Ετικέτα: ΙΣΤΟΡΙΑ Σελίδα 3 από 5

Ναπολέων Ζέρβας: Ο Αρτινός ηγέτης της Εθνικής Αντίστασης

Ο Ναπολέων Ζέρβας γεννήθηκε στην Άρτα το 1891. Η οικογένειά του ήταν γνωστή στην κοινωνία της Ηπείρου. Είχαν καταγωγή από το ορεινό χωριό Ζερβά του Σουλίου.

Οι Ζερβαίοι πρωτοστάτησαν στους αγώνες που έδωσε το Σούλι ενάντια στον Αλή Πασά αλλά και κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1821 διετέλεσαν οπλαρχηγοί. Ο πατέρας του, Νικόλαος Ζέρβας, πολέμησε στο πλευρό των Κρητών που αγωνίζονταν για την απελευθέρωσή τους το 1897.

Ο Ναπολέων Ζέρβας, έχασε τη μητέρα του, Ευανθία Ζέρβα, σε μικρή ηλικία και την ανατροφή του ανέλαβε ένας θείος του από τα Ιωάννινα. Το 1907 αποφοίτησε από το Γυμνάσιο και εισήχθη στη Σχολή Ευελπίδων, από την οποία δεν αποφοίτησε.

Το 1910 κατατάχθηκε εθελοντικά στο στρατό. Κίνητρο της κατάταξης του ήταν οι δημοκρατικές και βενιζελικές του πεποιθήσεις. Ήταν ενάντιος της βασιλείας λόγω της ιδεολογίας του αλλά και για προσωπικούς λόγους. Λέγεται πως όταν φοιτούσε στην Σχολή Ευελπίδων, ανέπτυξε μια αντιπαλότητα με τον Κωνσταντίνο Α’.

Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι του 1912-13 τον βρήκαν στο πεδίο της μάχης. Η χαρά του με τα αποτελέσματα ήταν μέγιστη, καθώς απελευθερώθηκε η ιδιαίτερη πατρίδα του, η Ήπειρος.

Στις 21 Ιουνίου του 1913, τραυματίστηκε σοβαρά στο Κιλκίς. Χρειάστηκε να περάσει ένα μήνα νοσηλευόμενος στο νοσοκομείο της Λάρισας προκειμένου να αναρρώσει. Προήχθη «επ’ ανδραγαθία» στον βαθμό του Ανθυπασπιστή.

Το 1916 κατείχε το βαθμό του Ανθυπολοχαγού. Συμμετείχε στο κίνημα «Εθνικής Αμύνης» και ήταν υπερασπιστής της Τριανδρίας στη Θεσσαλονίκη. Ο Ναπολέων Ζέρβας έλαβε μέρος και στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στο Μακεδονικό Μέτωπο πολέμησε με ανδρεία και γι’ αυτό το λόγο οι προαγωγές του πάντα ήταν «επ’ ανδραγαθία».

Το 1921 αρνήθηκε να τεθεί υπό τις διαταγές του βασιλιά Κωνσταντίνου Α’. Επέλεξε να πάρει μέρος στην «Εθνική Άμυνα Κωνσταντινουπόλεως». Στην ουσία επέλεξε να «αυτοεξοριστεί», παρά να υπηρετήσει υπό τις διαταγές του Κωνσταντίνου.

Ο Ζέρβας επανήλθε στο στρατό το 1922 με το βαθμό του Ταγματάρχη . Το 1925 το στρατιωτικό καθεστώς του Παγκάλου τον διόρισε Φρούραρχο των Αθηνών.

Το 1926 συνεργάστηκε με τον Γεώργιο Κονδύλη για την ανατροπή του Παγκάλου. Ο Κονδύλης έπειτα, προχώρησε σε διάλυση των Ταγμάτων Δημοκρατικής Φρουράς με αποτέλεσμα να του εναντιωθούν Ζέρβας και Ντερτιλής. Σημειώθηκαν αιματηρά επεισόδια στο κέντρο της Αθήνας και ο Ναπολέων Ζέρβας μαζί με τον Ντερτιλή δικάστηκαν στο στρατοδικείο. Το 1928 η κυβέρνηση Βενιζέλου τους έδωσε αμνηστία.

Ο Ναπολέων Ζέρβας στο Αντάρτικο

Ο Ναπολέων Ζέρβας επιστρατεύτηκε όταν βρισκόταν στο βαθμό του Αντισυνταγματάρχη. Καθ’ όλη τη διάρκεια της δικτατορίας του Μεταξά αλλά και κατά τον πόλεμο του ’40 δε του επετράπη να πολεμήσει ως μέλος του στρατού.

Στις 14 Απριλίου ο Ζέρβας φυλακίστηκε ως αγγλόφιλος στις φυλακές του Μακρυγιάννη. Στις 27 Απριλίου είδε την γερμανική σβάστικα μα υψώνεται στο βράχο της Ακρόπολης, ένιωσε συντριβή και οργή. Το μεταξικό καθεστώς δεν έδινε συγχώρεση στο Ζέρβα για τις επαφές του με τους Βρετανούς και η κράτησή του έγινε σκληρότερη.

Τον Φεβρουάριο του 1942 η ιδέα του ανταρτοπόλεμου θέριευε στο μυαλό του Ναπολέοντα Ζέρβα. Πίστευε πως η μόνη αποτελεσματική αντιμετώπιση των Γερμανών ήταν η εφαρμογή του εδαφικού πολέμου. Η Γκεστάπο ανέκρινε πολλές φορές τον Ναπολέοντα Ζέρβα. Οι Γερμανοί είχαν υποψίες για την παρασκηνιακή οργάνωση του ανταρτοπόλεμου και προειδοποίησαν τον Ζέρβα πως αν βρουν αποδείξεις θα τον συλλάβουν και θα τον εκτελέσουν.

Στις 23 Ιουλίου του 1942 ο Ναπολέων Ζέρβας και η ομάδα του ανέβηκαν στο βουνό. Αρχικά, εγκαταστάθηκε στον Βάλτο, στην περιοχή της Αιτωλοακαρνανίας. Οι κάτοικοι ήθελαν να τον παραδώσουν στους Ιταλούς, καθώς πίστευαν πως η παρουσία του Ζέρβα στην περιοχή τους ήταν κίνδυνος για αυτούς.

Κατά τη διάρκεια του αντάρτικου, ο Ναπολέων Ζέρβας έδωσε μεγάλες μάχες στις εξής περιοχές: Σκουληκαριά, Νεράιδα, Πάργα, Δωδώνη, Παραμυθιά, Πρέβεζα, Γαύροβο, Μενίνα, Γοργοπόταμο.

Ο Γοργοπόταμος θεωρείται μια από τις πιο ιστορικές περιοχές, όπου έλαβε χώρα η αντιστασιακή δράση. Ο στρατός του Ζέρβα, ΕΔΕΣ, ενώθηκε με τον στρατό του Άρη Βελουχιώτη, ΕΛΑΣ. Ο Ναπολέων Ζέρβας ηγήθηκε της επιχείρησης και ο Άρης Βελουχιώτης πρωταγωνίστησε στη δράση. Η επιχείρηση της ανατίναξης της γέφυρας του Γοργοποτάμου στέφθηκε με επιτυχία και ήταν ένα καίριο χτύπημα ενάντια στον εχθρό.

Ο Ζέρβας και οι Τσάμηδες

Την περίοδο που η Ελλάδα βρισκόταν υπό η γερμανική κατοχή κατοικούσαν στην Ήπειρο οι Τσάμηδες. Οι Τσάμηδες ήταν αλβανικός μουσουλμανικός πληθυσμός. Η περιοχή όπου ζούσαν στην Ήπειρο, την ονόμαζαν Τσαμουριά.

Το 1941 οι Τσάμηδες άρχισαν να συνεργάζονται με τους Γερμανούς. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να λύνουν βίαια τις διαφορές τους με τους Έλληνες και να τους κακομεταχειρίζονται. Έπαιρναν μέρος σε επιχειρήσεις κάθαρσης των Γερμανών και συμμετείχαν και στη Σφαγή της Παραμυθιάς, όπου αφαίρεσαν τη ζωή πολλών Ελλήνων.

Οι Τσάμηδες έθεσαν το θέμα της αυτονομίας τους όταν δημιούργησαν προσωρινή κυβέρνηση και συνέχισαν τις βιαιότητες τους μέχρι που αποσύρθηκαν οι Γερμανοί.

Στις 3 Ιουλίου του 1944, ο Ναπολέων Ζέρβας κατέλαβε την Παραμυθιά. Το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν τα εκτελέσει τον Έλληνα συνεργάτη των Τσάμηδων. Η πράξη αυτή οδήγησε τους Τσάμηδες στο να εγκαταλείψουν την Ήπειρο για να γλυτώσουν. Εγκαταστάθηκαν στην Αλβανία.

Αντάρτες εναντίον Ανταρτών

Μια οδυνηρή σελίδα της ελληνικής ιστορίας είναι ο πόλεμος που αναπτύχθηκε μεταξύ των αντιστασιακών οργανώσεων. Συγκεκριμένα, ο καπετάνιος τους ΕΛΑΣ, Άρης Βελουχιώτης, εναντιώθηκε στις υπόλοιπες ομάδες.

Οι αρχηγοί του ΕΔΕΣ και του ΕΛΑΣ συναντήθηκαν στην Πλάκα της Ηπείρου. Εκεί είχαν συμφωνήσει πως ο ΕΔΕΣ θα κατείχε την Ήπειρο και την Αιτωλοακαρνανία και ο ΕΛΑΣ τη Στερεά Ελλάδα, τη Θεσσαλία και την Πελοπόννησο.

Ο ΕΔΕΣ και ο ΕΛΑΣ είχαν κοινό εχθρό, όμως πολέμησαν μεταξύ τους. Ο Άρης Βελουχιώτης κατηγόρησε το Ναπολέοντα Ζέρβα πως χρηματοδοτήθηκε από τους Βρετανούς αλλά και πως συνεργάστηκε με τους Γερμανούς.

Ένα χρόνο μετά την επιτυχημένη συνεργασία τους στον Γοργοπόταμο, ξεκίνησε ο πόλεμος των δύο αντάρτικων ομάδων. Οι αντάρτες του ΕΔΕΣ υποστηρίζουν πως πρώτοι επιτέθηκαν οι αντάρτες του ΕΛΑΣ, μετά από διαταγή του Βελουχιώτη.

Οι Έλληνες πολεμούσαν μεταξύ τους με πρωτοφανή σκληρότητα. Οι πρωταγωνιστές αυτού του πολέμου θυμούνται πως πολεμούσαν μεταξύ τους με μεγαλύτερη σκληρότητα και καμία από αυτή με την οποία μάχονταν τον κοινό εχθρό, τους Γερμανούς. Ο Ναπολέων Ζέρβας από την άλλη είχε δώσει σαφή δείγματα για τη στάση που θα κρατήσει έναντι της Αριστεράς.

Με τη Συμφωνία της Καζέρτας στις 26 Σεπτεμβρίου του 1944 οι πόλεις και οι περιοχές των Ιωαννίνων, της Πρέβεζας, της Άρτας, της Ηγουμενίτσας, η Κέρκυρα και οι Παξοί πέρασαν στη δικαιοδοσία του ΕΔΕΣ και οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ έπρεπε να αποσυρθούν.

Ο Ζέρβας εγκατέστησε το αρχηγείο του στα Ιωάννινα. Κήρυξε κατάσταση πολιορκίας στην Ήπειρο και την Κεφαλονιά και επέβαλε στρατιωτικό νόμο. Όλα αυτά ήταν απόρροια των κινήσεων κάθαρσης από τον ΕΛΑΣ. Μεταξύ των άλλων κινήσεων, ο Ναπολέων Ζέρβας ζήτησε παράδοση των όπλων από τον εφεδρικό ΕΛΑΣ στα Ιωάννινα.

Παρά τις μάχες που έδωσαν ΕΔΕΣ – ΕΛΑΣ, ο Άρης Βελουχιώτης φέρεται να έχει πει στους άντρες του για το Ναπολέοντα Ζέρβα το εξής: «Έχει ο τακτικός στρατός άλλον άντρα σαν κι αυτόν;». Η φράση αυτή δίνει δικαίωμα να σβήσει τη φλόγα της παραφιλολογίας που αναπτύχθηκε για τη σχέση των δύο αυτών ανδρών.

Ο Ζέρβας στην πολιτική

Μέχρι τον Απρίλιο του 1945, ο Ναπολέων Ζέρβας είχε αλλάξει γραμμή πλεύσης. Άφηνε πίσω του τη στρατιωτική καριέρα και απέβλεπε στην πολιτική. Άλλαξε την περιβολή του, ξύρισε την αντάρτικη γενειάδα του και θέλησε να φαίνεται πιο κοσμοπολίτης

Ίδρυσε πολιτικό κόμμα με ονομασία Εθνικό Κόμμα Ελλάδος (ΕΚΕ). Στις εκλογές του 1946, από το κόμμα του Ζέρβα εκλέχθηκαν 20 βουλευτές. Οι αντίπαλοι του υποστήριζαν πως οι ψήφοι που έδωσε η Ήπειρος στο κόμμα του Ζέρβα οφείλονταν στην παρασκηνιακή τρομοκρατία που ασκούσε ο ΕΔΕΣ στην περιοχή.

Στις εκλογές του 1952, το κόμμα του Ναπολέοντα Ζέρβα είχε ήδη ενσωματωθεί στο κόμμα των Φιλελευθέρων. Δεν κατάφερε να εκλεγεί βουλευτής σε αυτήν την εκλογική αναμέτρηση.

Στην πολιτική του καριέρα διετέλεσε τέσσερις φορές υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου, Δημοσίας Τάξεως, Δημοσίων Έργων και Εμπορικής Ναυτιλίας. Η αντιστασιακή δράση του Ζέρβα, πέρα από τον πατριωτισμό του, εξέφραζε την επιθυμία για τη συνέχεια του πολεμικού ονόματος της οικογένειάς του αλλά και τις βλέψεις του για τη συμμετοχή στη διακυβέρνηση της χώρας.

Η γενικότερη δράση του μπορεί να χαρακτηριστεί και ως ανατρεπτική. Πολέμησε τους κατακτητές, αγωνίστηκε για τη συμμετοχή του στα πολιτικά γεγονότα της ελεύθερης Ελλάδας, συγκρούστηκε με σημαντικά πρόσωπα της εποχής. Τρανό παράδειγμα είναι η σύγκρουση που είχε με τον διευθυντή της Εθνικής Τράπεζας, καθώς ο Ζέρβας έκανε συχνούς ελέγχους στους λογαριασμούς του.

Στις 10 Δεκεμβρίου του 1957, ο Ναπολέων Ζέρβας άφησε την τελευταία του πνοή στο νοσοκομείο Ευαγγελισμός. Αιτία θανάτου ήταν η καρδιακή ανεπάρκεια.

Ο Αρτινός πολέμαρχος έσβησε σε ηλικία 66 ετών. Ο αδερφός του, Αλέξανδρος Ζέρβας, δεν άντεξε τη θλίψη και τη συγκίνηση της απώλειας και κατέληξε από καρδιακή συγκοπή το ίδιο απόγευμα.

Η σωρός του Ναπολέοντα Ζέρβα τέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα. Στην κηδεία του παρευρέθηκαν πλήθος στρατιωτικών, πολιτικών αλλά και λαού.

από το άρθρο της Γεωργίας Μουρτζιάπη στο maxmag.gr

8 Δεκεμβρίου 1940: Η Απελευθέρωση του Αργυροκάστρου 

Το Δεκέμβριο του 1940, στη διάρκεια της ελληνικής αντεπίθεσης και της προέλασης του Ελληνικού Στρατού μέσα στο βορειοηπειρωτικό έδαφος, το 11ο Σύνταγμα Πεζικού υπό τη διοίκηση του Συνταγματάρχη Πεζικού Κουδούνα Ιωάννη, ανήκε στην IV Μεραρχία.

Η Μεραρχία αυτή, μετά την ολοκλήρωση της στρατηγικής της συγκέντρωσης στην περιοχή της Καλαμπάκας, στις 24 Νοεμβρίου, κατευθύνθηκε με νυκτερινές πορείες στα δυτικά της περιοχής των Ιωαννίνων, όπου έφθασε στις 2 Δεκεμβρίου.

Στη συνέχεια μετακινήθηκε και έφθασε στις 6 Δεκεμβρίου στην περιοχή Βάλτιστα – Καστάνιανη – Κεράσοβο με σκοπό να εισέλθει στον αγώνα αντικαθιστώ­ντας την ΙΙΙ Μεραρχία. Το 11ο Σύνταγμα στάθμευσε στην περιοχή Μουζίνα, έτοιμο να αντικαταστήσει το 12ο Σύνταγμα.

Η Μεραρχία φτάνοντας στη γραμμή του μετώπου, θα οργάνωνε τρία συγκρο­τήματα. Δεξιά το 8ο Σύνταγμα, μείον τάγμα και μοίρα Πυροβολικού, με κατεύθυνση ενέργειας παράλληλη προς την αμαξιτή Αργυροκάστρου και δυτικά αυτής, στα κράσπεδα της κύριας κορυφογραμμής.

Κεντρικό συγκρότημα με το 11ο Σύνταγμα και μοίρα Πυροβολικού με κατεύθυνση την κύρια κατεύθυνση της Μεραρχίας προς το κέντρο (ύψ. Μακρύκαμπος – ύψ. Σοπότι – ύψ. Κεσιάγι). Αριστερά το 9ο Σύνταγμα, μείον το II/9 Τάγμα και πυροβολαρχία Σκόντα, με κατεύθυνση Πέζα – Ελευθεροχώρι – Ράχη Κανάτια.

Εφεδρεία της Μεραρχίας θα παρέμενε το ΙΙ/9 Τάγμα στην περιοχή Λούγκαρι και το ΙΙΙ/8 Τάγμα στην περιοχή Γράπτσι με την IV Ομάδα Αναγνώρισης στην περιοχή Φράτσανι.

Με την αντικατάσταση των τμημάτων τής ΙΙΙ Μεραρχίας, άρχισε από το πρωί της 8ης Δεκεμβρίου η προέλαση των συγκροτημάτων της IV Μεραρχίας για την κατάληψη των αντικειμενικών σκοπών που είχαν καθοριστεί.

Η κίνηση των τμημάτων γινόταν με δυσκολία εξαιτίας των δυσμενών καιρικών συνθηκών και του ορεινού δύσβατου εδάφους που στερούνταν συγκοινωνιών.

Κατά το απόγευμα καταλήφθηκαν χωρίς σοβαρή αντίσταση οι πρώτοι αντικειμενικοί σκοποί της Μεραρχίας. Το 11ο Σύνταγμα κατέλαβε το ύψωμα Σοπότι (ύψ. 1505).

Στο μεταξύ από τις 5 Δεκεμβρίου το Α΄ Σώμα Στρατού είχε οργανώσει στην περιοχή της Κακαβιάς ένα συγκρότημα με δύναμη το ΙΙ/42 Τάγμα Πεζικού, δύο πεδινές πυροβολαρχίες και μία πυροβολαρχία Αντιαρματικού Πυροβολικού και Διοικητή το Συνταγματάρχη Ιππικού Παπαθανασίου Ιωάννη, με αποστολή κυρίως την αντιαρματική κάλυψη των μεραρχιών που ενεργούσαν προς Αργυρόκαστρο. 

Στις 7 Δεκεμβρίου το Συγκρότημα αυτό προωθήθηκε στη Δερβίτσανη, όπου γύρω στις 1100 της επομένης (8 Δεκεμβρίου) πληροφορήθηκε ότι ο εχθρός, μετά τη διάνοιξη της διάβασης της Κακαβιάς και την προέλαση των ελληνικών μεραρχιών μέσα στο αλβανικό έδαφος, είχε ήδη εκκενώσει το Αργυρόκαστρο από τη νύκτα 5/6 Δεκεμβρίου. 

Ύστερα απ’ αυτό κινήθηκε με ταχύτητα, το κατέλαβε και εγκαταστάθηκε στα βόρεια και βορειοδυτικά υψώματα, γύρω στα 3,5 χιλιόμετρα κοντά στον ποταμό Σούχα. Οι Ιταλοί κατέλαβαν τη γέφυρα του Βελίτσα, 10 χιλιόμετρα βορειοδυτικά από το Αργυρόκαστρο.

Η πόλη του Αργυροκάστρου βρέθηκε τελείως ανέπαφη, ενώ άφθονο υλικό έπεσε στα χέρια των Ελλήνων. Η είσοδος των ελληνικών στρατευμάτων προκάλεσε θύελλα ενθουσιασμού στους κατοίκους. 

Η πόλη σημαιοστολίστηκε και έλαβε εορτάσιμη όψη, ενώ επακολούθησε δοξολογία στην οποία χοροστάτησε ο Μητροπολίτης Ιωαννίνων Σπυρίδων Βλάχος, μέλος της υπό το Χρηστάκη Ζωγράφο Προσωρινής Κυβέρνησης της Βόρειας Ηπείρου το έτος 1913. 

Ο Αρχιστράτηγος με διαταγή του και ο Βασιλιάς με διάγγελμά του συγχάρηκαν τα τμήματα για τη μεγάλη επιτυχία τους.

7 Δεκεμβρίου 1912: Η απελευθέρωση της Κορυτσάς στους Βαλκανικούς Πολέμους

Μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης (26 Οκτωβρίου 1912) η Στρατιά Μακεδονίας στράφηκε προς τη Δυτική Μακεδονία.

Το Υπουργείο Στρατιωτικών συνέστησε στον Αρχηγό της Στρατιάς Διάδοχο Κωνσταντίνο να συνδυάσει τις επιθετικές του ενέργειες εναντίον των Τούρκων στην περιοχή του Μοναστηρίου με τις αντίστοιχες σερβικές, με σκοπό τη γρήγορη εκκαθάριση της καταστάσεως και την αιχμαλωσία των τουρκικών δυνάμεων που συμπτύσσονταν προς νότια.

Σύμφωνα με τις απόψεις της Κυβερνήσεως, που τις έκανε γνωστές στη Στρατιά, υπήρχε κίνδυνος οι τουρκικές δυνάμεις σε περίπτωση διαφυγής τους να τραπούν προς την Ήπειρο και να ενισχύσουν την τουρκική φρουρά των Ιωαννίνων.

Μετά την κατάληψη του Μοναστηρίου από τους Σέρβους, αφού ο Ελληνικός Στρατός δεν πρόλαβε λόγω των κακών καιρικών συνθηκών και των μεγάλων αποστάσεων, το Υπουργείο Στρατιωτικών θεώρησε σκόπιμο να διατεθούν δύο μεραρχίες για την απελευθέρωση της Κορυτσάς κατά πρώτο λόγο και μετά των άλλων πόλεων της Δυτικής Μακεδονίας.

Μετά την ανακωχή που υπογράφτηκε μεταξύ Σερβίας, Μαυροβουνίου, Βουλγαρίας από τη μία πλευρά και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από την άλλη, η Στρατιά ανέφερε προς το Υπουργείο των Στρατιωτικών ότι δεν έκρινε σκόπιμη τη συνέχιση των επιχειρήσεων προς την Κορυτσά, εφόσον διαπιστωνόταν μέχρι τις 18 Νοεμβρίου 1912 ότι ο κύριος όγκος του τουρκικού στρατού αποχώρησε προς τα Ιωάννινα.

Η Κυβέρνηση εμπρός στη νέα κατάσταση συμφώνησε, καθόσο ήταν αναγκαία η συγκέντρωση σημαντικού μέρους του στρατού στη Θεσσαλονίκη, ενόψει της αποβάσεως στη χερσόνησο Καλλιπόλεως για τη διάνοιξη των στενών του Ελλησπόντου.

Στις 19 Νοεμβρίου συγκροτήθηκε Τμήμα Στρατιάς με αποστολή την εξασφάλιση των περιοχών Καστοριάς και Φλώρινας σε περίπτωση που οι Τούρκοι επιχειρούσαν να επιτεθούν εναντίον τους. Διοικητής του ορίσθηκε ο Υποστράτηγος Κωνσταντίνος Δαμιανός.

Οι δυνάμεις του τουρκικού στρατού που είχαν παραμείνει στην περιοχή της Κορυτσάς υπολογίζονταν σύμφωνα με πληροφορίες σε 13 τάγματα πεζικού (10.000 – 12.000 άνδρες). Εξαιτίας της διακοπής των επιχειρήσεων των Σέρβων, το μεγαλύτερο μέρος τους κατείχε θέσεις απέναντι στα ελληνικά τμήματα τα οποία και παρενοχλούσαν με συνεχείς προσβολές.

Στις 11:00 της 29ης Νοεμβρίου, ισχυρές τουρκικές δυνάμεις επιτέθηκαν εναντίον των προφυλακών του Τμήματος Στρατιάς (Συγκρότημα 1ου Συντάγματος Ιππικού) και μετά από σκληρό αγώνα τις εξανάγκασαν να συμπτυχθούν προς τα δυτικά της Μπίγλιστας, στα υψώματα της Καπεστίτσας, όπου είχαν προωθηθεί μονάδες του πεζικού των Μεραρχιών.

Η Στρατιά Μακεδονίας μετά από σχετική πρόταση του Τμήματος Στρατιάς, επέτρεψε την ανάληψη αντεπιθέσεως εναντίον των τουρκικών δυνάμεων.
Η ενέργεια από την 3η και την 6η Μεραρχία, Απόσπασμα της 5ης Μεραρχίας και το 1ο Σύνταγμα Ιππικού υπήρξε κεραυνοβόλος.

Μετά από ορμητική επίθεση στις 5 Δεκεμβρίου, οι τουρκικές δυνάμεις στην περιοχή της Μπίγλιστας ανατράπηκαν και καταδιώχθηκαν προς την στενωπό Τσαγκόνι και τις ορεινές διαβάσεις του όρους Μοράβα.

Στις 6 Δεκεμβρίου συνεχίσθηκε η προώθηση των Ελληνικών Δυνάμεων προς τα δυτικά και παρά την τραχύτητα του εδάφους και την εχθρική αντίσταση στις πλαγιές του χιονοσκέπαστου Μοράβα, τις βραδινές ώρες έφτασαν και εγκαταστάθηκαν αμέσως ανατολικά της Κορυτσάς.

Στις 7 Δεκεμβρίου 1912 ώρα 06:00 ο Ελληνικός Στρατός εισήλθε στην Κορυτσά και μέσα σε συγκινητικές εκδηλώσεις των κατοίκων υψώθηκε στο Διοικητήριο της πόλεως η Ελληνική Σημαία.

Μία εβδομάδα αργότερα, στις 14 Δεκεμβρίου, η 3η Μεραρχία προώθησε Τάγμα του 12ου Συντάγματος Πεζικού προς τη Μοσχόπολη την οποία και απελυθέρωσε χωρίς να συναντήσει εχθρική αντίσταση.

(από το βιβλίο Ο ΒΟΡΕΙΟΗΠΕΙΡΩΤΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ – Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού)

Καλλιθέα: Αφιέρωμα στη μάχη του Πέτα και τον Φιλελληνισμό το Σάββατο 10 Δεκεμβρίου

Η Αδελφότητα Πέτα Άρτας, οργανώνει σε συνεργασία με το Μουσείο Φιλελληνισμού, εκδήλωση αφιέρωμα στη μάχη του Πέτα και τον Φιλελληνισμό.

Η εκδήλωση έχει τεθεί υπό την αιγίδα του Ιδρύματος της Βουλής των Ελλήνων.

10 Δεκεμβρίου 2022, 19.00

Δημοτικό Θέατρο Καλλιθέας

Κρέμου 123 & Φιλαρέτου, Καλλιθέα

Χιμάρα 2 Δεκεμβρίου 1945: Μια αλησμόνητη ηρωική αντίσταση

Σαν σήμερα, 77 χρόνια πριν, μια ξεχασμένη και σχεδόν εντελώς άγνωστη εποποιία εκτυλίχθηκε στην Χιμάρα. Μια σφριγηλή ένδειξη Ελληνικότητας κα Εθνικής Συνείδησης.

Στις 29 Νοεμβρίου 1944, με την αποχώρηση και του τελευταίου Γερμανού στρατιώτη από την Αλβανία, μια νέα ακόμη πιο σκληρή σκλαβιά άρχιζε για τον Ελληνισμό της Βορείου Ηπείρου.

Στις 2 Δεκεμβρίου ο αλβανός δικτάτορας Ενβέρ Χότζα οργάνωσε τις πρώτες «ελεύθερες» και «δημοκρατικές» εκλογές. Το όλο σκηνικό ήταν μια θλιβερή παρωδία.

Σε κάθε εκλογικό κέντρο, είχαν στηθεί δύο κάλπες, μια μαύρη και μια κόκκινη, και στον κάθε ψηφοφόρο έδιναν από ένα σφαιρίδιο υποχρεώνοντάς τον να μπάσει το χέρι και στις δύο κάλπες και να αφήσει το σφαιρίδιο στη μία.

Την κόκκινη κάλπη (όπου θα μαζεύονταν οι ψήφοι του κομμουνιστικού κόμματος) την είχαν επενδύσει από μέσα με ένα πανί, για να μην ακούγεται ο θόρυβος του σφαιριδίου που έπεφτε, ενώ στη μαύρη είχαν βάλει στον πάτο ένα κομμάτι κόντρα πλακέ, έτσι ώστε αν κάποιος έριχνε την ψήφο του εκεί, ακουγόταν ένας ηχηρός κρότος που τον πρόδιδε.

Ωστόσο, το αποτέλεσμα ήταν πρωτοφανές και έδειχνε το μέγεθος της νοθείας: τα μέλη των εκλογικών επιτροπών διαπίστωναν έκπληκτα ότι οι αρνητικές ψήφοι (της μαύρης κάλπης) σε όλο το νομό ήταν λιγότερες από όσες είχαν καταμετρήσει οι ίδιοι μόνο στο τμήμα τους!

Ενώ αυτά συνέβαιναν στην υπόλοιπη Βόρειο Ήπειρο και στην αλβανική επικράτεια γενικότερα, οι Χιμαριώτες οργανώθηκαν για να αντιμετωπίσουν το νέο καθεστώς. Μαζεύτηκαν και αποφάσισαν ομόφωνα να μην ψηφίσουν στις εκλογές.

2 Δεκεμβρίου 1945. Οι Χιμαριώτες απείχαν από την στημένη εκλογική διαδικασία. Τα αντίποινα της αλβανικής δικτατορίας γι’ αυτή την ηρωική πράξη αντίστασης των Χιμαριωτών δεν άργησαν να έρθουν.

Δύο μήνες μετά, στις 10 έως 18 Φεβρουαρίου 1946, στη Χιμάρα έγιναν γύρω στις 30-40 συλλήψεις. Ανακρίσεις και βασανιστήρια σε καθημερινή βάση για να γονατίσουν τους ήρωες, οι οποίοι όμως δεν λυγίζουν.

Βλέποντας ότι οι ανακρίσεις απέτυχαν, ο δικτάτορας έδωσε εντολή για ένα στημένο δικαστήριο που θα καταδίκαζε τα παλικάρια της Χιμάρας, το οποίο ξεκίνησε στις 5 Μαΐου. Η απόφαση φυσικά είχε παρθεί πολλές μέρες πριν.

Επιπλέον, ως αντίποινα, ο Χότζα αφαίρεσε από όλους τους Χιμαριώτες την ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΘΑΓΕΝΕΙΑ και έκλεισε τα ελληνικά σχολεία της περιοχής, μια αυθαιρεσία που οι επόμενες αλβανικές κυβερνήσεις όχι μόνο δεν έχουν αποκαταστήσει, αλλά υιοθετούν.

Τρεις από τους Χιμαριώτες που είχαν συλληφθεί, ο Ανδρέας Δήμας, ο Ηρακλής Γκιόνης και ο Δημήτρης Ανδρούτσος καταδικάστηκαν σε θάνατο. Σε ισόβια κάθειρξη καταδικάστηκαν οι Νίκος Κούτουλας, Νίκος Κατσιελάνος, Πύλιος (Σπύρος) Γκόρος, Κίτσος (Χρήστος) Κόκας, ενώ σε πολλά χρόνια φυλάκισης καταδικάστηκαν μεταξύ άλλων και οι Ζαχαρίας Λυκώκας, Μήλιος Πάνος, Χρήστος Γ. Λάζαρης, Θανάσης Κοκαβέσης, Ζαχαρίας Ράππος, Αναστάσιος Γκιόκας, Δαμιανός Μπολάνος, Πάνος Κοκαβέσης, Πύλιος (Σπύρος) Μπολάνος, Φώτος Τζαβάλας, Στέφανος Γκόρος.

Όταν οι δικαστές είδαν μπροστά στο κτίριο του δικαστηρίου την λαοθάλασσα από τους εξαγριωμένους Χιμαριώτες, που φώναζαν υπέρ των καταδικασμένων, οπισθοχώρησαν και υποχρεώθηκαν να αλλάξουν την πρόταση του εισαγγελέα.

Μετά από αυτό, το δικαστήριο καταδίκασε σε θάνατο μόνο τον Ανδρέα Δήμα, ενώ στους άλλους δύο που είχαν καταδικαστεί επίσης σε θάνατο μετατράπηκε η ποινή σε ισόβια κάθειρξη.

Στις 30 Μαΐου 1946 εκτελέστηκε ο Ανδρέας Δήμας. Πριν ακόμη ξεψυχήσει ο γενναίος αυτός Έλληνας από τις σφαίρες των φονιάδων, οι ίδιοι εκείνοι τον σκέπασαν ζωντανό με πέτρες. Μέχρι την τελευταία στιγμή φώναζε πως αυτός «έφταιγε» για όλα, προσπαθώντας να πάρει όλη την ευθύνη πάνω του για να γλιτώσουν οι άλλοι.

Σταματία Καραγεωργίου

Η Μάχη των Πεστών Ιωαννίνων 29 και 30 Νοεμβρίου 1912

Από τον Σπύρο Μούλια

Αν. Αξιωματικό

Επίτιμο Πρόεδρο ΣΕΚΠΥ

Διπλ. Μ-Η Μηχανικό ΕΜΠ

Σήμερα  29 Νοεμβρίου 2022, συμπληρώνονται  110 χρόνια από τότε που ο Ελληνικός Στρατός απελευθέρωσε το χωριό Πεστά Ιωαννίνων από τον τούρκο κατακτητή, μετά από σκληρή μάχη που έμεινε στην ιστορία ως «η Μάχη των Πεστών». 

Ήταν μια από τις ένδοξες σελίδες της ιστορίας του Ελληνικού Στρατού γι΄αυτό και το όνομα «Πεστά» είναι χαραγμένο στην πάνω αριστερή μεριά του Μνημείου του «Άγνωστου Στρατιώτη» στην πλατεία Συντάγματος στην Αθήνα. Επίσης πολλοί δρόμοι στην Πατρίδα μας φέρουν το όνομα του Ιστορικού αυτού Χωριού, όπως στην Κυψέλη των Αθηνών, στη Θεσσαλονίκη, στη Λάρισα κ.λ.π. 

Κατά την διάρκεια των στρατιωτικών επιχειρήσεων εκείνης της εποχής, μετά την απελευθέρωση των Πεστών στο μέτωπο της Ηπείρου, δεν έμενε παρά μόνο το πανίσχυρο, κατά τα άλλα, οχυρό του Μπιζανίου  για την κατάληψη των Ιωαννίνων, που η απελευθέρωση της Πόλεως από τον τουρκικό ζυγό έγινε αμέσως μετά από 3 μήνες, στις 21 Φεβρουαρίου του 1913.

Ακολουθεί παρακάτω, ένα διαχρονικό δημοσίευμα του περιοδικού Ήπειρος – Άπειρος Χώρα, που παρουσιάζει με εξαιρετικό τρόπο ο Ηπειρώτης Εκπαιδευτικός – Συγγραφέας κ. Σωκράτης Βασιλείου, μετά από σχετική συνέντευξη που του είχα δώσει στο σπίτι μου, στο Χωριό Πεστά όπου ήταν καλεσμένος μου.

Το δημοσίευμα αναφέρει ιστορικά γεγονότα της μάχης αυτής και αποδεικνύεται για μια ακόμη φορά το μεγαλείο της Ελληνικής ψυχής και ότι χάριν της ομοψυχίας και της ενότητος του Ελληνικού Λαού κερδίζεται η Ελευθερία. Έτσι λοιπόν χάριν αυτής της ενότητος, του ηρωισμού και της ομοψυχίας των Ελευθερωτών που αναφέρονται στο δημοσίευμα, απελευθερώθηκε το Χωριό Πεστά από τον Τούρκο κατακτητή. 

Για όσους δεν γνωρίζουν την περιοχή, το ιστορικό Χωριό Πεστά, βρίσκεται σε απόσταση 25 χιλιομέτρων από την Πόλη των Ιωαννίνων, στις πλαγιές του Μακρυβουνίου, σε υψόμετρο 750 μέτρων και σε μικρή απόσταση από το Χάνι Εμίν Αγά, όπου μετά την επιτυχή έκβαση της μάχης των Πεστών, στις 15 Ιανουαρίου 1913 ο Αρχιστράτηγος Διάδοχος τότε του Θρόνου Κωνσταντίνος,  εγκατέστησε το Στρατηγείο του και ακολούθησε η κατάληψη του Μπιζανίου, η οποία και αποτέλεσε το κλειδί για την απελευθέρωση της Πόλεως των Ιωαννίνων καθώς και ολόκληρης της ευρύτερης περιοχής της Ηπείρου από τον Τουρκικό ζυγό και την παράδοση της Πόλεως από τον Τούρκο Στρατιωτικό Διοικητή Εσσάτ Πασά στον Αρχιστράτηγο Κωνσταντίνο, στις 21 Φεβρουαρίου 1913.

Οι κάτοικοι του Χωριού Πεστών, τιμώντας τους Ήρωες που αγωνίστηκαν και θυσιάστηκαν για την απελευθέρωσή τους, σε ένδειξη ευγνωμοσύνης, έχουν θεσπίσει την 29η Νοεμβρίου ως Επετειακή ημέρα.

Στο διαχρονικό αυτό δημοσίευμα ο Σωκράτης Βασιλείου γράφει :   

 Το αφιέρωμα αυτό στην ιστορική και αποφασιστικής σημασίας, για την προέλαση του ελληνικού στρατεύματος προς το Μπιζάνι, μάχη, το έχουμε υποσχεθεί, εδώ και καιρό στον εκλεκτό μας φίλο, εκ Πεστών καταγόμενο, συνταγματάρχη ε.α. Σπύρο Μούλια ο οποίος μας δέχθηκε στο σπίτι του στα Πεστά το οποίο βλέπει, προς τη θεϊκή Ολύτσικα, απέναντι από τη Δωδώνη, το αρχαιότερο μαντείο σε χώρο ελληνικό, στα μέρη των αρχαίων Σελλών, των αρχέγονων Ελλήνων.

Σκληρή η Μάχη στα Πεστά, έμεινε στην ιστορία ως “η Μάχη των Πεστών”, και χαράχτηκε ως μια από τις ένδοξες σελίδες της ιστορίας του ελληνικού στρατού. Σε πιστοποίηση αυτού, το όνομα “Πεστά”, είναι χαραγμένο στην πάνω αριστερή μετώπη του μνημείου του “Άγνωστου Στρατιώτη”, στην πλατεία Συντάγματος της πρωτεύουσας. Μετά τη νικηφόρο έκβαση των στρατιωτικών επιχειρήσεων στα Πεστά, στο μέτωπο της Ηπείρου, δεν έμενε παρά μόνον το πανίσχυρο οχυρό του Μπιζανίου.   

 Με την έναρξη του πολέμου, οι ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις στην Ήπειρο, Στρατιά Ηπείρου, πέρασαν τον Άραχθο και αφού κατέλαβαν, μετά από σύντομο αγώνα, διάφορα δεσπόζοντα υψώματα στα βορειοδυτικά της Άρτας, προέλασαν προς την Πρέβεζα την οποία απελευθέρωσαν στις 21 Οκτωβρίου και την οργάνωσαν ως βάση εφοδιασμού τους.   

Επακολούθησαν σκληροί αγώνες, στη διάρκεια των οποίων τα ελληνικά τμήματα κατέλαβαν στις 28 Οκτωβρίου την ισχυρή τοποθεσία Πέντε Πηγάδια και συνέχισαν προς την πεδιάδα των Ιωαννίνων, όπου είχε συγκεντρωθεί ο όγκος των τουρκικών δυνάμεων.   

Μετά από τα Πέντε Πηγάδια οι Τούρκοι οπισθοχώρησαν και κατέλαβαν  οχυρές θέσεις στα Πεστά.

Εκεί στη μάχη των Πεστών στις 29-11-1912 ο Ιερός Λόχος των Κρητών εθελοντών φοιτητών, θα λάβει το βάπτισμα του πυρός και θα είναι αυτός που θα εισέλθει πρώτος στο χωριό, υπό το γενναίο Λοχαγό Σταύρο Ρήγα.

Στη μάχη των Πεστών ο εθελοντής φοιτητής Απόστολος Χαζιράκης διακρίνεται για την ανδρεία του, καθώς «ευρεθείς αντιμέτωπος με Τούρκον αξιωματικόν και σχεδόν μονομαχήσας, εφόνευσεν αυτόν δια τη λόγχης του, παραλαβών το ξίφος του και το πιστόλι…», όπως βεβαιώνει η εφημερίδα “Ανεξάρτητος” της 20/1/1913.   

 Στη μάχη των Πεστών ο Ιερός Λόχος των Κρητών Φοιτητών θα έχει και τον πρώτο του νεκρό, το φοιτητή της Νομικής Νικόλαο Σαμαριτάκη, ενώ τραυματίστηκε και ο Λοχαγός του φοιτητικού Λόχου, Σταύρος Ρήγας «με διαμπερές τραύμα επί της μιας παρειάς εξελθόν από το κάτω μέρος του ωτός…», όπως δημοσιεύει ο “Αρχολέων” το 1971. Η κηδεία του ηρωικού νεκρού, έγινε την επομένη στο νεκροταφείο του χωριού, με πάνδημη συμμετοχή.

Για τον Ιερό Λόχο των εθελοντών Κρητών φοιτητών, που ανήκε στο 1ο Τάγμα Κρητών του Ανεξάρτητου Συντάγματος Κρητών, ο ιερολοχίτης Ιωάννης Κ. Χατζιδάκης, και μετέπειτα γεωπόνος, στο βιβλίο του “Ηρώον Πολεμιστών” που εξέδωσε το 1927, μας δίνει μια πλήρη και συνοπτική εικόνα της οργάνωσης και της δράσης αυτού του ηρωικού Λόχου.   

 «Ο κρητικός Εθελοντικός Λόχος απετελέσθη εκ 250 φοιτητών και σπουδαστών, οίτινες εγκαταλείψαντες τα μαθητικά θρανία, έσπευσαν αμέσως, μετά την κήρυξιν των Βαλκανικών Πολέμων, αυθορμήτως να χύσωσιν και αυτοί το αίμα των ως Ιερολοχίται του 1821, υπέρ της απελευθερώσεως των, υπό τον Τουρκικόν Ζυγόν, στεναζόντων αδελφών μας.   

 Έλαβον μέρος απ’ αρχής μέχρι τέλους εις την γιγαντομαχίαν του Ηπειρωτικού Αγώνος, διεδραμάτισαν κύριον ρόλον εις την μάχη των Πεστών, κυριεύσαντες και δύο πυροβόλα και πρώτοι εισελθόντες εις Πεστά…».   

 Ένας άλλος εθελοντής, ο Γιάγκος Τορναρίτης, από τη μεγαλόνησο Κύπρο, πολεμιστής στο μέτωπο Ηπείρου και στη μάχη των Πεστών, εκείνες τις ένδοξες μέρες του Νοεμβρίου του 1912, καταθέτει μια συγκλονιστική μαρτυρία.   

 «Αλλ’ εκείνο το οποίον συνεκλόνισε σύρριζα την ψυχήν μου και εκύλησεν άφθονα τα δάκρυα, ήτο η αδύνατη, αλλά διαπεραστική φωνή ενδεκαετούς παιδιού, ζητωκραυγάζοντος υπέρ του Ελληνισμού. Ακόμη αντηχεί εις την ακοήν μου το ηχηρόν εκείνο κύμα της παιδικής ζητωκραυγής. Επροχωρήσαμεν προς το χωρίον, τα Πεστά, αλλ’ εκρατούσα σφικτά από το χέρι το Ηπειρωτάκι εκείνο, το οποίον μέσα εις την πλημμύραν εκείνην των συγκινήσεων, πόσα και πόσα δεν εσυμβόλιζε εις την φαντασίαν μου. Όταν τα όνειρα ενσαρκούνται εις την απτήν πραγματικότητα προ του μεγάλου εσωτερικού σεισμού, μετατοπίζεται καθαυτό η ψυχή…»!   

 Σε μια από τις επισκέψεις μας στα Πεστά, φιλοξενούμενοι του συνταγματάρχη Σπύρου Μούλια, όταν η συζήτηση έφτασε στην ιστορία του Χωριού του μας είπε :

«Κορυφαία στιγμή της ιστορίας των Πεστών είναι η περίφημη μάχη, που καταγράφτηκε σαν μια από τις πλέον αποφασιστικές μάχες των πολεμικών επιχειρήσεων στην Ήπειρο. Τα Πεστά βρίσκονταν υπό τουρκική κατοχή μέχρι την 29η Νοεμβρίου 1912.

Τότε, ο παππούς μου, ο Σπύρος Μούλιας, παλικάρι 20-22 χρόνων, ήταν ήδη παντρεμένος, είχαν αποκτήσει τον πρώτο τους γιο, τον Παναγιώτη, τον πατέρα μου και είχαν και ένα βρέφος, ολίγων εβδομάδων, αβάφτιστο. Όταν είχαν ήδη φύγει οι Τούρκοι κυνηγημένοι από τους ευζώνους, έπρεπε να βαφτιστεί το βρέφος.   

 Ο παππούς από ενθουσιασμό και για να τιμήσει την απελευθέρωση του χωριού του, ζήτησε από το νουνό να του δώσει το όνομα “Ελευθέριος”. Έτσι ο δεύτερος γιος του παππού, ο θείος μου, έλαβε το όνομα Ελευθέριος. 

Και συνεχίζοντας ο κ. Μούλιας ανέφερε ότι, όταν στις 29 Νοεμβρίου του 1912, οι Κρήτες εθελοντές, έμπαιναν στα Πεστά, τότε ένας Πεστιώτης, ο Μήτρο-Βλάχος έτρεξε με προφυλάξεις προς το Μακρυβούνι. Aγνάντεψε πέρα και ευτυχής αντίκρισε τους ευζώνους, με επί κεφαλής τις σημαίες τους, να φτάνουν γοργά προς το χωριό μας.   

 Γύρισε αμέσως στο χωριό, όπου συνάντησε τον Παπά-Γιώργη.

-Παπα-Γιώργη, γρήγορα τις καμπάνες! Έρχεται ο ελληνικός στρατός! Έρχονται οι εύζωνοι!   

 Το τι έγινε τότε, δεν περιγράφεται. Άρχισαν οι καμπάνες να διαλαλούν εκκωφαντικά το χαρμόσυνο μήνυμα της απελευθέρωσης! Επί τέλους τα Πεστά ελεύθερα!   

 Στήθηκε παλλαϊκό πανηγύρι στα Πεστά. Δεν άργησαν να συγκεντρωθούν στην πλατεία ο παπα-Γιώργης, ο Μήτρο-Βλάχος, ο παππούς μου Σπύρος Μούλιας και πολλοί άλλοι Πεστιώτες: Ο Θεόδωρος Ανδρίκος, που ήταν τότε ο πρόεδρος του Χωριού, ο Γούλα-Τασούλας, ο Ηλίας Φλόκας, Γρηγόρης Κατσάνος, ο Νικόλας Κατσάνος, ο Γρηγόρης Ζησόπουλος και πολλοί ακόμα».   

 Αυτά μας αφηγήθηκε τότε ο φίλος Συνταγματάρχης, σχετικά με τη μάχη και την απελευθέρωση των Πεστών, όπως του τα είχε αφηγηθεί ο θείος του ο Λευτέρης Μούλιας, στον οποίον πάλι τα είχε αφηγηθεί ο Πατέρας του Σπύρος Μούλιας, που αργότερα το 1922 έχασε τη ζωή του στη Μικρασιατική εκστρατεία.

Αυτόν λοιπόν το καιρό, τελευταίο δεκαήμερο του Νοεμβρίου 1912, οι συνθήκες εκείνου του αγώνα είχαν μεταβληθεί σημαντικά, είχαν δραματοποιηθεί. Ο χειμώνας ενέσκηπτε κάθε μέρα και βαρύτερος. Οι Τουρκικές δυνάμεις της Ηπείρου, είχαν ενισχυθεί με νέες δυνάμεις από την περιοχή του Μοναστηρίου. Έτσι η προέλαση του Ελληνικού στρατεύματος, όλο και γινόταν πιο δύσκολη. Μετά μάλιστα τη νικηφόρα μάχη των Πεστών, οι αντίπαλοι περιορίστηκαν σε ανταλλαγή πυρών και αγώνα προφυλακών.

Τον ίδιον αυτόν καιρό, το τελευταίο δεκαήμερο του Νοεμβρίου, είχε ενταθεί, εκ μέρους της Ελληνικής Κυβερνήσεως, και είχε καταστεί έντονη, η πίεση προς το στρατό, να επιδιώξει και να επιτύχει, όσο γίνεται πιο γρήγορα, την απελευθέρωση της Ηπείρου, πριν μάλιστα από τη σύναψη συνθήκης ειρήνης μεταξύ των εμπολέμων. Η ίδια η Κυβέρνηση πιεζόταν από το χρόνο και αυτή με τη σειρά της πίεζε το στράτευμα, το οποίο ενίσχυσε με τη IΙ Μεραρχία, που μετέφερε από τη Θεσσαλονίκη.   

 «Στα Πεστά βρήκαμε μεγάλη αντίσταση. Ένας Τούρκος από την Αραπιά με το κανόνι του μας σκότωσε πολλά παιδιά, μας κατέστρεψε ένα πεδινό κανόνι σκοτώνοντας τους πυροβολητές. Εκεί στον κάμπο του Τερόβου έμειναν πολλά παλικάρια.

Όταν φθάσαμε στα Πεστά, μας υποδέχθηκε ένας γέρος παπάς ονόματι Παπαγιώργης, με ένα ξύλο και ένα άσπρο πανί δεμένο για σημαία φωνάζοντας: “Ζήτω ο Ελληνικός Στρατός»!

Και αυτός ο γέρο-Παπαγιώργης μας έδειξε, πού ήταν η θέση του πυροβόλου του Αράπη, που ήταν εγκαταστημένος στην Πεστιώτικη τοποθεσία “Αυλότοπος”. Κατορθώσαμε με μεγάλη δυσκολία να πλησιάσουμε προς το μέρος του πυροβολείου, εγώ με δύο άλλους και να σκοτώσουμε τον Αράπη, που μας σκότωσε τόσα παιδιά. Μετά το σκοτωμό του Αράπη, οι Τούρκοι τράπηκαν σε φυγή. Οι εύζωνοι ασυγκράτητοι προέλασαν. Με μεγάλη σφοδρότητα. Σημαντική προώθηση για την πορεία του πολέμου.

Τώρα πια έμενε μονάχα το Μπιζάνι, το απόρθητο Μπιζάνι, το πανίσχυρο οχυρό. Οι κακουχίες λόγω του πολύ σκληρού χειμώνα εξοντωτικές, απάνθρωπες. «Άνθρωποι κοιμώμενοι τόσα έτη επί κλίνης, να κοιμώμεθα εις την παγετώδη γην, να βρεχόμεθα, να σηκωνόμεθα μέσα στο χιόνι, λεπτό να μην αισθανόμεθα το πρωί αν έχωμεν ποδάρια, διότι καταντούν σαν κρύσταλλο. Φωτιά να ζεσταθούμε σπανίως μας επιτρέπεται ν’ ανάψωμεν, διότι αμέσως οι Τούρκοι μας κτυπούν. Το όπλο όλο εις το χέρι», αφηγείται ο Ηπειρώτης Κωνσταντίνος Τσιάνος, που είχε έρθει ως εθελοντής από την Αμερική.   

 Τις σκληρές καθημερινές συνθήκες των ευζώνων στην πρώτη γραμμή του μετώπου, περιγράφει δραματικά με τους στίχους του, ο άγνωστος λαϊκός δημιουργός.

“Μου γράφεις μάνα μια γραφή και με ρωτάς τι κάνω.

Στου Μπιζανιού την παγωνιά, στο κρύο θα πεθάνω!

Στα Πεστά και στο Μπιζάνι, Μάνα μου τι κρύο κάνει!

Στα Πεστά στη Μανωλιάσα, που δεν πήραμε ανάσα…”!

Από το μέτωπο ο Μιχαήλ Στιβαρός έγραφε σε παλαιό καθηγητή του, στο Ημιγυμνάσιο Λεμεσού:

«Ό,τι αισθάνομαι τας ημέρας αυτάς που έγινα στρατιώτης, δεν το ησθάνθην ποτέ. Αισθάνομαι ότι εδιπλασιάσθη το σώμα μου και η ψυχή μου. Είμαι ακούραστος μεθ’ όλον τον βαρύν οπλισμόν. Η κυπριακή φοιτητική ομάς, να είστε βέβαιος, ότι θα τιμήσει και πατρίδα και γονείς και εκπαιδευτήρια, από τα οποία εδιδάχθημεν τον μέγα πατριωτισμόν…»! 

Ο Μιχαήλ Στιβαρός έλαβε μέρος στις καθοριστικές μάχες Πεστών και Αετοράχης και κατά τους επίσημους καταλόγους του υπουργείου Στρατιωτικών έπεσε ηρωικά στις μάχες του Μπιζανίου στις 5 Δεκεμβρίου ή σύμφωνα με άλλες πληροφορίες στις 16 Δεκεμβρίου 1912.

Το Μνημείο Πεσόντων στα Πεστά

Μεταξύ των πεσόντων στα Πεστά ο Μιλτιάδης Σαλονικιός από τη Χαλκίδα. Στη μεγάλη μάχη των Πεστών τραυματίστηκε ο ιερολοχίτης Ιωάννης Ροβάτσος, ενώ πληγώθηκε ελαφρά στην ωμοπλάτη από οβίδα, προαχθείς σε υπολοχία και ο Βασιλάκης Νικόλαος από τα Καρδάμυλα της Χίου

Λορέντζος Μαβίλης: «Δεν είχα φανταστεί ποτέ ότι θα είχα την μεγάλη τιμή να πεθάνω για την Ελλάδα»!

Ήταν 28 Νοεμβρίου 2012, σαν σήμερα πριν 110 χρόνια, όταν στην Μάχη των Γαριβαλδινών εθελοντών κατά των Τούρκων, παρά το Δρίσκον, για την Απελευθέρωση των Ιωαννίνων, φονεύεται μαχόμενος ο Επτανήσιος ποιητής και βουλευτής Λορέντζος Μαβίλης.

Ο Λορέντζος Μαβίλης γεννήθηκε στην Ιθάκη το 1860, όπου υπηρετούσε τότε ο δικαστικός πατέρας του Παύλος με καταγωγή από την Ισπανία. Η μητέρα του, που καταγόταν από την αρχοντική οικογένεια Δούσμανη, είχε περάσει μέρος της ζωής της κοντά στον αγροτικό πληθυσμό της Κέρκυρας και αγάπησε τη λαϊκή γλώσσα και τέχνη και την αγάπη αυτή μετέδωσε στον γιο της.

Μεγάλη επίδραση στην προσωπικότητα του Μαβίλη άσκησε ο Ιάκωβος Πολυλάς, του οποίου υπήρξε φίλος και μαθητής. Μαθήτευσε στο εκπαιδευτήριο Καποδίστριας της Κέρκυρας και κατόπιν στο κερκυραϊκό γυμνάσιο, με καθηγητή τον Ιωάννη Ρωμανό, ο οποίος τον έκανε μέλος της Αναγνωστικής Εταιρείας. Μετά το γυμνάσιο έφυγε για την Αθήνα για πανεπιστημιακές σπουδές στη Φιλοσοφική Σχολή.

Στην Αθήνα πραγματοποιήθηκε και η γνωριμία του με τον Χαρίλαο Τρικούπη, μέσω του Πολυλά. Το 1879 έφυγε για τη Γερμανία , όπου έμεινε για δεκατέσσερα χρόνια. Εκεί μελέτησε τους αρχαίους κλασικούς και έμαθε Ιταλικά, Αγγλικά, Γαλλικά και Ισπανικά, καθώς επίσης Σανσκριτικά. Στη Γερμανία ο Μαβίλης ολοκλήρωσε τις σπουδές του και το 1890 πήρε το διδακτορικό του δίπλωμα από το πανεπιστήμιο του Erlangen.

Το 1893 επέστρεψε στην Κέρκυρα όπου εντάχτηκε στην Κερκυραϊκή Σχολή, συνδέθηκε δε ιδιαιτέρως με τον Κων/νο Θεοτόκη. Κατόπιν στρατεύτηκε και το 1896 έγινε μέλος της Εθνικής Εταιρείας . Το 1897 έφυγε για την Κρήτη προς ενίσχυση του εκεί επαναστατικού κινήματος και κατέληξε στην Ήπειρο επικεφαλής σώματος ανταρτών. Στις εκλογές του 1910 απέκτησε βουλευτικό αξίωμα με το κόμμα των Φιλελευθέρων και από αυτή τη θέση αγωνίστηκε για την καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας.

Το 1912 σε ηλικία πενήντα τριών ετών πήρε μέρος στην εκστρατεία της Ηπείρου και σκοτώθηκε στη μάχη του Δρίσκου.

Μάχη τῶν Γαριβαλδινῶν παρά τό Δρῖσκον (26-28 Νοε.1912)

Στις 24 Νοεμβρίου ο Σαπουντζάκης, για να κάνει αποτελεσματικότερη την πολιορκία των οχυρών του Μπιζανίου, εξέδωσε διαταγή καταλήψεως των Ιωαννίνων και ανέθεσε στον Ρώμα με τους Γαριβαλδινούς «…να καταλάβη τον Δρίσκον και τα παράλια της λίμνης…».

Τα ξημερώματα της 26ης Νοεμβρίου τρεις λόχοι με τον προαχθέντα για την ανδρεία του σε ταγματάρχη Μπαρδόπουλο, εξασφάλισαν την στενωπό των Λυγκιάδων και κατέλαβαν το τουρκικό στρατόπεδο του Δρίσκου, ενώ οι άλλοι τρεις λόχοι με τον Ρώμα απώθησαν τους τούρκους στην πεδιάδα και συνδέθηκαν με τις επιχειρούσες μονάδες του Ελληνικού πεζικού.

Την επομένη 27η Νοεμβρίου, 8.000 τούρκοι με δυο μυδραλιοβόλα και υποστηριζόμενοι από το βαρύ πυροβολικό του νησιού και της Καστρίτσας, επιτέθηκαν εναντίον των Ελληνικών θέσεων από την κορυφογραμμή προφήτη Ηλία Μονή Τζούρας (όπου ο λόχος Γιοβάνη-Μαβίλη-Τοπάλη), έως τη λίμνη. Συμφώνως με την τότε τακτική, «έφιπποι και ξιφήρεις» οι αξιωματικοί, με πρώτο τον Ρώμα, κατεύθυναν την μάχη και απέκρουσαν την επίθεση.

Την 28η Νοεμβρίου οι τούρκοι επανέλαβαν με βιαιότητα την επίθεση, με μεγαλύτερες δυνάμεις και υπό την συνεχή κάλυψη του πυροβολικού, καθώς είχαν τοποθετήσει τηλεβόλα και στο χάνι της Λεύκας κοντά στη λίμνη.

Παρά την ενίσχυση των Ελληνικών δυνάμεων με ένα ορειβατικό πυροβόλο (Schneider-Danglis των 75χλστ) και 44 άνδρες οπλισμένους με Mannlicher-Schönauer, άρχισαν να παρουσιάζονται προβλήματα: πρώτα μεγάλες ελλείψεις σε φυσίγγια, αφού δεν είχε έρθει ακόμη ο εφοδιασμός που είχε ζητηθεί από τα Γρεβενά κι ύστερα σημαντικές απώλειες ιδιαίτερα σε αξιωματικούς.

Έτσι ετέθησαν εκτός μάχης ταυτόχρονα ο Αρχηγός και ο επιτελάρχης. Ύστερα από αυτά, ο συνταγματάρχης Ματθαιόπουλος, εκτιμώντας την κατάσταση, διέταξε την σύμπτυξη των τμημάτων στο Μέτσοβο.

Οι ερυθροχίτωνες απαγκιστρώθηκαν το απόγευμα με εξαιρετική τάξη προς το Χάνι Καμπέρ-αγά και από εκεί προς Πέτρα, μεταφέροντας τους τραυματίες τους. Είχαν χάσει 200 συμπολεμιστές τους, αλλά είχαν αφαιρέσει από την τουρκική δύναμη -που υπεράσπιζε τα Γιάννενα- περισσότερους από 1400 μαχητές.

Στο Δρίσκο παρέμειναν, αναμένοντας την απελευθέρωση, θαμμένοι οι νεκροί τους: ανάμεσά τους ο Μαβίλης, ο Τοπάλης, ο Βραχνός, ο Μακρής και ο Γερακάρης, που την παραμονή του θανάτου του είχε πει στον Μαβίλη, καθώς μαζί από ψηλά αγνάντευαν την πόλη και τη λίμνη με το νησί της: «Τι θαύμα τα Γιάννενα ! Αξίζει κανείς να πεθάνη για να τα πάρη».

Στις 28 Νοεμβρίου του 1912, εναντίον της ισχυρά οχυρωμένης από τους τούρκους τοποθεσίας Δρίσκος, πάνω από τα Γιάννενα εμαίνετο η μάχη μεταξύ Τούρκων και Γαριβαλδινών εθελοντών.

Λίγο πιο πίσω, στο σημείο συλλογής των τραυματιών, ξαπλωμένος στο πεζούλι της Αγίας Παρασκευής, με ανοιχτό το κόκκινο αμπέχονο και πρόχειρα σκεπασμένος με τον καταματωμένο γαλάζιο μανδύα, άφηνε την τελευταία του πνοή, πνιγμένος από το ίδιο του το αίμα, καθώς είχε δεχθεί δυο βολίδες στο πρόσωπο, ο Γαριβαλδινός λοχαγός Λορέντζος Μαβίλης.

Πάνω του στέκονταν ο εθελοντής παπά Φώτης και η εθελόντρια νοσοκόμα Ασπασία, συζ. Ιωάννη Ράλλη, κόρη του πρώην πρωθυπουργού Κυριακούλη Μαυρομιχάλη και ανηψιά του αρχηγού, εμπνευστή και χρηματοδότη των Ελλήνων εθελοντών, Αλέξανδρου Ρώμα.

Πιο πέρα, σφίγγοντας τα δόντια από τους πόνους του δικού του τραύματος, χαιρετούσε σε στάση προσοχής ο ίδιος ο Αλέξανδρος Ρώμας, μονολογώντας: «Αγαθή η μοίρα σου λοχαγέ Μαβίλη».

Ένα από τα γνωστότερα ποιήματα του Μαβίλη είναι το σονέτο η «Ελιά»:

Στην κουφάλα σου εφώλιασε μελίσσι,

Γέρικη ελιά, που γέρνεις με τη λίγη

πρασινάδα που ακόμα σε τυλίγει

Σα νάθελε να σε νεκροστολίσει.

Και το κάθε πουλάκι στο μεθύσι

Της αγάπης πιπίζοντας ανοίγει

Στο κλαρί σου ερωτιάρικο κυνήγι.

Στο κλαρί σου που δεν θα ξανανθίσει.

Ώ πόσο στη θανή θα σε γλυκάνουν,

Με τη μαγευτική βοή που κάνουν,

Ολοζώντανες νιότης ομορφάδες

Που θύμησες μέσα σου πληθαίνουν

Ώ να μπορούσαν έτσι να πεθαίνουν

Κι άλλες ψυχές της ψυχής σου αδερφάδες.

24 Νοεμβρίου 1940: Η Απελευθέρωση της Μοσχόπολης

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΟΣΧΟΠΟΛΗΣ

Η Μοσχόπολη ήταν μεγάλο εμπορικό και πολιτιστικό κέντρο του 18ου αιώνα στη Βαλκανική χερσόνησο. Βρίσκεται δυτικά της Κορυτσάς στη σημερινή νοτιοανατολική Αλβανία. Τον 18ο αιώνα η πόλη αναπτύχθηκε σε ένα από τα κύρια αστικά κέντρα των Βαλκανίων. Λόγω της συμβολής της στον Νεοελληνικό Διαφωτισμό η πόλη αναφέρεται στην εποχή της ακμής της και ως «Νέα Αθήνα» ή «Νέος Μυστράς».

Ως το τέλος του 17ου αιώνα η Μοσχόπολη ήταν ένας μικρός οικισμός, όμως παρουσίασε αλματώδη οικονομική και πνευματική ανάπτυξη από τον επόμενο αιώνα. Την περίοδο της μεγάλης ακμής της πόλης, τη δεκαετία του 1730, ο πληθυσμός της είχε φτάσει τις 60.000. Μάρτυρες της ακμής της είναι οι επιβλητικοί ναοί του Αγίου Νικολάου (1721), του Αγίου Αθανασίου (1721) και των Ταξιαρχών (1722) που κοσμούνται από πολλές και αξιόλογες αγιογραφίες.

Η πόλη κατοικούνταν κυρίως από Έλληνες και Βλάχους, υπήρξε ένα από τα σημαντικότερα βλαχόφωνα κέντρα, με κύρια ενασχόληση το εμπόριο, την κτηνοτροφία, την κατεργασία μαλλιού, ταπητουργίας και ανάπτυξη βυρσοδεψίας. Περίφημη ήταν η πόλη και για την σιδηρουργία, την αργυροχοΐα και την χαλκουργική της. Πολλοί Μοσχοπολίτες έμποροι στη Βενετία, στη Βιέννη, στην Οδησσό, την Κωνσταντινούπολη και άλλα σημαντικά κέντρα της εποχής ενίσχυσαν οικονομικά την πατρίδα τους και συντέλεσαν στην ίδρυση σχολείου, περίπου το 1700. Το σχολείο, με την ονομασία, «Ελληνικόν Φροντιστήριο» εξελίχθηκε σε σημαντικό εκπαιδευτικό κέντρο της περιοχής, το 1744 αναβαθμίστηκε από δωρεές και μετονομάστηκε σε «Νέα Ακαδημία»

Το 1769 λόγω της συμμετοχής της πόλης στην προετοιμασία της εξέγερσης του 1770 (Ορλωφικά), η πόλη υπέστη λεηλασίες από Τουρκαλβανούς. Σημαντικές καταστροφές έγιναν και από τα στρατεύματα του Αλή Πασά το 1788, που κατόπιν διαταγής του, καταστράφηκαν πολύτιμοι πολιτιστικοί θησαυροί της πόλης.

Η Μοσχόπολη δεν μπόρεσε να ανακτήσει την παλιά της δόξα, συνέχιζε να υπάρχει όμως ως οικισμός μικρότερης εμβέλειας. Οι κάτοικοί της κατέφυγαν σε περιοχές της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας. Πολλοί άλλοι Μοσχοπολίτες μετά την καταστροφή της πόλης τους διακρίθηκαν ως έμποροι, ως τραπεζίτες και ως βιοτέχνες στην Ουγγαρία και την Αυστρία και συνέχισαν την παράδοση των προγόνων τους σε έργα ευποιίας με γενναίες δωρεές και την χρηματοδότηση κοινωφελών ελληνικών ιδρυμάτων, όπως η οικογένεια Σίνα.

Κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, το 1916, ομάδα Αλβανών ατάκτων λεηλάτησε την πόλη.

Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΗΣ ΜΟΣΧΟΠΟΛΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΤΡΑΤΟ

Στον Ελληνο-ιταλικό Πόλεμο, κατά την μάχη της Μόροβας – Ιβάν, στις 14 Νοεμβρίου 1940, το 68ο Σύνταγμα Πεζικού, της Χ Μεραρχίας, εξόρμησε προς το χωριό Νικολίτσε το οποίο και κατέλαβε μετά από αγώνα.

Στη συνέχεια κινήθηκε προς τα νοτιοδυτικά και βορειοδυτικά αντερείσματα του χωριού, ενώ προωθημένα τμήματά του εγκαταστάθηκαν στο Σταυροειδές ύψωμα (2,5 χιλιόμετρα βορειοδυτικά του Νικολίτσε) που δεν το κατείχε ο εχθρός. Αποκτήθηκε έτσι ένα ισχυρό έρεισμα στην κορυφογραμμή της οροσειράς της Μόροβας, νότια από τη σημαντική διάβαση της Ντάρζας.

Στις 16 Νοεμβρίου το Σύνταγμα συνέχισε την επιθετική του προσπάθεια και πέτυχε να ολοκληρώσει την κατοχή του Σταυροειδούς υψώματος και να καταλάβει, μετά από πείσμονα αγώνα, το ύψωμα 1827. Την επομένη το 68ο Σύνταγμα Πεζικού ασχολήθηκε με την εδραίωσή του στις θέσεις που είχε καταλάβει και απέκρουσε αλλεπάλληλες εχθρικές επιθέσεις.

Μετά από τετραήμερη ανάπαυλα για τη ξεκούραση των ανδρών και την ανασυγκρότηση των μονάδων, στις 14:00 της 21ης Νοεμβρίου, ύστερα από ωριαία προπαρασκευή του πυροβολικού, το Σύνταγμα επιτέθηκε για την κατάληψη του ισχυρού υψώματος 1878.

Ο αγώνας ήταν σκληρός και η αντίσταση των Ιταλών μεγάλη, αλλά στις 19:00 το Ι/68 Τάγμα με την επιτυχή υποστήριξη του πυροβολικού κατόρθωσε να καταλάβει το ζωτικό αυτό ύψωμα, το οποίο αποτελούσε το προπύργιο της εκεί ιταλικής αντίστασης και το καλύτερο παρατηρητήριο των Ιταλών πάνω στη Μόροβα.

Την επομένη το Σύνταγμα κατευθύνθηκε προς το χωριό Ντέρσνικο. Οι Ιταλοί υποχρεώθηκαν να υποχωρήσουν προς το βορειοδυτικά, εγκαταλείποντας τη Μοσχόπολη την οποία κατέλαβε η VII Ομάδα Αναγνωρίσεως του Συντάγματος, χωρίς καμιά εμπλοκή με τον εχθρό, τις πρωινές ώρες της 24ης Νοεμβρίου.

από facebook: Βορειοηπειρωτικός Σύλλογος Φλωρίνης & Πέριξ 1921

«Δεν θα περάσουν από το Καλπάκι!»

Στις 27 Οκτωβρίου, το σούρουπο πάνω απ’ την ηπειρώτικη γη είναι συννεφιασμένο. Από το μεθοριακό φυλάκιο της Κακαβιάς μέχρι τη Μέρτζανη, σ’ όλη την έκταση των αλβανικών συνόρων και πιο πέρα στα παγωμένα υψώματα της Πίνδου, Έλληνες φαντάροι στέκονται άγρυπνοι και τσιτωμένοι.

Το μυαλό τους είναι καθαρό αλλά τα δάκτυλα στη σκανδάλη κοκκαλιασμένα.

Στις 5:30 το πρωί της 28ης Οκτωβρίου μέσα στο πηχτό ακόμα σκοτάδι οι άγρυπνοι άνδρες της Προκαλύψεως Ηπείρου είδαν από απέναντι ν’ ανάβουν χίλιες μικρές φλογίτσες. Σχεδόν αμέσως τους σκέπασε ο ορυμαγδός από παντός είδους εκρήξεις. Οβίδες βαρέος πυροβολικού έσκαγαν πίσω τους και τίναζαν στον αέρα ό,τι οχυρώσεις είχαν ετοιμαστεί, βλήματα πεδινού έπεφταν μπροστά και πίσω τους, θραύσματα από όλμους σκόρπιζαν τον θάνατο και από κοντά, πολύ κοντά, πλησίαζαν τα κροταλίσματα των πολυβόλων.

Η διαταγή είναι μία. Να δώσουν αγώνα οπισθοφυλακών μέχρι την κύρια γραμμή αμύνης: Καλαμάς-Καλπάκι. Εκεί θα σταθούν.

Το Καλπάκι ήταν ένα χωριουδάκι σχεδόν ακατοίκητο, λίγα καλύβια εδώ κι εκεί. Ένα μικρό μα στρατηγικής σημασίας ύψωμα η Γκραμπάλα στέκονταν στο βόρειο άκρο του Καλπακίου, λίγο πιο πέρα σε ένα μικρό σπήλαιο είχε εγκαταστήσει το αρχηγείο του ο Χαραλάμπος Κατσιμήτρος.

Γεμάτος νηφαλιότητα και αποφασιστικότητα ο Υποστρατηγος παρακινεί τους λεβέντες του στη μάχη:

“Αξιωματικοί και Οπλίται, κρατήσατε σταθερώς και αποφασιστικώς τας θέσεις και έχετε πάντοτε το βλέμμα προς τα εμπρός, διότι εντός ολίγου θα αναλάβωμεν αντεπίθεσιν ίνα εκδιώξωμεν τον εχθρόν εκ του πατρίου εδάφους το οποίον εμόλυνεν δια της παρουσίας του.”

2 Νοεμβρίου, στο Καλπάκι γίνεται χαλασμός. Οι οβίδες των Ιταλών πέφτουν κατά οκτάδες. Οι δικές μας, μία ή δυο.

Το ύψωμα Γκραμπάλα περνάει στον εχθρό, έχοντας πλέον τα ελληνικά σώματα στο πεδίο βολή τους.

5 το πρωί της επόμενης ημέρας ισχυρή ομάδα Ελλήνων υπό τον ταγματάρχη Πανταζή ξεκίνησε μέσα στο σκοτάδι.

Η διαταγή δόθηκε στόμα με στόμα. «Διά της λόγχης!» Η μάχη σώμα με σώμα ήταν θρυλική. Οι Έλληνες ανακατέλαβαν το ύψωμα.

Μέχρι την 13η Νοεμβρίου το ύψωμα 493 άλλαξε αφέντη πολλές φορές μέχρι την τελική επικράτηση των παλληκαριών μας.

Το ηπειρώτικο μέτωπο δεν θα έσπαγε τόσο εύκολα. Οι Εύζωνοι του Κατσιμήτρου και του Δαβάκη δε θα το άφηναν.

Στους ορεινούς όγκους της Ηπείρου, τους καταχιονισμένους και εχθρικούς το άστρο της πατρίδας μας έλαμψε και πάλι.Το ελληνικό έθνος επέλεξε να μην υποκύψει και να φανεί αντάξιο της Ιστορίας του.

Όταν όλες οι Μεγάλες Δυνάμεις υπέκυπταν μία προς μία στον Άξονα, η μικρή Ελλάδα έδωσε μαθήματα ανδρείας, γενναιότητας και φιλοπατρίας, όπως άρμοζε βέβαια σε αυτήν την αθάνατη ιστορία μας.

Ζήτω το Έπος του 1940! Ζήτω η Ελλάς!

Κείμενο: Μωραΐτες εν Χορώ

Οκτώβριος 1911: Όταν ο Μουσσολίνι καταδικαζόταν σε φυλάκιση για… οργάνωση αντιπολεμικών διαδηλώσεων

Ο Μπενίτο Μουσσολίνι, ο γνωστός δικτάτορας της Ιταλίας από το 1922, ο οποίος κήρυξε τον πόλεμο στην Ελλάδα στις 28 Οκτωβρίου 1940, ξεκίνησε την πολιτική του σταδιοδρομία ως σοσιαλιστής με αναρχικές τάσεις.

Στα τέλη Οκτωβρίου 1910, ο νεαρός (27 ετών) Μουσσολίνι παίρνει μέρος στο σοσιαλιστικό συνέδριο του Μιλάνου. Η “υπερεπαναστατική” όμως γραμμή που υποστηρίζει δεν γίνεται δεκτή από το συνέδριο.

Όταν πια το καλοκαίρι του 1911 θα αρχίσουν σε όλη την Ιταλία διαμαρτυρίες και εκδηλώσεις κατά της εκστρατείας στην Λιβύη (Ιταλο-τουρκικός Πόλεμος), ο Μουσσολίνι πρωτοστατεί στις εκδηλώσεις στην περιοχή της Μπολόνια.

Συλλαμβάνεται και στις 14 Οκτωβρίου ύστερα από μία θυελλώδη δίκη καταδικάζεται σε ενός έτους φυλάκιση που έπειτα από έφεση θα μειωθεί σε έξι μήνες.

“Το Τρέντο είναι αυστριακό”

Την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε το βιβλίο του με τίτλο “Το Τρεντίνο όπως το είδε ένας σοσιαλιστής”, περιγράφοντας τις εμπειρίες του από την τότε αυστροκρατούμενη επαρχία όπου έζησε το 1909, συνέκρινε την κατάσταση υπό το αψβουργικό καθεστώς ως καλύτερη από αυτήν που επικρατούσε στην Ιταλία!

“Οι Ιταλοί αλυτρωτικοί – οι οπαδοί της απελευθέρωσης του Τρέντο – ξέρουν ότι το Τρέντο είναι αυστριακό. Είναι αυστριακό για τους ορεσίβιους που υμνολογούν τον αυτοκράτορα Φραγκίσκο Ιωσήφ, αυστριακό για τους φιλελεύθερους – εθνικιστές που “ντρέπονται” να μιλήσουν ιταλικά, αυστριακό για τους εργάτες που απέσπασαν σπουδαιότατες κοινωνικές μεταρυθμίσεις” (από γράμμα του Μουσσολίνι στις 2/5/1909).

Οι ιδρυτικές αρχές του φασισμού (κι όμως είναι αλήθεια αυτές ήταν!)

Ως προς την κήρυξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ενώ αρχικά ο Μουσσολίνι ως διευθυντής της εφημερίδας του Σοσιαλιστικού Κόμματος “Αβάντι” ήταν σφόδρα πολέμιος της συμμετοχής της Ιταλίας σε αυτόν, υπό σκοτεινές συνθήκες άλλαξε στάση, με αποτέλεσμα να αποχωρήσει από το κόμμα.

Στις 23 Μαρτίου 1919 ίδρυσε το Φασιστικό Κόμμα, του οποίου οι δέκα βασικές προγραμματικές αρχές ήταν:

1. Συγκρότηση Συντακτικής Συνέλευσης

2. Ανακήρυξη της Ιταλικής Δημοκρατίας, αποκέντρωση της εκτελεστικής εξουσίας, αυτονομία κοινοτική και περιφερειακή

3. Κατάργηση της Γερουσίας

4. Κατάργηση των τίτλων ευγενείας

5. Κατάργηση της υποχρεωτικής θητείας και γενικός αφοπλισμός

6. Ελευθερία σκέψεως και θρησκευτικής πίστεως, του συνεταιρίζεσθαι, του τύπου, της προπαγάνδας, της ατομικής και συλλογικής ελευθερίας

7. Εκπαίδευση πολιτιστική και επαγγελματική προσιτή σε όλους

8. Οργάνωση της υγιεινής και κοινωνικής πρόνοιας

9. Διάλυση των ανωνύμων εταιρειών, κατάργηση της εκμεταλλεύσεως, των τραπεζών, των χρηματιστηρίων

10. Απογραφή και δήμευση του προσωπικού πλούτου. Δήμευση των μη παραγωγικών προσόδων

11. Αποκλεισμός από την εργασία των παιδιών κάτω των 16 ετών. Οκτάωρη εργασία για όλους

12. Αναδιοργάνωση της παραγωγής με συμμετοχή των εργαζομένων στα κέρδη. Η γη θα δοθεί στους χωρικούς.

13. Κατάργηση της μυστικής διπλωματίας

14. Διεθνής πολιτική “ανοικτή” και εμπνευσμένη από την αλληλεγγύη των λαών και την ανεξαρτησία στα πλαίσια μίας Συνομοσπονδίας Κρατών.

Το πρώτο που θα σκεπτόταν κάποιος είναι ότι επρόκειτο για θέσεις ενός κόμματος σοσιαλιστικού ή κομουνιστικού ακόμα και αναρχικού.

Ο φασισμός ήταν στα γενοφάσκια του ως παραφυάδα της αριστεράς και ο δημιουργός του Μπενίτο Μουσσολίνι ακόμα… πειραματιζόταν.

Εν τέλει ο ίδιος με τις ομάδες κρούσης που διέθετε τέθηκε υπό τις οδηγίες των βιομηχάνων και των γαιοκτημόνων για να επιτίθεται σε ομάδες σοσιαλιστών και κομουνιστών, ώστε να διαλύει με την βία τις διαδηλώσεις τους και τις όποιες δράσεις τους.

Αφού μέσα σε τρία χρόνια απέκτησε δύναμη, ακολούθησε τον Οκτώβριο του 1922 η μεγάλη πορεία προς την Ρώμη και την συνέχεια την ξέρουμε…

Με πληροφορίες από την σειρά “Φάκελοι Mondadori”: Μουσσολίνι”

Σελίδα 3 από 5

Υποστηριζόμενο από WordPress & Θέμα από Anders Norén