνικό ήταν μια θλιβερή παρωδία.

Σε κάθε εκλογικό κέντρο, είχαν στηθεί δύο κάλπες, μια μαύρη και μια κόκκινη, και στον κάθε ψηφοφόρο έδιναν από ένα σφαιρίδιο υποχρεώνοντάς τον να μπάσει το χέρι και στις δύο κάλπες και να αφήσει το σφαιρίδιο στη μία.

Την κόκκινη κάλπη (όπου θα μαζεύονταν οι ψήφοι του κομμουνιστικού κόμματος) την είχαν επενδύσει από μέσα με ένα πανί, για να μην ακούγεται ο θόρυβος του σφαιριδίου που έπεφτε, ενώ στη μαύρη είχαν βάλει στον πάτο ένα κομμάτι κόντρα πλακέ, έτσι ώστε αν κάποιος έριχνε την ψήφο του εκεί, ακουγόταν ένας ηχηρός κρότος που τον πρόδιδε.

Ωστόσο, το αποτέλεσμα ήταν πρωτοφανές και έδειχνε το μέγεθος της νοθείας: τα μέλη των εκλογικών επιτροπών διαπίστωναν έκπληκτα ότι οι αρνητικές ψήφοι (της μαύρης κάλπης) σε όλο το νομό ήταν λιγότερες από όσες είχαν καταμετρήσει οι ίδιοι μόνο στο τμήμα τους!

Ενώ αυτά συνέβαιναν στην υπόλοιπη Βόρειο Ήπειρο και στην αλβανική επικράτεια γενικότερα, οι Χιμαριώτες οργανώθηκαν για να αντιμετωπίσουν το νέο καθεστώς. Μαζεύτηκαν και αποφάσισαν ομόφωνα να μην ψηφίσουν στις εκλογές.

2 Δεκεμβρίου 1945. Οι Χιμαριώτες απείχαν από την στημένη εκλογική διαδικασία. Τα αντίποινα της αλβανικής δικτατορίας γι’ αυτή την ηρωική πράξη αντίστασης των Χιμαριωτών δεν άργησαν να έρθουν.

Δύο μήνες μετά, στις 10 έως 18 Φεβρουαρίου 1946, στη Χιμάρα έγιναν γύρω στις 30-40 συλλήψεις. Ανακρίσεις και βασανιστήρια σε καθημερινή βάση για να γονατίσουν τους ήρωες, οι οποίοι όμως δεν λυγίζουν.

Βλέποντας ότι οι ανακρίσεις απέτυχαν, ο δικτάτορας έδωσε εντολή για ένα στημένο δικαστήριο που θα καταδίκαζε τα παλικάρια της Χιμάρας, το οποίο ξεκίνησε στις 5 Μαΐου. Η απόφαση φυσικά είχε παρθεί πολλές μέρες πριν.

Επιπλέον, ως αντίποινα, ο Χότζα αφαίρεσε από όλους τους Χιμαριώτες την ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΘΑΓΕΝΕΙΑ και έκλεισε τα ελληνικά σχολεία της περιοχής, μια αυθαιρεσία που οι επόμενες αλβανικές κυβερνήσεις όχι μόνο δεν έχουν αποκαταστήσει, αλλά υιοθετούν.

Τρεις από τους Χιμαριώτες που είχαν συλληφθεί, ο Ανδρέας Δήμας, ο Ηρακλής Γκιόνης και ο Δημήτρης Ανδρούτσος καταδικάστηκαν σε θάνατο. Σε ισόβια κάθειρξη καταδικάστηκαν οι Νίκος Κούτουλας, Νίκος Κατσιελάνος, Πύλιος (Σπύρος) Γκόρος, Κίτσος (Χρήστος) Κόκας, ενώ σε πολλά χρόνια φυλάκισης καταδικάστηκαν μεταξύ άλλων και οι Ζαχαρίας Λυκώκας, Μήλιος Πάνος, Χρήστος Γ. Λάζαρης, Θανάσης Κοκαβέσης, Ζαχαρίας Ράππος, Αναστάσιος Γκιόκας, Δαμιανός Μπολάνος, Πάνος Κοκαβέσης, Πύλιος (Σπύρος) Μπολάνος, Φώτος Τζαβάλας, Στέφανος Γκόρος.

Όταν οι δικαστές είδαν μπροστά στο κτίριο του δικαστηρίου την λαοθάλασσα από τους εξαγριωμένους Χιμαριώτες, που φώναζαν υπέρ των καταδικασμένων, οπισθοχώρησαν και υποχρεώθηκαν να αλλάξουν την πρόταση του εισαγγελέα.

Μετά από αυτό, το δικαστήριο καταδίκασε σε θάνατο μόνο τον Ανδρέα Δήμα, ενώ στους άλλους δύο που είχαν καταδικαστεί επίσης σε θάνατο μετατράπηκε η ποινή σε ισόβια κάθειρξη.

Στις 30 Μαΐου 1946 εκτελέστηκε ο Ανδρέας Δήμας. Πριν ακόμη ξεψυχήσει ο γενναίος αυτός Έλληνας από τις σφαίρες των φονιάδων, οι ίδιοι εκείνοι τον σκέπασαν ζωντανό με πέτρες. Μέχρι την τελευταία στιγμή φώναζε πως αυτός «έφταιγε» για όλα, προσπαθώντας να πάρει όλη την ευθύνη πάνω του για να γλιτώσουν οι άλλοι.

Σταματία Καραγεωργίου